Στις επαγγελματικές ποδοσφαιρικές ομάδες του σήμερα, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, τα ποσά που κάποιος έχει στη διάθεσή του για να δαπανήσει (σε εγκαταστάσεις και ποδοσφαιριστές, κυρίως) πιάνουν τόπο, μόνον όταν γνωρίζει πού και πόσα πρέπει να ξοδέψει για να έχει απόδοση στο μέλλον. Αυτό άλλωστε είναι το ένα από τα δύο σκέλη ενός προϋπολογισμού, οι δαπάνες. Το άλλο, αφορά τα έσοδα.
Ας αφήσουμε την υπόλοιπη ποδοσφαιρική Ευρώπη κι ας μείνουμε στα δικά μας για να δούμε τις αποδόσεις που είχαν οι δαπάνες των ελληνικών ομάδων. Πριν από λίγες μέρες ξαναθυμηθήκαμε πόσα χρήματα έχουν εισπράξει από το Τσάμπιονς Λιγκ οι Ολυμπιακός, ΠΑΟ και ΑΕΚ από το 1992 μέχρι το 2012. Συνολικά και οι τρεις μαζί 276 εκατ. ευρώ, με τους Πειραιώτες -όπως ήταν αναμενόμενο- να έχουν εισπράξει τη μερίδα του λέοντος με 159 εκατ.

Μπορεί κάποιοι να είναι εξοικειωμένοι με τα εκατομμύρια, ο γράφων όμως δεν είναι και το ποσόν των 276 εκατ. είναι τεράστιο, ακόμη και σε βάθος 20ετίας. Κι όμως. Καμία ελληνική ομάδα δεν κατάφερε να φτάσει στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ ακόμη και τις εποχές που ο ανταγωνισμός άφηνε «τρύπες» για την επίτευξη του αδύνατου. Η Μονακό το 2004 είναι ένα καλό παράδειγμα. Αν το Τσάμπιονς Λιγκ είναι δύσκολος στίβος, αποτέλεσμα δεν υπήρχε ούτε στο Γιουρόπα Λιγκ, πρώην ΟΥΕΦΑ που είναι πολύ περισσότερο βατή οργάνωση.

Η σκωτσέζικη Ρέιντζερς βρέθηκε στον τελικό του ΟΥΕΦΑ χωρίς να είναι καλύτερη από τον ΠΑΟ που είχε αντιμετωπίσει νωρίτερα εκείνη τη χρονιά. Οι μεγάλοι ευνοημένοι από τα πριμ της ΟΥΕΦΑ δεν κατάφεραν τίποτε απολύτως στο Τσάμπιονς Λιγκ, αφού εκείνο που τους ενδιέφερε -και ενδιαφέρει- πρωτίστως κι αποκλειστικά ήταν η πρόκριση στους ομίλους για τη διασφάλιση των χρημάτων που δαπανήθηκαν -και δαπανούνται έως τώρα- με στόχο το πρωτάθλημα. Θα πρέπει εδώ να αναφέρω την πρόκριση του ΠΑΟ στους «4» όπου έπεσε πάνω στον Αγιαξ, επίδοση αξιοσημείωτη παρά το γεγονός ότι έγινε στην προ Μποσμάν εποχή, με ευκολότερη μορφή διεξαγωγής της διοργάνωσης, λιγότερα χρήματα και χώρο για την έκπληξη.
Επιστρέφω στον τρόπο που δαπανήθηκαν χωρίς μελέτη και σχέδιο τα χρήματα της ΟΥΕΦΑ, λοιπόν. Εγιναν, μήπως, εγκαταστάσεις που ανήκουν στις ομάδες κι όχι στους ιδιοκτήτες τους; Επενδύσεις, δηλαδή που θα ανέβαζαν και την αξία της ομάδας και θα της επέτρεπαν να ασκήσει οικονομική πολιτική, χωρίς να εξαρτάται από τον κάθε ιδιοκτήτη; Να γίνει, δηλαδή, μία ομάδα-επιχείρηση της οποίας τα μέλη -μετά από εκλογές- θα εξέλεγαν το Δ.Σ. που θα διοικούσε; Οχι βέβαια κι αξίζει να αναρωτηθείτε «γιατί;». Δημιουργήθηκε κάποια ακαδημία παραγωγής ποδοσφαιριστών που στελέχωσαν την ομάδα, περιορίζοντας τις δαπάνες για μεταγραφές και δημιουργώντας μελλοντικές πηγές εσόδων; Ούτε αυτό.

Η «βοήθεια» του κράτους

Ελάχιστα από αυτά τα χρήματα, δαπανήθηκαν σε ποιοτικές μεταγραφές και η συντριπτική τους πλειοψηφία σπαταλήθηκε σε μεταγραφές αεροδρομίου, που ποτέ δεν απογειώθηκαν και σε ηγεμονικά συμβόλαια, που λειτούργησαν σαν διαστημικές μαύρες τρύπες. Ολη η πολιτική δαπανών των ομάδων ήταν στραμμένη στην εσωτερική αγορά, που ακόμη και τις εποχές προ κρίσης δεν μπορούσε να δώσει τα παράλογα έσοδα τα οποία όλοι -κι όχι μόνο οι μεγάλοι- επιδίωκαν. Εβλεπε κάποιος, για παράδειγμα, τη Λάρισα να ξοδεύει 300 χιλιάδες για τον Γέρεμι και καταλάβαινε ότι δεν είχε γίνει καμία έρευνα για τον ποδοσφαιριστή, κανείς προϋπολογισμός, καμία μελέτη για τις επιπτώσεις μίας τέτοιας επένδυσης, σε συνδυασμό και με τα σίγουρα -κι όχι τα πιθανά- έσοδα.

Το αποτέλεσμα όλης αυτής της πραγματικότητας ήταν η ματιά στο εσωτερικό -για «μικρούς» και «μεγάλους»- να μην ευνοεί τη συλλογή βαθμών στην κλίμακα της ΟΥΕΦΑ και έτσι, σε λίγο, ακόμη κι ο πρωταθλητής θα δίνει προκριματικό αγώνα για τους ομίλους με ό,τι αυτό σημαίνει. Φυσικά οι κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια με την ασχετοσύνη και την ανικανότητά τους να εκπονήσουν μία συνολική πολιτική για τον αθλητισμό και το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καθώς και την πελατειακή χρήση του ΟΠΑΠ έκαναν τις ομάδες «πρεζάκια» του κρατικού χρήματος, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πολύ περισσότερο παραγωγικά στον αθλητικό τομέα και για το καλό όλων.
Οταν λοιπόν ήρθε η κρίση, η συντριπτική πλειοψηφία των ομάδων ήταν σαν το σπίτι με άχυρο που έφτιαξε το πρώτο γουρουνάκι, για να αντιμετωπίσει τον λύκο. Με ένα φύσημα θα έπεφτε, πόσω μάλλον με έναν ανεμοστρόβιλο. Αν η κρίση γεννά ευκαιρίες, η ευκαιρία που έχουμε είναι να οργανώσουμε από την αρχή το ελληνικό ποδοσφαιρικό μοντέλο για να έχουμε κάποιες ελπίδες για το μέλλον. Αναρωτιέμαι όμως αν υπάρχει αυτό που λένε «ελπίδα για καλύτερο ποδόσφαιρο», όταν βλέπει κάποιος παράγοντες με το μυαλό τους να φτάνει μέχρι το «σχέδιο» των 14 αγώνων μπαράζ για να κριθεί η άνοδος στη Φούτμπολ Λιγκ (κι επειδή τη γράφουν στην αγγλική γλώσσα, ας κάνουν και μία συνεδρίαση μιλώντας μόνο αγγλικά για να το καλαμπουρίσουμε λίγο και να τιμηθούν οι κασέτες και τα 45άρια εκμάθησης της αγγλικής που είχε κυκλοφορήσει η Linguaphone).
Η λογική «περισσότεροι αγώνες, πιο πολλά λεφτά» είναι για τη Μονόπολη των παιδιών. Ή μάλλον ήταν, αφού τόση αφέλεια δύσκολα συναντάς ακόμη και σε 8χρονα σήμερα, που παίζουν πολύ πιο σύνθετα παιχνίδια. Τα υπόλοιπα, φοβάμαι ότι είναι μία μάλλον δυσάρεστη ιστορία που δεν έχουμε διαβάσει ακόμη.

ΠΗΓΗ: Sportday