Ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος ήταν, ή μάλλον είναι, ο τελευταίος Έλληνας μπασκετμπολίστας. Μη βιάζεστε να με αρπάξετε από τα μούτρα. Δεν εννοώ ότι έρχονται σκοτεινές μέρες. Εννοώ ότι κάποιος έσπασε το καλούπι από το οποίο βγήκε ο Βασιλόπουλος: το καλούπι που έγραφε, στην ούγια, «ελληνική σχολή». Οι προπονητές του τον λάτρεψαν επειδή ήταν πάντοτε παίκτης ομάδας, παίκτης του προπονητή, παίκτης που έβαζε το «εμείς» πάνω από το «εγώ» χωρίς, βεβαίως, να ευνουχίζει την ατομική πρωτοβουλία.

 

Βασικό κι αναντικατάστατο «τριαροτεσσάρι» στη χρυσή φουρνιά των Σχορτσανίτη, Βασιλειάδη, Περπέρογλου, Βουγιούκα, Μαυροκεφαλίδη, Ξανθόπουλου, ήταν, ή μάλλον είναι, ο Διαμαντίδης της γραμμής των φόργουορντ. Έπαιξε άμυνα καλύτερα από κάθε άλλον τα τελευταία 10 χρόνια, έχυσε αμέτρητα λίτρα ιδρώτα, μοίρασε την μπάλα, μάζεψε ριμπάουντ, σούταρε τρίποντα, βούτηξε στο παρκέ για να κυνηγήσει τις αδέσποτες μπάλες, φόρεσε και τίμησε το εθνόσημο, κέρδισε μετάλλια και τρόπαια (με κορωνίδα το ασημένιο του 2006 στο Μουντομπάσκετ της Σαϊτάμα), έγινε ακρογωνιαίος λίθος των ομάδων του, όταν ήταν υγιής.

 

Έπειτα, έζησε μία περιπέτεια από εκείνες που δεν τις εύχεσαι ούτε στον εχθρό σου. Ο εφιάλτης ξεκίνησε με τη δισκοκήλη που τον άφησε έξω από το φάιναλ φορ του Βερολίνου και χειροτέρεψε με ρυθμό καταιγιστικό: εγχείρηση στη μέση το καλοκαίρι του 2010, ολική ρήξη χιαστών τον Φεβρουάριο του 2011, νέο χειρουργείο για να αντιμετωπιστεί μόλυνση στο μόσχευμα ένα μήνα αργότερα, διορθωτική εγχείρηση στο ξεχαρβαλωμένο γόνατο το 2012 στην Αμερική, ένας ακόμη φριχτός τραυματισμός στο ίδιο σημείο τον Νοέμβριο του 2013. Τεσσεράμισι χρόνια στον βρόντο, μία καριέρα κατεστραμμένη, ένα χρυσό συμβόλαιο πεταμένο στα σκουπίδια.

 

Πρωταθλητής Ευρώπης σε ρόλο χειροκροτητή πρόπερσι στην Κωνσταντινούπολη, ο τέως αρχηγός του Ολυμπιακού έμεινε έναν χρόνο άνεργος, ώσπου επέστρεψε αισιόδοξος στα αποδυτήρια και αναζήτησε καταφύγιο στη μακρινή αλλά φιλόξενη Ισπανία. Μίλησε και με τον ΠΑΟΚ, αλλά προτίμησε την ξενιτιά για το νέο του ξεκίνημα, μακριά από τα «πρέπει» και τις συναισθηματικές κορυφώσεις της παλιννόστησης στην ομάδα όπου ανδρώθηκε. Πήγε στην Ισπανία για να δουλέψει απερίσπαστος μακριά από το μικροσκόπιο της κοινής γνώμης.

 

Στη Σαραγόσα, το κορμί του άντεξε μόνο δύο μήνες πριν καταρρεύσει ξανά. Ο «τελευταίος Έλληνας μπασκετμπολίστας» είναι ένας γίγας με πήλινα πόδια. «Η καριέρα του Βασιλόπουλου τελείωσε», βιάστηκαν να γράψουν κάποιοι βιαστικοί. Έχουν τα προγνωστικά με το μέρος τους, αλλά ξεχνούν μία λεπτομέρεια: ο Παναγιώτης είναι μόλις 29 ετών κι έχει στο στήθος του μία καρδιά από λάβα. Το μπάσκετ είναι η ζωή του. Εγώ αρνούμαι να χρησιμοποιήσω παρατατικό, μολονότι στιγμές στιγμές παρασύρομαι και γράφω «ήταν» αντί για «είναι».

 

Εάν βρει το κουράγιο για να δοκιμάσει άλλη μία επιστροφή, θα είναι όχι θαύμα, αλλά δικαίωση. Υπόσχομαι ότι θα τρέξω πρώτος στο γήπεδο για να τον χειροκροτήσω.

Πηγή: SportDay