H απόδοση των δύο γερμανικών ομάδων στον πρώτο ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, απέναντι σε δύο από τις καλύτερες και ιστορικότερες ομάδες της ηπείρου μας, καθώς και η διαφαινόμενη πραγματοποίηση ενός γερμανικού τελικού (στο αγγλικό «Γουέμπλεϊ», αυτός κι αν είναι συμβολισμός) έστρεψαν τα φώτα του ενδιαφέροντος στο γερμανικό ποδόσφαιρο.

Αυτό συνέβη σε μία προσπάθεια να βρεθεί μία εξήγηση για το φαινόμενο, που κατά πολλούς σηματοδοτεί την έναρξη κυριαρχίας του γερμανικού ποδοσφαίρου στην Ευρώπη. Κατ' αρχάς να ορίσουμε τον όρο «κυριαρχία». Περιλαμβάνει μόνο τους συλλόγους ή και το ποδόσφαιρο της εθνικής ομάδας; Νομίζω και τα δύο. Υπό αυτό το πρίσμα, η «κυριαρχία» που είχαμε από το 2008 έως και το 2011 τουλάχιστον, ήταν ισπανική. Μία «κυριαρχία» που συνοδεύτηκε κι από μία νέα ποδοσφαιρική πρόταση η οποία μπορεί να παρουσιάζει κάμψη, αλλά η κάμψη αυτή θα έχει προσωρινό ή μεγαλύτερης διάρκειας χαρακτήρα. Ας περιμένουμε μέχρι του χρόνου και μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο θα ξέρουμε.

Μια δεύτερη επισήμανση: ο γερμανικός τελικός, αν γίνει, δεν θα είναι απόδειξη, αλλά σοβαρή ένδειξη. Αγγλικό τελικό είχαμε και στη Μόσχα, ανάμεσα σε Τσέλσι και Γιουνάιτεντ, αλλά ούτε ποδοσφαιρική πρόταση μάς παρουσιάστηκε, ούτε είδαμε την εθνική Αγγλίας να πετυχαίνει κάτι. Αυτό που είδαμε για μία πενταετία -τουλάχιστον- σε επίπεδο συλλόγων ήταν την ικανότητα κάποιων ανθρώπων να διαμορφώνουν υψηλής ανταγωνιστικότητας ομάδες με την πολύ καλή διαχείριση (ή και σπατάλη) πολλών εκατομμυρίων. Οι αγγλικές ομάδες ήταν στην ουσία πολυεθνικές ομάδες. Με ποδσφαιριστές που αγοράζονται. Με τους Ισπανούς και τους Γερμανούς τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά, αφού η βάση των ομάδων τους είναι οι γηγενείς ποδοσφαιριστές, γεγονός που είναι αποτέλεσμα της σημασίας που αποδίδουν στις ακαδημίες τους.

Με αφορμή την Μπαρτσελόνα και την περίφημη Masia της, έχουν γραφεί πολλά και αναλυτικά για το μοντέλο της, αλλά οι Γερμανοί φαίνεται να διαφοροποιούνται σε κάποια σημεία, κάτι που μάλλον τους αποφέρει μεγαλύτερα οφέλη. Δεν είναι της μόδας να επαινεί κάποιος τον «γερμανικό τρόπο», ακόμη και στο ποδόσφαιρο αλλά μήπως έχουμε να κάνουμε με μία συνταγή που αποδίδει; Πιθανόν, οι νεότεροι φίλαθλοι να μη θυμούνται τις αντιδράσεις και τις δηλώσεις του Φραντς Μπεκενμπάουερ, δεκατρία χρόνια πριν, μετά τις απογοητευτικές εμφανίσεις της εθνικής Γερμανίας, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που έγινε στα γήπεδα του Βελγίου και της Ολλανδίας. Ο νόμος Μποσμάν είχε ήδη συμπληρώσει τα πέντε πρώτα χρόνια εφαρμογής του και οι αρνητικές επιπτώσεις του είχαν αρχίσει να γίνονται φανερές στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, όταν οι ομάδες παραδόθηκαν στη μόδα των «κοινοτικών».

Πάντα οι ακαδημίες

Υπήρχαν και τα πολλά χρήματα των τηλεοπτικών συμβολαίων και οι ομάδες είχαν παραδοθεί σε έναν «πυρετό του χρυσού», αγοράζοντας χωρίς φειδώ ποδοσφαιριστές, σε μία αγορά που γνώριζε μία πρωτοφανή κινητικότητα στο εργατικό της δυναμικό. Οι ομάδες γίνονταν πολυεθνικές και οι γηγενείς ποδοσφαιριστές έβρισκαν τις θέσεις στην εντεκάδα κατειλημμένες και είτε περιορίζονταν σε ρόλο κομπάρσου είτε οι πιο νέοι και ταλαντούχοι εγκατέλειπαν το παιχνίδι.

Την έκταση του φαινομένου Μποσμάν η γερμανική ποδοσφαιρική κοινωνία την κατάλαβε με το σοκ που προκαλεί μία γροθιά στο στομάχι. Τον Απρίλιο του 2000, πριν από το Euro 2000 δηλαδή, μια ομάδα της Μπουντεσλίγκα, η Ενεργκι Κότμπους, παρέταξε σε ένα παιχνίδι μια εντεκάδα αποκλειστικά από ξένους ποδοσφαιριστές. Οι Γερμανοί, που γενικά έχουν ένα πάθος με την ομοιογένεια -με τον κανόνα- σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής τους ζωής αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα το πρόβλημα.

Η επένδυση στις ακαδημίες έπειτα από μερικά χρόνια, αν δεν έλυνε το πρόβλημα, θα το περιόριζε αισθητά. Σημειώστε ότι το σοκ του περάσματος από το μάρκο στο ευρώ, η κατάρρευση του ομίλου Κιρχ, που διαχειριζόταν τηλεοπτικά δικαιώματα, τα παλιά γήπεδα που «έδιωχναν» τον κόσμο και η αδυναμία των Γερμανών να διαθέσουν όσα άλλοι στη μεταγραφική αγορά, έκαναν τις ακαδημίες να φαντάζουν μονόδρομος. Χρειάστηκε βέβαια ένας «προστατευτισμός» στις ομάδες, με την εισαγωγή του νόμου για την πλειοψηφία του μετοχικού πακέτου στα χέρια των μελών και δύο κινήσεις ακόμη.

Η πρόκληση είναι μπροστά

H διοργάνωση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου και η επένδυση στις ακαδημίες ενός ποσού κοντά στα 700 εκατομμύρια ευρώ, μέσα σε μία δεκαετία. Επίσης, η ικανότητα της γερμανικής κοινωνίας να αφομοιώνει μετανάστες...όλα τα παραπάνω αναπλήρωσαν την απομάκρυνση των νεαρών Γερμανών από το ποδόσφαιρο και η παραγωγή ταλέντων άρχισε να αποδίδει, όπως φαίνεται τόσο στην εθνική όσο και τις δύο θριαμβεύτριες του πρώτου ημιτελικού. Βέβαια, αδυναμίες υπάρχουν κι εδώ αφού όταν μία ομάδα κατακτά το πρωτάθλημα με 20 βαθμούς διαφορά από τη δεύτερη, κάτι συμβαίνει. Ομως, υπάρχουν κεφάλαια που είναι ακόμη ανοικτά. Η παρουσία του Γκουαρντιόλα, του ανθρώπου που μας παρουσίασε το θαύμα της Μπάρτσα, στον πάγκο των Βαυαρών από την νέα περίοδο θα σημάνει και την κατάθεση μιας νέας ποδοσφαιρικής πρότασης; Θα έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με ένα ποδόσφαιρο που «γεννάει»;

Πηγή: SportDay