Κάποιοι μετανάστες πρώτης γενιάς και τουρίστες θα πάνε στο γήπεδο, κάποιοι θα του ρίξουν μια ματιά και μετά οι χώρες θα επιστρέψουν στα σπορ που παραδοσιακά γουστάρουν, είτε είναι μπέιζμπολ, αμερικάνικο ποδόσφαιρο και μπάσκετ στην Αμερική, είτε soccer, κρίκετ και ράγκμπι στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επίσης σε προσωπικό επίπεδο όλο και κάποιος το παλεύει, όπως είχε γίνει με τους London Towers στο αγγλικό μπάσκετ, κάποια στιγμή απογοητεύεται και έχοντας μπει μέσα τα παρατάει.

Στην Ελλάδα πρέπει να πω ότι το μπάσκετ από όσο θυμάμαι ήταν το δεύτερο μετά το ποδόσφαιρο παιχνίδι με μπάλα. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, πιθανόν επειδή θέλαμε να μοιάσουμε στους Αμερικανούς, στη δεκαετία του '50 το μπάσκετ ήταν το μόνο παιχνίδι που επιτρεπόταν στα σχολεία. Αντίθετα με το ποδόσφαιρο όλα σχεδόν τα σχολεία είχαν γήπεδο του μπάσκετ, το οποίο θεωρητικά ντούμπλαρε και σαν γήπεδο του βόλεϊ, μόνο που για να μη χαλάει το φιλέ, σπάνια στηνόταν. Στα γήπεδα του μπάσκετ έπρεπε να παίζεται μόνο μπάσκετ. Αυστηρά. Το να κλοτσήσεις μπάλα στο ιερό γήπεδο του μπάσκετ ήταν λόγος κλήσης στο γραφείο των καθηγητών και παρακολούθησης της κλασικής ομιλίας «δεν θέλεις να καταλήξεις αλήτης όπως αυτούς που παίζουνε κλοτσοσκούφι».

Στην Ελλάδα κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί διάφορες εμμονές για «εθνικά αθλήματα». Αρχικά στη δικτατορία με το άλμα επί κοντώ. Επειδή ο Παπανικολάου είχε κάνει το παγκόσμιο ρεκόρ για μια εποχή όλοι οι Ελληνες έπρεπε να κάνουν τα παιδιά τους επικοντιστές επειδή «ταιριάζει το άθλημα στους Ελληνες». Κάποια στιγμή κατάλαβαν ότι το επί κοντώ είναι ένα άθλημα που ταιριάζει σε 1:100.000 Ελληνες ή και ανθρώπους και άλλα αθλήματα πήραν σειρά να γίνουν εθνικά μας σπορ. Με πρώτο το ακόντιο Γυναικών, που η Ελλάδα είχε το ευτύχημα να έχει δύο πρωταθλήτριες, τη Βερούλη και τη Σακοράφα. Οπότε παχουλή να ήταν η κόρη ή αδύνατη, δεξιά να ήταν η οικογένεια ή ΠΑΣΟΚ μπορούσε να ελπίζει ότι θα τη δει παγκόσμια πρωταθλήτρια του ακοντίου. Ξεκινώντας φυσικά από τις σπιτικές προπονήσεις, αφού οι προνοητικοί γονείς στις αρχές των '80 αγόραζαν ακόντια να προπονούνται οι κόρες τους. Υποθέτω στα πάρκινγκ της Χασιάς που πηγαίνανε τις Κυριακές για κοψίδια.

Μια ξεχασμένη προσπάθεια την ίδια εποχή ήταν του Κίμωνα Κουλούρη να κάνει το πινγκ πονγκ εθνικό μας άθλημα. Πιθανότατα ο λόγος ήταν πολιτικός, ότι δηλαδή σοσιαλιστική η Κίνα του Μάο, σοσιαλιστική του Ανδρέα, δεν μπορεί παρά ο λαός να προτιμούσε τα ίδια αθλήματα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν το προβλεπόμενο. Με κυβερνητικά ταρατατζούμ είχαν αγοραστεί τραπέζια του πινγκ πονγκ για όλα τα σχολεία. Μέχρι να φανεί ότι το πινγκ πονγκ δύσκολα παίζεται στην αυλή με τον αέρα και τα τραπέζια να καταλήξουν στις αποθήκες που ακόμα και σήμερα θα βρίσκονται.

Αλλη ροκ περίοδος ήταν του 2004 που κάτι από νουμερίτιδα κάτι από το πατροπαράδοτο ένστικτο των παραγόντων να μυρίζονται κονόμα, διάφορα σπορ είχε αποφασιστεί ότι έχουν φοβερό μέλλον στην Ελλάδα. Ενα από αυτά ήταν και το μπέιζμπολ που είχε την υποστήριξη του τότε πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών Nicolas Burns. Ο πρέσβης είχε αποφασίσει ότι θα γίνει ο απόστολος του μπέιζμπολ στους Ελληνες ιθαγενείς και είχε καλέσει τον ιδιοκτήτη των Baltimore Orioles, Peter Angelos. Λόγω και καταγωγής ο Angelos έκοψε αμέσως την κατάσταση κι ό,τι είχε να κάνει με αρπακολατζήδικη ιστορία και την έκανε. Οχι όμως ότι το όνομά του δεν ξανακούστηκε. Το γιατί είναι δύσκολο αεκτζήδικο κουίζ.
Το όνομα του Angelos, όχι του Peter αλλά του γιου του John, ξανακούστηκε σε ένα ταξίδι του Κασνακίδη στη Νέα Υόρκη. Ο John Angelos είχε παρουσιαστεί σαν φίλος του Νίκου Νοτιά, που ενδιαφερόταν να μπει στην ΑΕΚ και να χτίσει το γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Επειδή δεν θυμάμαι το θέμα να έκλεισε οριστικά, ο Δημήτρης Μελισσανίδης πρέπει να βιαστεί να το κάνει, πριν τον προλάβει ο Angelos...

ΠΗΓΗ: Sportday