Ο νόμος της αγοράς ουδέποτε κάνει διακρίσεις. Τα πάντα έχουν την τιμή τους, όλα κοστολογούνται, δεν υπάρχει τίποτα που να μην αποκτάται και να μην πωλείται. Το χρήμα είναι αυτό που κινεί τα νήματα και οι κατάλληλες συνθήκες, την ώρα και τη στιγμή που ευνοείται από πάσης πλευράς μια συμφωνία αγοραπωλησίας.
Κάπως έτσι προέκυψε και το super deal του Ολυμπιακού με τον Γιάννη Φετφατζίδη. Ο οποίος ήταν ένα από τα ισχυρά περιουσιακά στοιχεία της πειραϊκής ΠΑΕ και αν δεν εμφανίζονταν οι γείτονες με τόσο πολύ «ζεστό» χρήμα να δελεάσουν παίκτη και σύλλογο, δεν είχε κανένα σκοπό ο Ολυμπιακός να τον παραχωρήσει τη συγκεκριμένη στιγμή. Υπολογίζοντας ιδιαίτερα στο μέλλον του, όπως σχεδιάζει άλλωστε και με τους Μήτρογλου, Μανωλά, Σιόβα, για τους οποίους καμία απολύτως πρεμούρα δεν υπήρξε ποτέ να πουληθούν στην τελευταία μεταγραφική περίοδο.
Την περίπτωση Φετφατζίδη – η οποία αποτελεί και αριθμητικό ρεκόρ για «ελληνικό προϊόν» - αναλογικά να τη δει κανείς, ισοδυναμεί με μία από τις κορυφαίες μεταγραφικές κινήσεις του καλοκαιριού στο σύνολο του ευρωπαϊκού χώρου.
Σκεφτείτε ότι η ρήτρα του Φέισα εκτοξεύτηκε από την Μπενφίκα στα 35 εκατομμύρια ευρώ! Ο Γκάρεθ Μπέιλ, που είναι ένας θαυμάσιος ποδοσφαιριστής, αλλά όχι και… Κριστιάνο (του οποίου ξεπέρασε την χρηματική αξία!), πλησίασε τα 100 εκατομμύρια κόστος για την Ρεάλ, σε μια εποχή που η οικονομική ύφεση μαστίζει την Ισπανία.
Για τον Αμπντούν, επίσης, ο Ολυμπιακός έβαλε στο ταμείο του κάπου ένα «μύριο», ενώ για τον Χολέβα οι Τούρκοι δεν ξεπέρασαν το «ψυχολογικό φράγμα» των 2 εκατομμυρίων και ο Τζιμπούρ – εκτός εξαιρετικού απροόπτου – μένει… αμανάτι, παρότι διατεινόταν μια ολόκληρη μεταγραφική περίοδο, ότι… σφαζόταν στην ποδιά του ολάκερη η ποδοσφαιρική υφήλιος!
Υπό τοιαύτες συνθήκες, παραχωρώντας τον Φετφατζίδη οι «ερυθρόλευκοι» θα εισπράξουν γύρω στα 4 εκατομμύρια ευρώ και έχουν και λαμβάνειν άλλο ένα «25αράκι»-ποσοστό μεταπώλησης σε μια τέτοια περίπτωση στο μέλλον, αν και εφόσον προκύψει.
Για τον Έλληνα μεσοεπιθετικό άνοιξαν οι ορίζοντες μιας ασφαλούς – με την απαραίτητη σκληρή δουλειά από πλευράς του και, πάντα, την συμμαχία της τύχης – ευρωπαϊκής σταδιοδρομίας κι όχι οπουδήποτε, στην Ιταλία και το Καμπιονάτο, ένα από τα κορυφαία πρωταθλήματα στον πλανήτη.
Όταν οι 4 προηγούμενες απόπειρές του να φτιάξει το «στέρεο», αναντικατάστατο όνομα στους πρωταθλητές Ελλάδας έπεσαν στο κενό. Εξ’ ου και η σφοδρή επιθυμία του να αλλάξει ρότα, την οποία η πρώην ομάδα του σεβάστηκε δεόντως.
Ε, τι; Στραβοκοιμήθηκαν;
Κακά τα ψέματα, ο Γιαννάκης, ο οποίος αισίως καβατζάρισε τα 23 ζωή να ‘χει και πολύ καλή του τύχη, έχοντας πάψει προ πολλού να λογίζεται ως ταλέντο – παρότι σ’ αυτή εδώ τη χώρα επικρατεί η εσφαλμένη εντύπωση να φτάνει ο άλλος στα 25-26 του και ακόμα να τον αποκαλούμε φέρελπι! – δεν κατόρθωσε να γίνει ποτέ Γιάννης ή Γιάνναρος, επέλεξε την προοπτική της Τζένοα, για να γίνει πια ο Giovanni της, γνωρίζοντας πως με τόσο και τέτοιο «γαλαξία» στο φαληρικό ουρανό, δεν ήταν και δεν θα ήταν, πάλι, για ακόμα μία σεζόν, από τις πρώτες επιλογές της «ερυθρόλευκης» τεχνικής ηγεσίας (άραγε θα δηλωνόταν στο Champions League; Υπάρχουν αμφιβολίες).
Και μη μου πείτε ότι όσοι προπονητές πέρασαν από τον πάγκο του Ολυμπιακού είχαν… προηγούμενα μαζί του; Δεν γίνεται να «στραβοκοιμόταν» ο Βαλβέρδε, ο Ζαρντίμ, ο Μίτσελ και να είχαν ένα τέτοιο διαμάντι στα χέρια τους και να το παρατούσαν αναξιοποίητο στην άκρη! Ο Φετφατζίδης άφησε μια ημιτελή διαδρομή πίσω του, στο Ρέντη, όπως ήταν και οι πλείστες των ενεργειών του στο γήπεδο.
Δεκάδες οι ευκαιρίες που πήρε σ’ αυτά τα χρόνια, ωστόσο δεν κατάφερε να καθιερωθεί. Το γιατί δεν είναι πάντα εξηγήσιμο, 100% τουλάχιστον. Πολλά παίζουν το ρόλο τους σε τέτοια περιστατικά. Λίγο ο ήπιος χαρακτήρας, λίγο το άγχος του να κάνουν αυτά τα παιδιά μέσα στο γήπεδο το κάτι παραπάνω (το περιττό εν τέλει) για να «δειχθούν», σαφώς ίσως και η έλλειψη της κατάλληλης σκληρής δουλειάς και των ψυχικών αποθεμάτων. Λίγο από όλα και όλα μαζί.
Καταλαβαίνω μια μεγάλη μερίδα του κόσμου του Ολυμπιακού για την απώλεια του Γιαννάκη. Δεν ήταν ένας ποδοσφαιριστής που θα έφευγε και θα περνούσε απαρατήρητος. Ζυμωμένος στις ακαδημίες, ξεπεταγμένος από αυτές, βιρτουόζος, παίκτης από εκείνους που οι περίτεχνες ενέργειες με την μπάλα στα πόδια σκορπούν θέαμα, είναι χάρμα οφθαλμών.
Ωστόσο έτσι όπως εξελίχτηκαν τα γεγονότα, τέτοιες χρυσές ευκαιρίες (για ένα αναπληρωματικό μέλος της ομάδας) – πρώτα για τον «Φέτφα» και κατόπιν για τους πρωταθλητές – δεν τις κλοτσάς. Έμελε να γίνει και να είναι όχι το καλό, αλλά η ιδανική εξέλιξη, στο σωστό timing, από όλες τις πλευρές, για όλες τις πλευρές…
«Αλφαδιά» το καρπούζι
Θέλω να επισημάνω όμως και κάτι για τον Μίτσελ, που για να λέμε την πάσα αλήθεια, αρκετά – και αδίκως κιόλας – έχει σφυροκοπηθεί (από κάποιους ανελέητα) μέχρι τώρα. Όταν δεν είναι δυνατό να προκύψουν θαύματα από τη μια στιγμή στην άλλη, ύστερα από ένα ιστορικά παραγωγικό μεταγραφικό καλοκαίρι με 18 νέες προσθήκες, ένα κάρο πρωτοκλασάτους νοματαίους, μια υπέρ-πληρότητα σε όλες τις γραμμές, σε κάθε θέση, με μια εντελώς φρέσκια ομάδα!
Καμία έκπληξη, λοιπόν, δεν μου έκανε η λίστα των «κομμένων» για την UEFA. Και τον παραδέχομαι τον παραδέχομαι τον Ισπανό προπονητή γιατί δεν έχει παιδιά και αποπαίδια. Ευνοημένους και προύχοντες, πληβείους ή πατρίκιοι. «Δικούς του», της διοίκησης, χαϊδεμένους είτε του Ισά είτε του Καρεμπέ. Θα αναφερθώ επί παραδείγματι στον Μιγκέλ Τόρες. Που ήταν προσωπική και επίμονη εισήγηση του Μίτσελ. Και λοιπόν; Δεν είναι “fit”, έμεινε έξω από τον κατάλογο δηλωθέντων.
Ούτε σποράκι δεν έπεσε έξω στη μοιρασιά του καρπουζιού. Ακριβοδίκαιος ο «ερυθρόλευκος» τεχνικός σαν… την τελειότερη Θέμιδα! Και, φυσικά, με γνώμονα το συμφέρον της ομάδας και με την απόλυτη αντίληψη των αναγκών του Champions League. Οι ετοιμοπόλεμοι να καταθέσουν ψυχή, ιδρώτα και αίμα. Να δώσουν παραπάνω από το 100% της αξίας και των δυνατοτήτων τους. Γιατί μόνο έτσι μια ελληνική ομάδα μπορεί να ονειρεύεται ευρωπαϊκή υπέρβαση.