Ακόμα όμως και αυτός ο τόσο ταλαντούχος ποδοσφαιριστής, χρειάστηκε και άλλα πράγματα πέρα από αυτά τα χαρακτηριστικά. Για την μέχρι τώρα πορεία του πάντως θα πρέπει να ευχαριστεί κατά βάση δυο ανθρώπους. Αρχικά, τον Ζαν Μαρκ Γκιλού, έναν προπονητή που έχει εξαιρετικές σχέσεις με τον Αρσέν Βενγκέρ. Ο συγκεκριμένος Γάλλος έφερε τον Γιάγια στην Ευρώπη από το Αμπιτζάν της Ακτής Ελεφαντοστού. «Είναι τεράστια απόλαυση να ξέρω πως έπαιξα και εγώ τον δικό μου ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη του Γιάγια. Μόλις τον είδα στην ηλικία των 12, κατάλαβα πως είχε τεράστια προοπτική».
Ο Ντμίτρι Σέλουκ
Ο δεύτερος άνθρωπος που στιγμάτισε την καριέρα του Τουρέ είναι ο γνωστός ατζέντης Ντμίτρι Σέλουκ. Ο τελευταίος ξεχωρίζει την θέση του από τους υπόλοιπους συναδέλφους του καθώς όπως ο ίδιος λέει «αγαπώ τους παίκτες μου περισσότερο από ότι αγαπώ τα λεφτά». Ο Ουκρανός μάνατζερ έστειλε τον Τουρέ σε διάφορες ομάδες και οι εξαιρετικές τους σχέσεις επιβεβαιώνονται από το γεγονός πως ο Τουρέ έδωσε το όνομα Ντμίτρι στο δεύτερο παιδί του. Χάρη στον Σέλουκ, ο Τουρέ γύρισε πολλές χώρες μέχρι να αγωνιστεί με τα χρώματα των μπλαουγκράνα και μετέπειτα των πολιτών. Ελλάδα, Ουκρανία, Γαλλία και μετά Ισπανία και Αγγλία. Τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί βέβαια αν ο Γκιλού δεν τον είχε ανακαλύψει στην ASEC του Αμπιτζάν.
Και από την Ακτή Ελεφαντοστού στο Βέλγιο και το πείραμα του Γκιλού στην Μπέβερεν. Μία ομάδα που το 2001 ενέταξε στο ενεργητικό της 24 (!) Ιβοριανούς παίκτες που έκαναν το πρώτο βήμα στην καριέρα τους στην Ευρώπη. Η ομάδα δεν κατάφερε να πετύχει πολλά, ούτε φυσικά και το συγκεκριμένο εγχείρημα είχε αποτελέσματα καθώς η Μπέβερεν τώρα πια δεν υφίσταται.
Παρόλα αυτά ο Τουρέ στο Βέλγιο δούλεψε πολύ την φυσική του κατάσταση. Όταν τον πρωτοείδαν στον εκεί, θεώρησαν πως δύσκολα μπορεί να κάνει καριέρα γιατί ενώ ήταν αρκετά ψηλός, δεν είχε δυνατούς μυς ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει. Όμως ο Γιάγια δεν το έβαλε κάτω. Όπως δηλώνουν κάποιοι πρώην προπονητές του στην Μπέβερεν, ο Γιάγια δεν ήταν σαν τους άλλους παίκτες. Γυμνάζονταν έξτρα ώρες στο γυμναστήριο για να βελτιώσει την φυσική του κατάσταση και όταν ερχόντουσαν τα χρήματα των πρώτων μισθών, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έβγαιναν να πιουν μπύρες, ο ίδιος κάθονταν στο σπίτι του προσπαθώντας να συγκεντρωθεί για το επόμενο παιχνίδι. Ήταν μάλιστα και λίγο ντροπαλός, οπότε τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα για τον αυτόν. Δουλειά και πάλι δουλειά με απώτερο σκοπό την εκπλήρωση του ονείρου να αγωνιστεί σε ένα πραγματικά μεγάλο κλαμπ.
Αυτό το κλαμπ θα μπορούσε πολύ εύκολα να ήταν η Άρσεναλ. Ο νεαρός τότε Τουρέ δοκιμάστηκε σε ένα φιλικό με αντίπαλο την Μπαρνέτ αγωνιζόμενος με τα χρώματα της Άρσεναλ το 2003, όμως κάποια νομικά κωλύματα (αυστηροί Βρετανικοί νόμοι για παίκτες δίχως Ευρωπαϊκό διαβατήριο) δεν τον άφησαν να παίξει στην ίδια ομάδα με τον αδερφό του. Και αντί να καταλήξει σε μία εκ των Άντερλεχτ ή Μπρίζ στο Βέλγιο, πέταξε για Ντόνετσκ.
Ο Τουρέ στον Ολυμπιακό
Μετά από 18 μήνες δύσκολης ζωής λόγω κλίματος ο Γιάγια ήρθε στην αγαπημένη του Ελλάδα και τον Ολυμπιακό. Οι μήνες στην Ουκρανία τον έκαναν πιο δυνατό και καλύτερο επαγγελματία αφού κατάλαβε πως το ποδόσφαιρο είναι επάγγελμα, όμως την Ελλάδα την λάτρεψε. Παίζοντας υπό τις οδηγίες του Σόλιντ που τον ήξερε από την περίοδο που διετέλεσε προπονητής στην Μπρίζ αλλά και η συνεργασία του με τον μεγάλο Ρίμπο, έφερε στο λιμάνι του Πειραιά το ντάμπλ. Όμως όπως και ο ίδιος ο Σόλιντ παραδέχεται:
«Μπορεί ο Ολυμπιακός να είναι ένα τεράστιο σωματείο, όμως όλοι ξέραμε πως ήμασταν απλά ένα ακόμα σκαλοπάτι για τον Γιάγια».
Με την εμπειρία του Τσάμπιονς Λιγκ και τους πρώτους τίτλους της καριέρας του, ταξίδεψε για το Μονακό.
Τα λόγια του διάσημου ατζέντη του Τουρέ είναι πολύ ενδιαφέροντα όταν αναφέρεται στην δουλειά του.
«Υπάρχει ένας λόγος που όλοι με εμπιστεύονται και οι ομάδες με ακούν όταν τους προτείνω ένα παίκτη. Στον Ολυμπιακό πρότεινα τον Γιάγια και σε ένα χρόνο τον πούλησαν στην διπλάσια τιμή από αυτήν που τον αγόρασαν. Το ίδιο συνέβη και με την Μονακό. Όταν μάλιστα υπογράψαμε τα συμβόλαια της μεταγραφής του Τουρέ στην Μέταλιστ, βρισκόμασταν στην Βαρκελώνη. Και αυτό που του είπα ήταν πως κάποτε θα παίζεις για την Μπαρτσελόνα».
Και πραγματικά έτσι έγινε. Στην Βαρκελώνη κατάφερε να κερδίσει δυο πρωταθλήματα Ισπανίας αλλά και ένα Τσάμπιονς Λιγκ όμως ο μικρός χρόνος συμμετοχής που του έδινε ο Πεπ Γκουαρδιόλα δεν τον ικανοποιούσε. Στον τελικό απέναντι στην Γιουνάιτεντ μάλιστα αγωνίστηκε ως στόπερ, θέση η οποία δεν άρεσε στον ίδιο. Και για αυτό αποφάσισε, πάντα σε συνεργασία με τον Σέλουκ, να μετακομίσει στο Μάντσεστερ και την Σίτυ όπου μέχρι στιγμής έχει πανηγυρίσει ένα πρωτάθλημα και ένα Κύπελλο Αγγλίας. Το παιχνίδι του έχει αλλάξει και από αμυντικός μέσος έχει εξελιχθεί σε έναν all around κεντρικό χαφ. Αυτό που σίγουρα, πάντως, κάνει τον Τουρέ να ξεχωρίζει είναι η δίψα του για εξέλιξη και η βελτίωση του, χρόνο με τον χρόνο. Φέτος έβαλε στο ρεπερτόριο του τις απευθείας εκτελέσεις φάουλ (και πριν το είχε, όμως φέτος το έχει βελτιώσει κατά πολύ). Απομένει να δούμε που θα φτάσει αυτή η εξέλιξή του βαδίζοντας πια στα 30.
Πηγή: bbc.co.uk