Η Έλενα Φάκου γραφει για την αναζήτηση και το κόστος της αλήθειας.

H Άννα ήταν πολύ όμορφη. Και το ήξερε. Δεν ήταν μόνο όμορφη, ήταν και ξεχωριστή. Ξημερώματα Κυριακής κάπου στα τέλη του '90,  η Άννα χόρευε σε ένα after club της Αθήνας και ξαφνικά μπροστά της είδε ένα ζευγάρι πιασμένο χέρι χέρι. Ο χρόνος εκεί σταμάτησε για την Άννα. Κοίταξε αυτόν και ήξερε ότι το συντομότερο θα είναι δικός της. Κάποιος από την παρέα της χαιρέτησε το άγνωστο αγόρι. Τον γνώριζε. Η Άννα ρώτησε το φίλο της ποιος ήταν ο άγνωστος. Ήταν ο Μάρκος. Ένας φίλος του απ το στρατό. Η Άννα του ζήτησε να τους φέρει σε επαφή. Εκείνος της έδωσε απλά το κινητό του Μάρκου και τίποτε παραπάνω.

Ο Μάρκος ήταν ένα γοητευτικό και σκληρό αγόρι. Και μπλεγμένο με περίεργες οργανώσεις. Είχε μια γκόμενα η οποία ήταν πολύ κολλημένη μαζί του. Η Άννα πήρε τηλέφωνο το Μάρκο και του ζήτησε να της βρεί κάτι. Παράνομο. Ήταν μια πρόφαση για να τον συναντήσει. Εκείνος δεν ήξερε με ποια μιλούσε. Δέχτηκε να τη δεί επειδή χρησιμοποίησε τις συστάσεις του κοινού γνωστού. Και πάλι ο Μάρκος έδειχνε πολύ επιφυλακτικός. Τη νύχτα που ο Μάρκος συνάντησε την Άννα, ξέχασε οποιαδήποτε άλλη. Η πρώην του Μάρκου έκοψε τις φλέβες της. Η Άννα δε νοιάστηκε. Ούτε ο Μάρκος.

Από εκείνη τη νύχτα ο Μάρκος και η Άννα ήταν μαζί. Η Άννα σχεδόν παράτησε το πανεπιστήμιο, ο Μάρκος ήταν μπλεγμένος σε μυστήρια κυκλώματα, και υπ΄ αριθμόν δυο στην ιεραρχία των δικών του. Η Άννα ήταν πρώτη φορά ερωτευμένη. Προσπαθούσε να συμβουλεύει το Μάρκο όσο την έπαιρνε, ο Μάρκος είχε μπέσα, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο και για τους υπόλοιπους και η Άννα φοβόταν για κείνον.  Ετσι πέρασε ένα ξέφρενο καλοκαίρι. Ο Μάρκος κοιμόταν με το όπλο στο κομοδίνο, η Άννα ξεκίνησε τις κακές συνήθειες. Μια μέρα η Άννα ξύπνησε και ο Μάρκος έλειπε. Το κινητό του ήταν κλειστό. Η Άννα έψαξε παντού. Στους γονείς του, στους φίλους τους, σε νοσοκομεία, στους δρόμους και στα στέκια που σύχναζε. Άφαντος.

Οι μέρες πέρασαν και η Άννα δεν απείχε πολύ από την παράνοια. Κάποια στιγμή, κάποιος από το συνάφι του Μάρκου, την ειδοποίησε με ένα τηλεφώνημα λέγοντάς της πώς ο Μάρκος βρίσκεται σε κάποιο νησί. Όχι για δουλειά, αλλά για διασκέδαση, όπως τόνισε. Η Άννα έβαλε λυτούς και δεμένους, έφτασε στα άκρα, έψαξε και κατάφερε να βρεί που ακριβώς ήταν ο Μάρκος. Πήρε το πλοίο κι έφτασε εκεί. Βρήκε το Μάρκο ύστερα από αρκετές ώρες περιμένοντας στην είσοδο του ξενοδοχείου που έμενε. Δε γύρισε μόνος. Η Άννα έκλαιγε, χτυπιόταν, φώναζε και ζητούσε εξηγήσεις. Ο Μάρκος δε μπορούσε να τις δώσει. Έβαλε κάποιον να την απομακρύνει από εκεί. Ήξερε όμως πως και με αλυσίδες να την έδενε εκείνη θα κατάφερνε και πάλι να τον βρεί.

Η Άννα έλαβε στο κινητό της ένα μήνυμα που έλεγε πως ο Μάρκος θα πήγαινε το βράδυ σε ένα μαγαζί για μια δουλειά και μετά θα ερχόταν να τη βρεί. Της είπε να πάει να τον περιμένει σε ένα συγκεκριμένο club και πως μόλις τελείωνε από το άλλο θα πήγαινε κι αυτός. Η Άννα πήγε στο μαγαζί και περίμενε τον Μάρκο. Οι ώρες περνούσαν, όλοι γύρω περνούσαν καλά, η Άννα όχι. Ξημέρωσε. Η Άννα ήταν σίγουρη πως το μαγαζί στο οποίο είχε πάει ο Μάρκος είχε κλείσει. Κι έτσι ήταν. Το διασταύρωσε. Κάθησε για λίγο μόνη λίγο πιο πέρα από τον πολύ κόσμο και είδε στον ουρανό του νησιού ένα ελικόπτερο super puma. Η Άννα ήταν σίγουρη πως το ελικόπτερο ήταν εκεί για το Μάρκο. Και όντως έτσι ήταν.

Ο Μάρκος είχε κρατήσει το λόγο του. Έφυγε από τη Χώρα του νησιού με τη μηχανή να πάει να βρεί την Άννα, αλλά στο δρόμο, έχασε τον έλεγχο κι έπεσε σε ένα γκρεμό. Επειγόντως σηκώθηκε ελικόπτερο για διακομιδή στην Αθήνα, η κατάσταση ηταν κρίσιμη και κινδύνευε να χάσει το πόδι του. Η Άννα δεν πρόλαβε φυσικά να επιβιβαστεί στο ελικόπτερο, ξανά όμως με το πρώτο πλοίο γύρισε στην Αθήνα κι έτρεξε στον Ερυθρό Σταυρό. Ο Μάρκος ήταν στην εντατική. Απ έξω είδε μαζεμένους αρκετούς απ τους «δικούς» του. Είδε και μια άγνωστη. Επικρατούσε μια αμηχανία και μια σύγχυση κανείς δεν ήξερε την κατάσταση του Μάρκου, λόγια πολλά, συναισθήματα ανάμεικτα, κλάματα. Η πόρτα της εντατικής άνοιξε, ο γιατρός κάλεσε κάποιον για να ενημερώσει για την κατάσταση του Μάρκου. Η Άννα πετάχτηκε πάνω και έτρεξε προς το γιατρό. Το ίδιο και η άγνωστη. «Ποια είσαι;» ψέλισσε η Άννα. «Η κοπέλα του Μάρκου» απάντησε εκείνη. Η Άννα λιποθύμησε.

Η Άννα όταν συνήλθε δεν περίμενε καμμία εξήγηση κι από κανέναν. Θυμάται τον εαυτό της να βάζει μπροστά το αυτοκίνητο και να θέλει να ξεχάσει για πάντα το Μάρκο. Δε ρώτησε, δεν έψαξε, δεν προσπάθησε να μάθει. Απλά εξαφανίστηκε. Ακόμη κι όταν ο Μάρκος ανάρρωσε κι έγινε καλά και προσπάθησε να την προσεγγίσει, εκείνη δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ο Μάρκος είχε τα μέσα να τη βρεί έστω και με τη βία. Ήξερε πως η Άννα δε θα του ξαναμιλούσε ποτέ. Πέρασε λίγος καιρός και η Άννα έμαθε από τις ειδήσεις πως ο Μάρκος κρίθηκε προφυλακιστέος. Η Άννα νόμιζε πως ήξερε καλά το Μάρκο. Μέχρι τη μέρα που εξαφανίστηκε. Δεν τον είχε ικανό να κάνει το έγκλημα για το οποίο τον κατηγόρησαν και τον καταδίκασαν. Δεν τον είχε όμως ούτε ικανό να την αφήσει για μια άλλη. Κατάλαβε πως δε μπορούσε να είναι σίγουρη για τίποτα.

Ο Μάρκος πήγε φυλακή. Η Άννα έγινε μια άλλη. Η Άννα δεν έμαθε ποτέ αν ο Μάρκος στ'αλήθεια την απατούσε , ούτε αν έκανε όντως αυτό για το οποίο τον τιμώρησαν. Ο Μάρκος κράτησε τη σιωπή του για όλα. Η Άννα έμαθε πώς να διαχειρίζεται τη σιωπή στη ζωή της. Όσα ακούστηκαν και όσα γράφτηκαν δεν την έπεισαν ποτέ. Έμαθε όμως, πως η αλήθεια δεν υπάρχει ποτέ ολόκληρη,κρατάει πάντα ένα κομμάτι της κρυφό. Και δεν πίστεψε ποτέ και κανέναν και τίποτα ξανά. Η Άννα σήμερα είναι ευτυχισμένη. Ο Μάρκος δεν είναι πια στη φυλακή.