Σε μία εποχή που το ποδόσφαιρο στηρίζεται επάνω σε δύο απο τους ισχυρότερους πυλώνες του καπιταλιστικού συστήματος, την αγορά και τη σόου μπίζνες, είναι δεδομένη η προσφορά άφθονων στοιχείων, κυρίως οικονομικών, που επιτρέπουν τις συγκρίσεις. Ειδικά τώρα που η ΟΥΕΦΑ λόγω του financial fair play πραγματοποιεί μία αναλυτική και εκτεταμένη καταγραφή των οικονομικών χαρακτηριστικών όλων των ομάδων που βρίσκονται στη δύναμή της. Η έκθεση benchmarking της ΟΥΕΦΑ, που εκδόθηκε πέρυσι και οι δημογραφικές μελέτες που πραγματοποιεί κάθε χρόνο το ινστιτούτο Ευρωπαίων επαγγελματιών ποδοσφαιριστών σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο της Νοσατέλ, αν μελετηθούν από κοινού δίνουν ενδιαφέρουσα εικόνα.

 

Αυτή την εικόνα μας προσφέρει μία μελέτη τριών ερευνητών, των Poli, Besson και Ravenel που εκπονήθηκε για λογαριασμό του παρατηρητηρίου των Ευρωπαίων επαγγελματιών ποδοσφαιριστών CIES. Από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης, η οποία έχει βασιστεί σε στοιχεία της περιόδου 2011/12 και καλύπτει 473 συλλόγους, 31 πρωταθλήματα και 11.631 ποδοσφαιριστές, προκύπτει ότι με βάση τον μέσο όρο των αμοιβών των ποδοσφαιριστών οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι χωρίζονται σε 4 κατηγορίες.

 

Η πρώτη περιλαμβάνει τους συλλόγους που αγωνίζονται στην κατηγορία των 5 μεγάλων (Αγγλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία) όπου ο μέσος όρος της ετήσιας μισθοδοσίας ξεπερνά τα 35 εκατ. ευρώ. Στη δεύτερη κατηγορία, όπου ο μ.ό. διαμορφώνεται από 10 μέχρι 35 εκατ. περιλαμβάνει τις Ρωσία, Σκωτία Πορτογαλία, Τουρκία, Ολλανδία και Ελλάδα. Οπως πολύ εύκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος, τα δεδομένα ειδικά για τη χώρα μας έχουν μεταβληθεί δραστικά προς τα κάτω.

 

Στην επόμενη κατηγορία βρίσκονται χώρες των οποίων οι ομάδες καταβάλλουν -κατά μ.ό.- από 3 έως 10 εκατ. και περιλαμβάνονται οι Ουκρανία, Ελβετία, Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Νορβηγία, Πολωνία, Σουηδία, Ρουμανία και Ισραήλ. Στην τελευταία κατηγορία βρίσκονται οι χώρες των οποίων οι ομάδες δαπανούν κατά μέσο όρο για μισθούς και συμβόλαια λιγότερα από 3 εκατ. τον χρόνο. Σε αυτή την ομάδα βρίσκονται οι Τσεχία, Κροατία, Σλοβακία, Κύπρος, Λευκορωσία, Βουλγαρία, Σερβία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Φινλανδία.

 

Σε ό,τι αφορά τις ηλικίες των ποδοσφαιριστών των ομάδων, τον υψηλότερο μέσο όρο που διαμορφώνεται στα 26,5 χρόνια έχουν οι πλουσιότερες ομάδες, οι οποίες προτιμούν να επενδύουν στην εμπειρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάτω των 22 ετών είναι μόλις το 16% των ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται στις ομάδες των 5 «μεγάλων». Από τα στοιχεία της μελέτης προκύπτει πως οι φτωχότερες επενδύουν σε νεαρούς και φτηνότερους ποδοσφαιριστές, με στόχο να εξελιχθούν και να τους πουλήσουν, για να έχουν έσοδα.

 

 

 

 

Νέοι και ακαδημίες

 

Σε αντίθεση με τις ομάδες των 5 «μεγάλων» οι ομάδες των φτωχότερων χωρών καταγράφουν ένα ποσοστό 24% από ποδοσφαιριστές κάτω των 22 ετών για τους λόγους που αναφέρθηκαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επενδύουν στις ακαδημίες. Είναι περισσότερο επιλογή ανάγκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Σλοβενία και η Κροατία έχουν στις ομάδες τους μέσο όρο ηλικίας 23,7 και 24,1 αντίστοιχα, γεγονός που τις καθιστά τις νεότερες ομάδες στο δείγμα των 31 πρωταθλημάτων.

 

Εκείνο που δείχνει να είναι κανόνας λέει πως οι πλούσιοι θέλουν παίκτες με εμπειρία, ενώ οι φτωχότεροι δίνουν χρόνο συμμετοχής στους νέους ώστε να εξελιχθούν. Κάτι σαν stage για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. Εχει σημασία για τις πιο φτωχές ομάδες, η δυνατότητά τους -οικονομική- να εκπαιδεύσουν ποδοσφαιριστές. Από τη μελέτη των στοιχείων προκύπτει για παράδειγμα ότι από τις ακαδημίες του Αγιαξ -για τη συγκεκριμένη περίοδο που εξετάστηκε- ξεπήδησαν 69 ποδοσφαιριστές από τους οποίους μόνο οι 16 αγωνίζονται στον ολλανδικό σύλλογο ενώ οι υπόλοιποι σε άλλους ευρωπαϊκούς συλλόγους.

 

Ακολουθεί η Παρτίζαν με 60 ποδοσφαιριστές από τους οποίους μόνο οι 13 παίζουν στον σερβικό σύλλογο, η Χάιντουκ Σπλιτ με 55 ποδοσφαιριστές από τους οποίους στην ομάδα αγωνίζονται μόνο 16 και στην τέταρτη θέση συναντάμε την Μπάρτσα με 53 παίκτες, από τους οποίους οι 17 αγωνίζονται στον καταλανικό σύλλογο. Ενα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο της μελέτης αφορά τον αριθμό των διεθνών ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται στις ομάδες.

 

Ο νόμος Μποσμάν

 

 

Ως φαίνεται -κι όπως ήταν αναμενόμενο- μετά την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου στην υπόθεση Μποσμάν, απελευθερώθηκε η κυκλοφορία των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών. Το ποσοστό των εισαγόμενων ποδοσφαιριστών στους 5 «μεγάλους» ανάμεσα στο 1995 μέχρι το 2012 αυξήθηκε από 19% σε 43%. Είναι χαρακτηριστικό ότι την 1η Οκτωβρίου του 2012 ο μ.ό. των ξένων ποδοσφαιριστών που αγωνίζονταν στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα έφθανε το 36%. Είναι, επίσης, αναμενόμενο ότι οι ομάδες των 5 «μεγάλων» έχουν τον υψηλότερο αριθμό ξένων διεθνών. Θεωρητικά, οι διεθνείς ποδοσφαιριστές μίας χώρας είναι καλύτεροι άρα και ακριβότεροι. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιπες 3 κατηγορίες υστερούν σε ξένους ποδοσφαιριστές. Ειδικά την τελευταία τετραετία η διεθνοποίηση των ομάδων αυξήθηκε σε ποσοστό μέχρι και 34% και μιλάμε για ποδοσφαιριστές που έρχονται εκτός χωρών-μελών της Ε.Ε. Για όσους ενδιαφέρονται η μελέτη βρίσκεται στη διεύθυνση http://footballperspectives.org/demographic-polarisation-european-football.

Πηγή: SportDay