Είναι η ευκαιρία της ζωής του, είναι η χρονιά του. Έχει την καταξίωση, την αναγνώριση, το ψυχολογικό πλεονέκτημα με τη «σιγουράτζα» της κερδισμένης θέσης στην Εθνική και τον Ολυμπιακό.

«Μυρίζει» σαν… λαγωνικό το γκολ, «το έχει» από όπου και όπως κι αν βρεθεί από κάθε σπιθαμή της περιοχής, είναι απρόβλεπτος. Είναι χειμαρρώδης, είναι καταιγιστικός. Τον λένε Κώστα Μήτρογλου ή αλλιώς “killer”. Στυγνό εκτελεστή.

Μόνο αυτός μπορούσε να… ξυπνήσει το Θεό από τον «βαρύ ύπνο» στον οποίο είχε πέσει στο Βαντούζ, την ώρα που η Εθνική καταριόταν την τύχη της και την «από-τέτοια» την μπάλα, που δεν ήθελε με τίποτα να καταλήξει στα δίχτυα.

Ύστερα από έναν ατέλειωτο χορό χαμένων ευκαιριών, κατόπιν ενός δευτέρου ημιχρόνου γεμάτου από καθαρές φάσεις για γκολ, με την (σχεδόν) κάθε ελληνική επιθετική προσπάθεια να προδιαγράφει το… μοιραίο για το Λιχτενστάιν, πάντα οι γηπεδούχοι έβρισκαν τον – συνήθως απίθανο – τρόπο να το αποφεύγουν. Να την… σκαπουλάρουν.

Αυτός ο γκολκίπερ Γιέλε ήταν ο ήρωας, ο ακοίμητος φρουρός της εστίας τους. Έδιωχνε με χέρια, πόδια, κεφάλι, ηθελημένα, ενστικτωδώς, εκούσια, ακούσια τυχαία, παρορμητικά με κάθε σημείο του σώματος, μέχρι και… με τα οπίσθια. Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και… του Μήτρογλου όμως. Ο διεθνής στράικερ βρέθηκε πλειστάκις απέναντι στον ήρωα του Λιχτενστάιν, ώσπου το κανάτι έσπασε μια φορά στη βρύση και η χρυσή νίκη ήρθε για τα ελληνικά χρώματα, χάρη στο «χρυσό παιδί» της γαλανόλευκης. Που, επιτέλους, σε εκείνη τη φάση του 72ου λεπτού, έλυσε το γόρδιο δεσμό, αρπάζοντας από τον Γιέλε την αίγλη της βραδιάς για το πρόσωπο του αγώνα.

Ερχόταν λαχτάρα

Ενός αγώνα που η Ελλάδα, σε συνδυασμό με την απίστευτη «γκαντεμιά» της, έκανε τα αδύνατα δυνατά να «πετάξει» στον κάδο των αχρήστων το δώρο της Σλοβακίας, με την ανέλπιστα ευχάριστη νίκη της στη Ζένιτσα επί της Βοσνίας, η οποία μας έβαλε εκ νέου και πιο «χοντρά» στο κόλπο της απευθείας πρόκρισης για τα τελικά της Βραζιλίας.

Το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα ξόδεψε εντελώς ανούσια ένα ημίχρονο στην… τούρλα της Παρασκευής, έμεινε με παίκτη λιγότερο λόγω της χαζής αποβολής του Χολέβα που έπεσε στην παγίδα του αντιπάλου του και με τον Γιέλε να έχει… κλείσει ερμητικά τις κουρτίνες της εστίας του, τα απλά έγιναν περίπλοκα.

Δεν ήθελε και πολύ να «σκάσει» η λαχτάρα από μια ομάδα πολύ, πολύ «λίγη». Το «τσουρουκάδες» είναι ελάχιστο για να δώσει τη σωστή διάσταση στην ποδοσφαιρική υπόσταση των διεθνών του Λιχτενστάιν. Γιατί απλά, αυτά τα «τυπάκια» δεν έπαιζαν μπάλα. Οτιδήποτε άλλο εκτός από ποδόσφαιρο έπαιζαν. Ξύλο, ναι. Από αυτό έδωσαν. Και μπόλικο. Με κλοτσιές, μπουνιές, σπρωξιές και… κεφαλοκλειδώματα – όπως εκείνο που έκανε έξω φρενών τον Χολέβα και (κακώς επαγγελματικά, δικαιολογημένα ανθρώπινα) αντέδρασε, πληρώνοντας με την κόκκινη κάρτα την έλλειψη συγκράτησης των νεύρων του – πάλευαν να σταματήσουν την Ελλάδα.

Η οποία στο β’ μέρος ξύπνησε από το λήθαργο του πρώτου 45άλεπτου και χτυπούσε σαν… χταπόδι τους οικοδεσπότες της βραδιάς.
Ώσπου είπε τη «μεγάλη κουβέντα» του παιχνιδιού ο Κώστας Μήτρογλου, μέσα σε μια αποθέωση της σπάνιας ικανότητας του να βρίσκει δίχτυα. Ακόμα και σε τέτοιες νύχτες που οι Θεοί κοιμούνται και… οι δαίμονες είναι ξύπνιοι!

Υ.Γ.: Ανάθεμα αν κατάλαβε και ο ίδιος εν τέλει τι πέτυχε για τη συνέχεια της καριέρας του. Για μένα όλο αυτό το κακό ήταν σχεδόν για το τίποτα. Υποτίθεται ότι φεύγεις από τον Ολυμπιακό και την Ελλάδα για να πας κάπου καλύτερα. Κάπου ανώτερα. Κάπου πιο ανταγωνιστικά, πιο προβεβλημένα. Μια Ιταλία, μια Αγγλία – έστω και Championship, σε μια ιστορική ομάδα σαν τη Νότιγχαμ, που μεταγράφηκε ο Αμπντούν - μια Γερμανία, στη Γαλλία που το ‘χει και… απωθημένο από τα ταλαιπωρημένα παιδικά του χρόνια εκεί, ως Αλγερινός γόνος. Αλλά στην Τουρκία και όχι σε μια πρωτοκλασάτη, παραδοσιακή δύναμη, σαν τις Γαλατά, Φενέρ, Μπεσίκτας και μάλιστα ως δανεικός, τρομάρα σου, ρε Τζιμπούρ!

Στο καλό και να μας γράφεις, παλιόπαιδο ατίθασο. Μια για πάντα κιόλας από τον Ιανουάριο.

Υ.Γ.1: Ένας απλός αναγραμματισμός του ΟΥ-ΤΣΕ-ΚΑ, βγάζει από μόνος του, το ανάλογο κράξιμο στον μέσο του ΠΑΟΚ: «Ου, ου, ου ΚΑ-ΤΣΕ». Κι αυτόν και τον Κατίδη με τον αξέχαστο ναζιστικό χαιρετισμό του, θα τους παραδεχόμουνα αν είχαν το θάρρος της γνώμης τους και υποστήριζαν ανοιχτά και ξεκάθαρα τις κινήσεις και τα «πιστεύω» τους.

Ειδάλλως, προσβάλλουν ένα έθνος και ένα λαό ολόκληρο και διαφωνώ κάθετα με τον Σταύρο τον Κόλκα. Δεν είναι δική σας, εσωτερική υπόθεση, συνάδελφε. Είναι όλων των Ελλήνων, είναι ειδικότερα ζήτημα και μάλιστα τεράστιο, του κόσμου του ΠΑΟΚ και μιας πονεμένης ιστορίας που εκφράζει τις χαμένες πατρίδες και τον ταλαιπωρημένο ελληνισμό.

Και μην ακούμε τώρα τα «δεν ξέρω, δεν είδα, απαντώ…μπούρδες» του ποδοσφαιριστή. Ο οποίος το πόσο πονάει, αναγνωρίζει και εκτιμά τούτη τη χώρα που τον μεγάλωσε, τον ανέθρεψε, του έδωσε ψωμί να φάει και τον ανέδειξε ποδοσφαιρικά, το απέδειξε με την επιλογή του να φορέσει τη φανέλα της Εθνικής Αλβανίας. Και εξακολουθεί να μας δείχνει τις πτυχές του χαρακτήρα του, εξάλλου, με το «δρεπανηφόρο» που βγάζει στον αγωνιστικό χώρο και… όποιον πάρει ο Χάρος… «Μπουμπούκι» το παλικαράκι, τι να λέμε τώρα!