Ήταν ο πρώτος γερμανικός τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ, ως μια απόδειξη του γεγονότος ότι αυτή την εποχή, το γερμανικό πρωτάθλημα είναι το καλύτερο της Ευρώπης. Τι σημαίνει, όμως, καλύτερο της Ευρώπης;
Η Μπουντεσλίγκα είναι ένα πρωτάθλημα, στο οποίο ο καθένας μπορεί να κερδίσει τον καθένα. Η φετινή Μπάγερν ήταν λίγο εξωγήινη, αλλά την τελευταία δεκαετία, πήραν το πρωτάθλημα 5-6 διαφορετικές ομάδες. Ο ρυθμός στην Μπουντεσλίγκα είναι τρελός για 90 λεπτά (το είδαμε και στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ), οι ομάδες είναι πολύ αθλητικές, έχουν δουλέψει πάρα πολύ στην τακτική, πλέον υπάρχει πολύ περισσότερο ταλέντο απ΄ ότι στο παρελθόν, ενώ ο βασικός τους προσανατολισμός στον αγωνιστικό χώρο, είναι πως θα πετύχουν γκολ κι όχι πως δεν θα το δεχτούν. Μ΄ αυτό τον προσανατολισμό κατέβηκε και η υποβιβασμένη Φορτούνα Ντίσελντορφ στο Μόναχο να παίξει με την Μπάγερν κι έχασε 3-2 με γκολ στο 90’.
Και φυσικά, σχεδόν όλα τα παιχνίδια της Μπουντεσλίγκα κάθε Σαββατοκύριακο είναι sold out. Είναι το πρωτάθλημα με τον μεγαλύτερο μέσο όρο εισιτηρίων στην Ευρώπη.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα εκκρηκτικό, ελκυστικό μείγμα, που μόνο μέσα στο γήπεδο μπορείς να το ζήσεις στην πραγματική του διάσταση. Το τελευταίο παιχνίδι που είδα δια ζώσης ήταν το Γκλάντμπαχ – Άουγκσμπουργκ, πέρσι τον Απρίλιο. Αδιάφορο βαθμολογικά, με 55.000 κόσμο στις κερκίδες, στο παιχνίδι δεν έγινε ούτε φάση, αλλά φεύγοντας σκεφτόμουν τι ωραία που πέρασα στο γήπεδο!
Όλα αυτά βέβαια δεν έγιναν τυχαία. Έζησα την εξέλιξη της Μπουντεσλίγκα και θυμάμαι ότι όλα άλλαξαν μετά το Μουντιάλ του 1990, που έγινε στην Ιταλία και το κατέκτησε η Γερμανία.
Τα παλιά γήπεδα άρχισαν να δίνουν τη θέση τους σε σύγχρονες αρένες, οι ομάδες άρχισαν να λειτουργούν σαν ανώνυμες εταιρίες παραγωγής αθλητικού θεάματος, αυξήθηκε το ενδιαφέρον του κόσμου και τα γήπεδα άρχισαν να γεμίζουν με καλύτερο κόσμο, με μεγαλύτερο πορτοφόλι, που θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τη βιομηχανία του θεάματος.
Σε αγωνιστικό επίπεδο, οι Γερμανοί φρόντισαν να αναπτύξουν τρομερά τις ακαδημίες τους παράγοντας ασύστολα παίκτες, αλλά και προπονητές. Ο Κλοπ είναι ένα καλό παράδειγμα, αλλά νέοι προπονητές βγαίνουν συνεχώς και υπάρχουν αξιολογότατοι στην Β΄ και στην Γ’ Εθνική, που ξέρουν να δημιουργούν ομάδες.
Στην Γερμανία απαγορεύεται δια νόμου να υπάρχει μεγαλομέτοχος, οι μετοχές είναι διασκορπισμένες, και στη Γερμανία δεν γίνεται να υπάρξει Μάντσεστερ Σίτι. Στη Γερμανία δεν μπορείς να αγοράσεις ομάδα, πρέπει να τη δημιουργήσεις.
Το πως δημιούργησαν, λοιπόν, τις ομάδες που προφανώς θαυμάσατε και παραδεχτήκατε, η Μπάγερν και η Ντόρτμουντ, είναι μια ολόκληρη
επιστήμη.
Στην ενδεκάδα της Μπάγερν ξεκίνησαν τέσσερις παίκτες από τις ακαδημίες της (Αλάμπα, Λαμ, Σβάϊνστάιγκερ, Μίλλερ), στην ενδεκάδα της Ντόρτμουντ τρεις, που αναδείχτηκαν στις δικές της ακαδημίες (Σμέλτσερ, Ρόις, Γκρόσκροϊτς). Αν δεν ήταν τραυματίας, θα ξεκινούσε ο Γκόετσε, ο οποίος γεννήθηκε σ΄ ένα χωριό έξω από το Μόναχο και βρέθηκε στις ακαδημίες της Ντόρτμουντ. Τώρα τον πήρε η Μπάγερν πληρώντας τη ρήτρα των 37.000.000 ευρώ!
Η ενδεκάδα της Μπάγερν είχε μέσο όρο ηλικίας 26,3 χρόνια, η δε ενδεκάδα της Ντόρτμουντ μόλις 25,1 χρόνια και τον μέσο όρο της τον χαλάει ο τερματοφύλακας, Βάϊντενφέλερ, που είναι 32. Στην Μπορούσια ξεκίνησαν στην ενδεκάδα οι Σούμποτιτς (24), Χούμελς (24), Σμέλτσερ (25), Ρόις (23), Γκιουντογκάν (22), Μπέντερ (24), Λεβαντόφσκι (24), Πίσζεκ (27), Μπλαζικόφσκι (27).
Ειδατε πως πίεζε η Ντόρτμουντ την Μπάγερν στο πρώτο ημίχρονο στα 3/4 του γηπέδου; Εσείς θα πείτε το κλασικό “είναι ντοπαρισμένοι”. Εγώ θα πω
πως είναι μια ομάδα, με πιτσιρίκια, που έχουν μεγάλα πνευμόνια.
Η Μπορούσια είναι μια ομάδα, που σφύζει από ενέργεια. Στο Ντόρτμουντ έχει συντελεστεί ένα ποδοσφαιρικό θαύμα, η Μπορούσια έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας (τότε τη βοήθησε με ένα δάνειο και η Μπάγερν!), αλλά μέσα σε λιγότερο από δεκαετία, είναι μια υγιέστατη ομάδα, με προοπτική να μείνει χρόνια σ΄ αυτό το επίπεδο, παίζει κάθε φορά μπροστά σε 82.000 κόσμο κι αυτό που συμβαίνει στο Βεστφάλεν Στάντιον σε κάθε παιχνίδι της, είναι αδύνατο να το καταλάβεις, αν δεν το ζήσεις. Εκπληκτική κατάσταση.
Κοινό σημείο και των δύο ομάδων, ότι την τελευταία πενταετία δεν αγοράζουν παίκτες πάνω από 25 χρονών. Η Μπάγερν έκανε το καλοκαίρι εξαίρεση με τον Μάντζουκτς (26) και το Ντάντε (28), ο οποίος ήταν τεφαρίκι σε τιμή ευκαιρίας (5 εκατομμύρια ευρώ), ενώ η Ντόρτμουντ αγοράζει εδώ και 5-6 χρόνια μόνο παίκτες 20-23 χρονών. Βέβαια οι επιλογές τους περνάνε από κόσκινο πριν γίνουν. Η Μπορούσια δεν ξόδεψε τυχαία 5.000.000 ευρώ για αγοράσει τον Λεβαντόφσκι από την Λεχ Πόζναν στα 20 του χρόνια (σήμερα κοστολογείται πάνω από 25.000.000 ευρώ), ούτε έδωσε τυχαία 5.500.000 ευρώ στη Νυρεμβέργη πριν δύο χρόνια για να αγοράσει τον 20χρονο Γκιουντογκάν, που όπως πάει θα τον πουλήσει κάποια στιγμή με 30.000.000 ευρώ. Ούτε κι η Μπάγερν έδωσε πέρσι τυχαία 12.000.000 ευρώ στη Βασιλεία για τον 20χρονο Σακίρι.
Έτσι, λοιπόν, αυτές οι ομάδες καταφέρνουν να έχουν ανταγωνιστικές -σε υψηλό επίπεδο- ομάδες, με νεαρούς κατά βάση παίκτες, οι οποίοι αφενός έχουν δυνάμεις και πνευμόνια για να παίξουν σε υψηλό τέμπο κι αφετέρου μπορούν σε 2-3 χρόνια να πωληθούν και να φέρουν πίσω υπερδιπλάσια χρήματα απ΄ αυτά που κόστισαν. Επενδύοντας σε τέτοιες ηλικίες, δεν υπάρχει περίπτωση να βαρέσεις κανόνι.
Πέρσι τέτοια εποχή, σε έναν καφέ στη Γερμανία, ήταν στην παρέα κι ένας νεαρός τεχνικός διευθυντής ομάδας Β΄ Εθνικής. Έλεγε ότι δεν είχε πολλά λεφτά για ξόδεμα κι ο στόχος ήταν να φτιάξει σταδιακά μια ομάδα με νεαρούς παίκτες, η οποία σε 2-3 χρόνια θα ανέβει στη Μπουντεσλίγκα. Φέτος, τον στόχο τον πέτυχε, σώθηκε εύκολα, έχει μια ομάδα με πιτσιρίκια και βλέποντας την πορεία της ομάδας του, είναι μέσα στον στόχο του.
Την Τετάρτη, στο Μακεδονία Παλάς στο περιθώριο ενός τουρνουά Σκάκι, ο Ιβάν Σαββίδης μιλούσε για την στρατηγική, που λείπει από τον ΠΑΟΚ.
Το ότι έφτασε η ομάδα του στο σημείο να ψάχνει τέλη Μαίου προπονητή (κι απ΄ ότι φαίνεται, να μην έχει αποφασίσει ούτε καν τι είδους προπονητή ψάχνει) και να μην έχει ακόμη ούτε μία κλεισμένη προσθήκη ποδοσφαιριστή, δείχνει πολύ απλά, ότι από τον ΠΑΟΚ όντως απουσιάζει η στρατηγική και κάθε είδους πλάνο.
Κι όταν κυκλοφορούν ονόματα όπως του Ισπανού Μαρτίνεθ, ο οποίος στα 49 του έχει μια καλή σεζόν με την Λεβάντε, παίζοντας το σύστημα «ταμπούρι στο μισό γήπεδο και μια καλή κόντρα να κλέψουμε το ματς», αναρωτιέσαι πως γίνεται αυτός να χτίσει τον νέο ΠΑΟΚ που θα πάρει το πρωτάθλημα.
Όταν ακούς ότι ο ΠΑΟΚ ενδιαφέρεται για τον 32χρονο Πίτι ή τον 33χρονο Πίντο, αναρωτιέσαι και πάλι αν υπάρχει καθόλου (καθαρό) μυαλό στην Τούμπα. Είναι αστείο στον σημερινό ΠΑΟΚ να ξοδεύονται π.χ. 500.000 ευρώ για παίκτες που κάνουν πρόβα για παλαίμαχοι, αντί για παράδειγμα να ξοδεύεται 1.000.000 ευρώ για έναν 23χρονο.
Στη Γερμανία αν πάει κάποιος τεχνικός διευθυντής να πάρει παίκτη 32-33 χρονών από άλλη χώρα, το πιο πιθανό είναι να απολυθεί. Εδώ ποιος θα πάει να ψάξει παίκτες 22-23 χρονών; Όλοι περιμένουν τις λίστες που θα τους δώσει ο κάθε μάνατζερ, θα κάνουν κι ένα ταξίδι για ξεκάρφωμα, και θα διαλέξουν.
Ο ΠΑΟΚ «κράσαρε» πριν ένα – δύο χρόνια και κόντεψε να διαλυθεί πέρσι, επειδή είχε φτιάξει μια ομάδα με μεγάλους σε ηλικία παίκτες, που
κάποια στιγμή του κόστιζαν ακριβά, δεν μπορούσαν να δώσουν αυτά για τα οποία πληρώνονταν και φυσικά ήταν σε ηλικία που δε θα τους έπαιρνε κανείς.
Τότε δεν είχε κεφάλαια, κι αναγκάζονταν να ψάχνει την ποιότητα που του έλλειπε σε μεγάλες ηλικίες. Πλήρωνε υπεραξίες κι είχε μια ομάδα, που δεν μπορούσε να παίξει σε υψηλό τέμπο, παρά μόνο σε «περπατητό». Ο Γκαρσία ή ο Κοντρέρας στα 25 τους θα ήθελαν 3.000.000 κι όχι 600.000 ευρώ.
Τώρα κεφάλαια υπάρχουν και το θεωρώ αστείο να πάει ο ΠΑΟΚ πάλι σε τέτοιες επιλογές, που δεν θα του δώσουν μεγάλη αγωνιστική προοπτική.
Για να μην τα πολυλογώ περισσότερο, αν ήμουν Σαββίδης, θα πήγαινα να πάρω έναν προπονητή από την Β΄ Γερμανίας (γιατί από την Μπουντεσλίγκα δεν μπορείς να πάρεις), θα έπαιρνα κι έναν Γερμανό τεχνικό διευθυντή, θα του έβαζα δίπλα κι έναν Έλληνα για να τον βοηθάει και θα τους άφηνα να μου φτιάξουν ομάδα.
Το θέμα φυσικά, είναι ποιος θα τους ψάξει αυτούς, για να τους βρει στις 26 Μαίου. Οπότε θα πάμε σε γνωστά μονοπάτια.
Φαύλος κύκλος…
Πηγή: paok24.com