Εκείνο το πρωινό, Τρίτη του Πάσχα ήταν, επικρατούσε ανεξήγητη ένταση στον μαχαλά. Ήταν ίσως η πρώτη φορά όλα αυτά τα χρόνια που είχε μαζευτεί τόσος κόσμος έξω από το γκαράζι του Μαστρομανέλου και το σίγουρο είναι πως δεν είχαν χαλάσει όλα τα αυτοκίνητα για να κάνουν ουρά ποιο να πρωτοφτιάξει ο μάστορας. Άσε που το γκαράζι ήταν κλειστό, με τα βαριά ρολά μανταλωμένα, ενώ πυκνός, μαύρος καπνός έβγαινε από τις χαραμάδες. Τι είχε συμβεί;

Ο Φώτης είχε το μισό ρεπορτάζ. «Χθες βράδυ ο Μαστρομανέλος ήταν σπίτι μας, επειδή γιόρταζε ο πατέρας μου»! Γεγονός. Ήταν μια από τις ελάχιστες φορές σε όλη τη χρονιά που ο Σαυρογιώργης άνοιγε το σπίτι του. Ούτε καν το σπίτι δεν άνοιγε, εδώ που τα λέμε. Την αυλόπορτα άνοιγε και μάζευε εκεί όλους τους φίλους του, όχι για να τους κεράσει, αλλά για να τον κεράσουν! Ο αθεόφοβος είχε καταφέρει να γιορτάζει ...ρεφενέ. Ίδιος ο γιος του! Ο κάθε καλεσμένος έφερνε το κατιτίς του, κρέας, κρασί, γλυκά κι έτσι ο Σαυρογιώργης κέρναγε όλο το μαχαλά, γιατί ήταν τόσο σπάγκος και τόσο αχαΐρευτος, που ούτε στη γιορτή του δεν έβαζε το χέρι στην τσέπη.

Διαβάστε τη συνέχεια στο Gazzetta.gr