Μήπως να τη λένε «αγιάτρευτη Γκαρσία-΄ίτιδα» αυτή την επιδημία από την οποία έχουν ξαπλώνουν τα ανάσκελα (που λένε οι… γραμματιζούμενοι) σαν τα… κοτόπουλα οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟΚ;

Τι «ασθένεια» και τούτη, που έχει καταλάβει ένα μεγάλο αριθμό «κατοίκων» Τούμπας, τείνοντας να ξεπεράσει σε έκταση κρουσμάτων μέχρι και τη γρίπη της εποχής που μαστίζει τον ελληνικό πληθυσμό!

Ίσως βεβαίως να υπάρχει μια εξήγηση για το «νόσημα». Όλα δηλαδή να οφείλονται στη… βαρυχειμωνιά των -14 βαθμών από τα επίπεδα κορυφής του πρωταθλήματος.

Αλλά, μπα, με τόσο «ψόφο» θα ήταν διαφορετικά τα συμπτώματα. Θα είχε πυρετούς, καταρροή, βήχα, αναπνευστικά προβλήματα, μπορεί και ακροαστικά, κλπ. Όλα εκείνα που, τέλος πάντων, υποδηλώνουν βαριά κρυολογήματα. Εδώ το ζήτημα είναι άλλο. Καμία σχέση με συνάχι.

Πιο πολύ κάνει στα μάτια όλων μας για αθεράπευτη μιζέρια, ανίκητα κόμπλεξ, άκρατο φθόνο. «Συμπτώματα» που δεν γιατρεύονται επί της ουσίας, στην πράξη και στην πραγματικότητα, αλλά κουκουλώνονται (;) με λαοπλάνες ενέργειες. Οι οποίες βρίσκουν έκφραση μέσω της εύκολης και δοκιμασμένης λύσης από ανήμπορους καπηλευτές της πραγματικότητας: Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.

Μέσω αυτής κεντρίζεται και το λαϊκό έρεισμα, όπως το γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε, ο πρώτος διδάξας του «ανένδοτου πολέμου» στην «ερυθρόλευκη» κυριαρχία και παντοδυναμία.

Ο μέγας, ο ασύγκριτος, ο αμίμητος λαϊκός ήρωας με το όνομα Πάμπλο Γκαρσία ή «επαναστάτης Ποπολάρος», που ναι μεν μετοίκισε κάποια χιλιόμετρα μακριά, αλλά το στίγμα του δεν βυθίστηκε ποτέ στα Πηγάδια.

Παρέμεινε, ζει και βασιλεύει στο «άντρο» του ΠΑΟΚ. Και κατευθύνει… επαναστατικές συνειδήσεις. Με… γροθιές στη μαρμελάδα!

Τι να… τις κάνουν τόσες κούπες και διακρίσεις;

Άλλοτε είναι παίκτες νεοφερμένοι στη Θεσσαλονίκη, που σαν… ορκισμένοι Μουτζαχεντίν δηλώνουν πίστη στα «ασπρόμαυρα», αποτασσόμενοι το δαφνοστεφανωμένο έφηβο.
Τη μια ο Λούκας, την άλλη ο Νάτχο, αύριο κάποιος άλλος, προσπαθούν – αδυνατεί να γνωρίζει κανείς με πόση επιτυχία ίσως… - να πείσουν ακόμα και τον πιο θερμό υποστηρικτή του ΠΑΟΚ, που βλέπει τα «κόκκινα» λες και είναι ο… Εωσφόρος, ότι εν τέλει, άλλα είναι τα μάτια του λαγού και άλλα της κουκουβάγιας.

Ότι ο δεύτερος – πέρυσι και φέτος 2ος, τέταρτος πιο συχνά, πίσω από ΠΑΟ και ΑΕΚ στα κάπως καλά τους – είναι καλύτερος από τον πρώτο!

Ότι ο άτιτλος είναι προτιμότερος από τον πρωταθλητή και, μάλιστα, από τον ισόβιο πρωταθλητή!

Ότι τα 4 αστέρια στη φανέλα, τα 40+1 πρωταθλήματα και μαζί τους ένα… τριαξονικό φορτωμένο Κύπελλα, δεν μετράνε μία μπροστά στο κύρος των μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού τρόπαια μέσα από το πέρασμα δεκάδων δεκαετιών στο ελληνικό ποδόσφαιρο!

Ότι, επίσης, το Europa League είναι ελκυστικότερο του Champions League και πολλοί ακόμα λόγοι για τους οποίους διάλεξαν ΠΑΟΚ αντί Ολυμπιακού ως επόμενο σταθμό της καριέρας τους!

Ναι, εντάξει, ούτε τους εαυτούς τους δεν πείθουν, όμως η πολυλογία τι κόστος έχει ρε αδελφέ…

Όταν ειδικά συνοδεύεται από μπουρδολογία λαϊκής κατανάλωσης είναι ακόμα πιο φτηνή και «καταπίνεται» και ευκολότερα.

Σαν το μαγικό χάπι κατά της γρίπης (και δεν κάνω διαφήμιση) Cold & Flu, που σε κάνει ακμαίο μέσα σε λίγες ώρες κι από εκεί που ψήνεσαι από τον πυρετό στο κρεβάτι, την άλλη μέρα το πρωί γίνεσαι… Λάζαρος και αναστημένος έχεις πιάσει κιόλας δουλειά μπροστά στον υπολογιστή σου, στο γραφείο!

Ο Γιώργος Τζαβέλας δεν παίρνω και όρκο αν είχε προβεί στα ίδια τα λόγια τα μεγάλα, επανακάμψας στην Ελλάδα το περασμένο καλοκαίρι για λογαριασμό του ΠΑΟΚ.

Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω όχι, δηλαδή, αν μας είχε ρίξει στα μούτρα το διάλεγμα του δικεφάλου από τον αιώνιο πρωταθλητή.

Αποδείχθηκε όμως ότι δεν έχει και πολύ σημασία αυτό, αφού με πρώτη ευκαιρία μιμήθηκε στο ίδιο πνεύμα με τους προαναφερθέντες, τη ζήλεια και το φθόνο που τον έχουν κυριεύσει από το καθεστώς της απόγνωσης, βλέποντας τη βαθμολογική διαφορά των δύο ομάδων να εκτοξεύεται σε… αστρονομικό περιβάλλον.

Κι έτσι, «καταράστηκε» τον Ολυμπιακό, μνημονεύοντας το limit down των «ερυθρολεύκων» στους αριθμούς προσέλευσης κοινού στον τελευταίο αγώνα τους με τον Παναιτωλικό.

Πήξαμε από «παιδιά του λαού»

Κάτι ήθελε να πει τώρα ο «ποιητής». Ένα παλικάρι που ήτανε κάποτε μια χαρούλα άνθρωπος, επαγγελματίας, χωρίς ποτέ να έχει υποπέσει σε προκλήσεις. Σε φτηνές εκδηλώσεις.

Ένας διεθνής παίκτης που από την ημέρα που ξαναγύρισε στο ελληνικό πρωτάθλημα – υποτίθεται «σπουδαγμένος» και μαθημένος αλλιώς στα ευρωπαϊκά γήπεδα – κατάντησε αγνώριστος.

Τον έβλεπα στα γήπεδα να τσαμπουκαλεύεται, να κάνει, να δείχνει, να ράνει, άνευ λόγου και αιτίας, με νευράκια και χτυπήματα κάτω από τη ζώνη (εντάξει, όχι με τίποτα, αυτό δεν γίνεται άλλωστε, σαν εκείνα τα αξέχαστα του Γκαρσία στο Ντιόγο), να παίζει αντιαθλητικά και γενικά να είναι αναίτια προκλητικός και μόνιμα εκνευρισμένος και δεν μπορούσα να το εξηγήσω.

Τώρα όμως εξηγήθηκαν όλα: Η «ατμόσφαιρα Τούμπας»…

Η γκρίνια, αυτή η παθιασμένη, ανίατη αντίσταση στο κατεστημένο των Αθηνών και, πάνω από όλα (μη ξεχνιόμαστε) του Ολυμπιακού, με το συναγωνισμό στο έπακρο για το ποιος θα είναι αυτός που θα βγει πρώτος μπροστά και θα κοντραριστεί με το status του ελληνικού ποδοσφαίρου, προφανώς τον έχει καταλάβει τον άνθρωπο.

Ε, βέβαια. Ο Γκαρσία, σου λένε οι άλλοι παίκτες του ΠΑΟΚ, βγήκε στο… βουνό, έκανε αντίσταση και έγινε λαϊκός ήρωας.

Ο Ουρουγουανός ήταν ο πρώτος διδάξας αυτής της τακτικής και κάπως έτσι ανακηρύχθηκε σε «αντικείμενο λατρείας». Γιατί, λοιπόν, να μη βαδίσουν κι άλλοι στα χνάρια του… Νίκου Ξανθόπουλου, αυτού του αψηλού παιδιού του λαού, ώστε να εξασφαλίσουν μόνιμη θέση στην Τούμπα και τις καρδιές του κόσμου του ΠΑΟΚ;

Κι άσε μωρέ τον Ολυμπιακό να τον καλούν να παίζει μαζί τους κάτι… ομαδούλες, που τις λένε Μίλαν, Ίντερ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μάντσεστερ Σίτι, Ρεάλ, Ρόμα, Λίβερπουλ.

Εμάς τι μας κόφτει αν δεν μας «παίζουν»; Αν δεν μας φωνάζουνε στην παρέα τους; Εμείς έχουμε άλλες κολλεγιές. Συλλόγους με τους οποίους μας πιάσανε… ξαφνικές αγάπες, αλλά είναι της «σειράς μας». Παρέες με τις οποίες ταιριάζουν τα χνώτα μας.

Μ’ αυτές που μπορούμε να μιλάμε για κάρτες, δανεικούς ποδοσφαιριστές, διαιτησίες, Ομοσπονδίες, προστασίες, παρασκήνια, παράγκες, μ’ αυτούς που έχουμε τα ίδια και τα αυτά μίζερα οράματα. Και, κυρίως, μόνο να μιλάμε, να κατηγορούμε, να φανταζόμαστε, να αφορίζουμε, να ευτελίζουμε.

Εντάξει! Αυτός, σου λέει, είναι ο κόσμος τους. Ο μικρόκοσμος τους.

Τι δουλειά να ‘χουν με τα διεθνή μεγαλεία του Ολυμπιακού;