Τάκης Τσιρτσώνης...
Σε κάθε περίπτωση όμως το κυρίαρχο στοιχείο στα μυαλά των πάντων ήταν η αγωνία για τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, που μοιάζουν πιο ρευστές από ποτέ. Μόνο στο (επίσημο) στοίχημα δεν μπήκαν...
Δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι υπάρχει παιδί –ακόμα και στη Δραπετσώνα ή τα Καμίνια– που να έχει στο δωμάτιό του αφίσα του Φουστέρ ή ακόμα και του αδιαμφισβήτητου μπαλαδόρου Ιμπαγάσα. Οσο καλός παίκτης κι αν είναι αντίστοιχα ο Μαλεζάς, ο Βάργκας ή ο Σκόνδρας, δύσκολα θα ακούσει το όνομά του από την εξέδρα. Καλώς ή κακώς –καλώς για όσους αγαπούν το όμορφο ποδόσφαιρο, ανεξάρτητα από τις συλλογικές τους προτιμήσεις– ο Παναθηναϊκός μοιάζει αυτή τη στιγμή να διαθέτει όχι απλώς έναν εξαιρετικό παίκτη, ο οποίος καταρρίπτει από την αρχή της σεζόν το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο, μα κι έναν αυθεντικό, απόλυτο σταρ. Εναν ποδοσφαιριστή, δίπλα στον οποίον κάθε πιτσιρίκι θέλει να φωτογραφηθεί, έναν σόουμαν που σε προκαλεί να… τραγουδήσεις το γνωστό ρυθμικό σύνθημα κάθε φορά που παίρνει την μπάλα στα πόδια και αρχίζει να… της μιλάει.
Το star quality δεν είναι μοναχά ζήτημα ποδοσφαιρικής αξίας και προσφοράς στην ομάδα. Ούτε καν απόδοσης μια συγκεκριμένη ημέρα. Μοιάζει να περιβάλλει σαν φωτοστέφανο εκείνον που το κουβαλά και το διαθέτουν παίκτες εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους – ο Πάμπλο Γκαρσία, ο Μήτρογλου, ο Τζιμπούρ, ο Εστογιανόφ… Το κοινό τους στοιχείο; Ξυπνούν συναισθήματα με τις ποδοσφαιρικές τους παραστάσεις, γίνονται role models, παραδείγματα προς μίμηση ή αποφυγή. Μπορεί να τους αγαπάς ή να τους μισείς, μα δεν μπορείς επ’ ουδενί να τους αγνοήσεις.
Το ευτύχημα για τον Παναθηναϊκό είναι πως ο εν λόγω σταρ μοιάζει να νοιάζεται πολύ λιγότερο απ’ όσο οι σταρ συνηθίζουν για την προσωπική του προβολή. Και να υποτάσσει –με τον τρόπο που κάθε προπονητής και οπαδός ονειρεύεται– το εγώ του στο εμείς, οδηγώντας την ομάδα του από (χορταστική) τριάρα σε τριάρα. Χθες ο Παναθηναϊκός ήταν –πέρα από οτιδήποτε άλλο– αφοπλιστικά αποτελεσματικός. Στοιχείο που τον χαρακτήριζε και στην Τούμπα (όπου πέτυχε 3 γκολ σε πέντε τελικές προσπάθειες) και που –στο βαθμό που το διατηρήσει– θα του φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο στη… μητέρα των μαχών, στο Καραϊσκάκη σε 12 βράδια.
Η ΑΕΚ από τη δική της πλευρά προσπάθησε να υποκαταστήσει το έλλειμμα ποιότητας επιστρατεύοντας τη δύναμη (σε αρκετές περιπτώσεις παρακάνοντάς το). Μολονότι πέτυχε δύο όμορφα γκολ και είχε δύο δοκάρια, δεν εξέπεμπε σε κανένα σημείο του ματς την αίσθηση ότι θα μπορούσε να διεκδικήσει κάτι παραπάνω από μια ήττα με το κεφάλι ψηλά (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα).
Κοινός παρονομαστής για τα πέντε από τα έξι ματς της αγωνιστικής υπήρξε το άγχος. Περίσσεψε στο «Βικελίδης», παρότι μέχρι να βγει ο Ιμπαγάσα από το γήπεδο, στην πραγματικότητα υπήρχε μία μόνο ομάδα σ’ αυτό, στα Πηγάδια, με την Κέρκυρα να θέλει αλλά να μην αποδεικνύει ότι μπορεί, στην Τρίπολη –όπου ο ΠΑΟΚ συνέχισε τις εντός Ελλάδος γκέλες του σε ένα ματς με εντυπωσιακό ρυθμό και πολλές φάσεις– στο κλασικά «φοβάται ο Γιάννης το θεριό κ.λπ.» 0-0 του Παγκρήτιου.
Μόνο στη Νέα Σμύρνη, ο ΟΦΗ του Αναστόπουλου –που διαθέτει μερικούς αληθινά ποιοτικούς παίκτες σαν τους διεθνείς Μάντζιο, Ταυλαρίδη και Σίσιτς, ικανούς να κάνουν τη διαφορά μεταξύ των ομάδων της δεύτερης ταχύτητας– έμοιαζε να είναι πιο άνετος απ’ όσο και ο πιο πιστός θαυμαστής του θα φανταζόταν προτού αρχίσει το ματς (υποπτεύομαι όμως ότι το σημαντικότερο μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό το έχει ο Πανιώνιος – που, αν δεν προσέξει, φοβάμαι ότι θα μπλέξει).
Να ομολογήσω πάντως την αμαρτία μου, καθώς φτάσαμε αισίως στο τέλος της… φάσης των 14 (από την επόμενη αγωνιστική μπαίνουν στην κούρσα η Δόξα και ο Λεβαδειακός): έχω την εντύπωση πως βλέπουμε καλύτερο πρωτάθλημα απ’ όσο όλοι μας περιμέναμε
Εθνική φιλική ημιανάπαυση αυτή την εβδομάδα. Ευκαιρία για τον Σάντος να κάνει τις δικές του δοκιμές κόντρα στη Ρουμανία (η επιστροφή Μήτρογλου και Θεοδωρίδη αλλά και η κλήση Καπίνο, Γιαννούλη, Χολέμπας δείχνουν πως ο κόουτς αν μη τι άλλο δεν… χάνει φάση) και για όλους εμάς τους μη πρωθυπουργίσιμους να κάτσουμε χαλαρά στον καναπέ μας και να δούμε το επόμενο επεισόδιο του «Ποιος θέλει να γίνει πρωθυπουργός».
Πηγή: Εξέδρα