«Στα ξενύχτια λέμε ναι και στις τρέλες λέμε ναι» τραγουδούσε τότε ο Λουκιανός, χωρίς να υποψιάζεται πως (τέτοιες μέρες ή μάλλον νύχτες) τον ακομπάνιαρε και ολάκερη η ελληνική μπασκετική πιάτσα!

Βεβαίως πιο κάτω ο καλλιτέχνης απαριθμεί ένα σωρό φάσεις στις οποίες λέμε ναι και όχι, συμπεριλαμβανομένων και πολλών που πάνε πακέτο με τα ξενύχτια (όπως τα μεθύσια και τα κορίτσια), αλλά δεν ενδεικνυόντουσαν για άχραντες και αμόλυντες νύχτες σαν αυτήν...

Η περί ης ο λόγος νύχτα είναι αυτή που μόλις πέρασε: η νύχτα του draft του ΝΒΑ που μπήκε στη ζωή μας στις αρχές της δεκαετίας του '80 και ακόμη δεν έχει ξημερώσει!

Δικαιολογείται η αλληγορία διότι μπορεί να έχουν χωρέσει στο ντραφτ κάμποσοι Ελληνες παίκτες, αλλά κανείς από δαύτους δεν κατάφερε να κάνει μια λαμπρή καριέρα στο ΝΒΑ και να εκπληρώσει ένα απωθημένο που, ούτως ειπείν, παραμένει στοιχειωμένο...

Αυτή είναι όντως μια άγια νύχτα για τους πολύφερνους μπασκετμπολίστες όλου του κόσμου, που περπατάνε στην πολυτελέστερη και πιο ακριβή πασαρέλα και φιλοδοξούν να μπουν στο κάδρο είτε του ΝΒΑ είτε ακόμη και του... FBI!

Κυριολεκτώ διότι πριν από καμιά εικοσιπενταριά χρόνια ο πατέρας ενός νεαρού μπασκετμπολίστα, που προφανώς είχε μπερδέψει τη βούρτσα με τη... Λούτσα, κόμπαζε στο καφενείο της γειτονιάς του ότι ο κανακάρης του είχε ξεπεράσει τα ελληνικά όρια και ήταν έτοιμος για να παίξει στο FBI!

Πάλι καλά που δεν τον έστειλε και στη CIA!

Α, για να μην το ξεχάσω: αυτή η νύχτα (της επιλογής των κολεγιόπαιδων και των διεθνών παικτών από τις ομάδες του ΝΒΑ) έχει αποδειχθεί διαχρονικά τόσο απρόβλεπτη, απροσδόκητη και επιρρεπής στις εκπλήξεις, στις ανατροπές και στις καραμπόλες...

... ώστε επιβεβαιώνει με μαθηματική ακρίβεια την παροιμιώδη ελληνική θυμοσοφία!

Κοινώς, της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και όχι μονάχα γελά, αλλά ξεκαρδίζεται κιόλας!

Ως ορολογία και ως διαδικασία το ντραφτ πρωτομπήκε στη ζωή και στα ενδιαφέροντά μας τον Ιούνιο του 1982, όταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης έγινε ο πρώτος... Ελληνοέλληνας θηρευτής του «american dream»!

Για πλάκα είχα γράψει τότε πως ο «δράκος» έφυγε από τη Νίκαια και το όνειρό του ήταν πολύ πιο μεγαλεπήβολο από το να πλένει πιάτα, όπως συνέβαινε με τις καραβιές των Ελλήνων μεταναστών που επί δεκαετίες αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή πέρα από τον Ατλαντικό!

Θυμάμαι επίσης ότι ο σεσημασμένος για την ευρηματικότητα και τη λεξιπλαστική ικανότητα του Φαίδων Κωνσταντουδάκης, χάρη στο φωτομοντάζ, είχε ντύσει καταλλήλως τον Γιαννάκη και τον παρουσίασε (στο εξώφυλλο του περιοδικού «Μπασκετόραμα») ως Χριστόφορο Κολόμβο που ανακαλύπτει τον νέο κόσμο...

... αλλά σε αντίθεση με τον Ιταλό θαλασσοπόρο, ο εξερευνητής από την Κοκκινιά έφτασε μέχρι τη Νέα Αγγλία, μα κι αυτό μας ήταν αρκετό!

Ο Γιαννάκης υπήρξε ο πρώτος (σε αντιδιαστολή με τους γεννημένους στις ΗΠΑ, Λου Τσιορόπουλο, Ντέιβιντ Στεργάκο, Ντέιβιντ Καλιγκάρις, Νίκο Γκάλη και Κυριάκο Ραμπίδη) αναντάμ παπαντάμ Ελληνας που άγγιξε το πόμολο της -ερμητικά κλειστής για κάθε μη Αμερικανό παίκτη- πόρτας του ΝΒΑ και γι' αυτό το ελληνικό μπάσκετ του χρωστάει άλλη μια μεγάλη χάρη!

Εκπαιδευμένος αλλά και συστημένος από τον συχωρεμένο (προπονητή της εθνικής ομάδας) Ρίτσαρντ Ντουξάιρ, ο Γιαννάκης πήρε μέρος στο προπονητικό καμπ των Σέλτικς και παρά το χρόνιο πρόβλημά του στους χιαστούς συνδέσμους, δεν πέρασε απαρατήρητος...

Εντέλει, σε μια εποχή που το ντραφτ είχε εννέα γύρους, οι Σέλτικς τον επέλεξαν στο Νο 207 και ο (τότε προπονητής τους) Μπιλ Φιτς του πρότεινε να μείνει στη Βοστώνη και να παίξει σε μια ομάδα του CBA, αλλά ο Παναγιώτης προτίμησε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να συνεχίσει την καριέρα του στον Ιωνικό Νικαίας.

Ο αστικός μύθος της εποχής αναφέρει ότι ο Φιτς είχε την καλή διάθεση να του δώσει μια ευκαιρία μεσούσης της σεζόν, αλλά ο Παναγιώτης έπεσε στην κέντα του συνωστισμού: εκείνες τις μέρες οι Σέλτικς απέκτησαν τον γκαρντ των Μπακς Κουίν Μπάκνερ, σε ανταλλαγή με τον πρώην δικό τους σέντερ Ντέιβ Κάουενς, ο οποίος επέστρεψε στην ενεργό δράση, ενώ για δυο χρόνια είχε σταματήσει το μπάσκετ και έκανε τον... ταξιτζή!

Το βράδυ της (επί μακρόν αναμενόμενης και εξόχως κολακευτικής για το ελληνικό μπάσκετ) επιλογής του Γιαννάκη από τους Σέλτικς μας πήρε το ξημέρωμα, διότι το Νο 207 βρισκόταν στην εσχατιά του ντραφτ, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα τα χαμπέρια του Φασούλα έφτασαν πολύ νωρίτερα, καθότι ο (προερχόμενος από τη μονοετή θητεία του στο Νορθ Καρολάινα Στέιτ) «Πάνι» εκτοξεύθηκε στο Νο 37!

Από τότε πέρασαν 27 χρόνια και μπορεί κανείς Ελληνας παίκτης να μην έδρεψε δάφνες στο ΝΒΑ, αλλά στα ξενύχτια του ντραφτ εξακολουθούμε να λέμε ναι!

Πηγή: Goal