Στο μη βίαιο κίνημά μας, γίναμε δεξιοτέχνες στον αφοπλισμό της αστυνομίας. Δεν ξέρουν τι να μας κάνουν. Τους έχω δει πολλές φορές… Στεκόμασταν μπροστά στους σκύλους τραγουδώντας. Μετά, ο Κόνορ έλεγε να ανοίξουν τις μάνικες, μα ήταν ανίδεος. Γνώριζε ένα μόνο είδος φυσικής άσχετο με την «υπερβατική» φυσική που γνωρίζαμε εμείς ότι, δηλαδή, υπάρχει μια φωτιά που το νερό δεν μπορεί να σβήσει!

Στεκόμασταν μπροστά στις μάνικες και τις κοιτάζαμε. Και τραγουδούσαμε τον ύμνο «Νιώθω αέρα λευτεριάς». Μετά, μας πετούσαν στις κλούβες κι εμείς τραγουδούσαμε…

Κάθε τόσο μπαίναμε στη φυλακή, κι οι δεσμοφύλακες μας κοίταζαν απ” το παράθυρο, συγκινημένοι απ” τις προσευχές μας από τα λόγια και τους ύμνους μας. Τώρα, καθώς προχωρώ προς το τέλος, θέλω να σας πω ότι πρέπει να αφοσιωθούμε ολόψυχα σ” αυτό τον αγώνα. Το πιο τραγικό απ” όλα θα ήταν να σταματήσουμε εδώ, στο Μέμφις. Πρέπει να ολοκληρώσουμε τον αγώνα. Κι όταν κάνουμε την πορεία μας πρέπει να είστε εκεί, κι ας λείψετε απ” τη δουλειά ή το σχολείο σας. Να νοιάζεστε τα αδέρφια σας. Εσείς μπορεί να μην απεργείτε. Μα ή όλοι μαζί θα νικήσουμε, ή όλοι μαζί θα ηττηθούμε. Ας αναπτύξουμε ένα είδος επικίνδυνης ανιδιοτέλειας».

Μία ημέρα μετά από αυτόν τον υπέροχο λόγο, που έμεινε γνωστός ως «η κορυφή του όρους», ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, έπεσε νεκρός από σφαίρα στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου του στο Μέμφις του Τενεσσί, στις 4 Απριλίου 1968.

Εκείνος ήταν η έμπνευση στον αγώνα των Αφροαμερικανών, ηγήθηκε ενός δίκαιου αγώνα υποστηρίζοντας το αυτονόητο: την ελευθερία του ανθρώπου ανεξάρτητα από την φυλή και το χρώμα του. Μέσα σε ένα ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον, δεν έπαψε στιγμή να αγωνίζεται, δεν πτοήθηκε ποτέ από τις απειλές που δεχόταν.

Ειρηνικά; Όχι. Κανένας αγώνας τέτοιου τύπου δεν μπορεί να δοθεί ειρηνικά.

Η βία που εξαντλούσαν οι τότε προύχοντες και μεγαλοαστοί των ΗΠΑ κατά των έγχρωμων δεν θα μπορούσε να παταχθεί μόνο με συναντήσεις, διάλογο και ομιλίες. Η αντίσταση των υποδουλωμένων και καταπιεσμένων, δεν δύναται να γίνει ειρηνικά και αναίμακτα.

Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ήταν ένας μέγας ειρηνιστής που στην εποχή του θεωρήθηκε «τρομοκράτης» (σ.σ ο Τύπος της εποχής τον κατηγορούσε ευθέως για υποκινητή ένοπλων εξεγέρσεων και τον χαρακτήριζε ως τον «μεγαλύτερο προαγωγό βίας στην χώρα»)! Ηταν ο «υπ’ αριθμόν ένα» στόχος για τη CIA και το FBI επί σειρά ετών.

Όχι γιατί ο ίδιος χρησιμοποίησε όπλα, αλλά γιατί η έντονη δράση του είχε ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση των ως τότε καταπιεσμένων και το ξέσπασμα πολλών βίαιων εν τέλει συγκρούσεων, που φυσικά θα ήταν αδύνατον ν’ αποφευχθούν. Συγκρούσεις, όμως, που είχαν στόχο την αποκατάσταση του δίκαιου, της ελευθερίας, της προσωπικής ανεξαρτησίας, του σεβασμού στην ανθρώπινη οντότητα.

«Κάποιοι ανέφεραν ότι έγιναν απειλές κατά της ζωής μου, δηλαδή τι θα μου έκαναν κάποιοι άρρωστοι λευκοί αδερφοί μας. Δεν ξέρω τι θα συμβεί τώρα. Έχουμε δύσκολο δρόμο μπροστά μας. Όμως δεν έχει καμία σημασία, διότι έφτασα στην κορυφή του όρους. Και δεν με νοιάζει! Όπως όλοι μας, θα ήθελα να ζήσω πολύ. Καλή η μακροβιότητα, μα δεν με απασχολεί τώρα. Θέλω να κάνω το θέλημά Του. Με άφησε να ανεβώ στο όρος…» ήταν τα τελευταία λόγια του, στην ομιλία της 3ης Απριλίου. Προφητικά; Μπορεί. Το σίγουρο ήταν ότι είχε δίκιο. Είχε ανεβεί στην κορυφή του όρους!

ΥΓ: Την ίδια μέρα, εδώ στη μικρή Ελλάδα, μια μικρή ομάδα, η ΑΕΚ έφτανε κι αυτή «στην κορυφή του όρους» όταν κατακτούσε το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης στο μπάσκετ, απέναντι στην παντοδύναμη Σλάβια Πράγας, μπροστά σε 100.000 κόσμο που είχε συγκεντρωθεί στο Παναθηναϊκό Στάδιο.

Όποιος νομίζει ότι εκείνη η ΑΕΚ ήταν μία ομάδα – φωτοβολίδα που έσκασε μέσα στο «σκοτάδι» της επταετίας για να εξυπηρετήσει άλλους σκοπούς, προφανώς δεν γνωρίζει τίποτα από αθλητισμό, προφανώς δεν γνωρίζει την πορεία εκείνης της ομάδας, προφανώς δεν γνωρίζει τα ακριβή γεγονότα της εποχής και προφανώς δεν αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα που έχει ο αθλητισμός και τα προσόντα που χρειάζεται να αποκτήσεις με κόπο για να διακριθείς μέσα σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Η ΑΕΚ λοιπόν εκείνης της εποχής, πρωταγωνιστούσε εντός κι εκτός συνόρων, από το 1966, χρονιά που έλαβε μέρος στο φάιναλ φορ του (τοτε) Κυπέλλου πρωταθλητριών, το οποίο δεν κατέκτησε, για να κατακτήσει δύο χρόνια μετά το Κύπελλο Κυπελλούχων, μέσα σε ένα φλεγόμενο Καλλιμάρμαρο, όχι γιατί «εξαγόρασε» το να παίξει εντός έδρας, αλλά γιατί η FIBA εκείνη την εποχή επέλεγε ως έδρα το γήπεδο μιας εκ των φιναλίστ.

Η ΑΕΚ εκείνης της εποχής έκανε κι εκείνη την «μικρή» επανάστασή της…