Και τώρα που άφησε πίσω της το Πάσχα η ελληνική κοινωνία ετοιμάζεται για το Μεγάλο Σάββατο του τελικού του Κυπέλλου, που προηγείται της Κυριακής του Θωμά. Ψυχοσάββατο θα ‘πρεπε να πω. Διότι τρέμει η ψυχή μας.
Ναι, σε μια άλλη χώρα, δηλαδή σε μια Αγγλία, μια Ισπανία, μια Γερμανία, ακόμη και μια Ιταλία το γεγονός θα ήταν χαρμόσυνο για την ποδοσφαιρική κοινωνία, που θα ετοιμαζόταν να βάλει τα καλά της για να πάει και να απολαύσει μια γιορτή. Γιορτή σαν αυτή που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα στη Βαλένθια, εκεί όπου οι οπαδοί των δύο αντιπάλων σουλάτσαραν ανενόχλητοι στους δρόμους γύρω από το “Μεστάγια” πριν από τον τελικό, εκεί όπου οι οπαδοί της Ρεάλ κυκλοφόρησαν και πανηγύρισαν δίχως κανένα φόβο μπροστά στους οπαδούς της Μπαρτσελόνα για την κατάκτηση του κυπέλλου.
Ναι, ξέρω, ωραία όλα αυτά, τα έζησε και η Ελλάδα μέχρι την προ δικτατορίας εποχή, θα αργήσει να τα ξαναζήσει, αμφιβάλουμε όλοι για το αν και το πότε θα τα ξαναζήσει, αλλά ας προσγειωθούμε και ας συγκεντρωθούμε σε αυτό που έχουμε μπροστά μας: στην νεοελληνική εκδοχή του τελικού του ποδοσφαιρικού κυπέλλου.
Μια σειρά από ενδείξεις οδηγούν στην εκτίμηση ότι όσα θα δούμε εντός ΟΑΚΑ, δηλαδή εντός του σταδίου το ερχόμενο Σάββατο θα είναι πιο ασφαλή και πιο πολιτισμένα συγκριτικά με αυτά που αντικρίσαμε την περασμένη εβδομάδα στην Τούμπα. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Στην πραγματικότητα, στη στιγμή που συζητάμε μοιάζει να μην είναι καν η βασική ανησυχία, η ανησυχία σε προτεραιότητα. Διότι αν βάλουμε τις ανησυχίες που πρέπει να έχει η διοίκηση του ποδοσφαίρου και του κράτους σε μια χρονολογική σειρά, θα πρέπει πρώτα να ανησυχούν και να τρέξουν να προλάβουν όσα μπορεί να συμβούν στους δρόμους μακριά από το ΟΑΚΑ από την Πέμπτη και μετά, δηλαδή από τη στιγμή που θα αρχίσουν να φτάνουν στην Αθήνα οι εκδρομείς οπαδοί του ΠΑΟΚ.