Η ιστορία του Αυτοκράτορα που εξάπλωσε την επιρροή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ευαγγελία Κ. Λάππα
14 Δεκεμβρίου 2023
«Ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος θεωρείται ο «Πρώτος Μακεδονομάχος», αφού είναι ο πρώτος που διέσωσε την Ελληνικότητα της Μακεδονίας από την βουλγαροσλαβική απειλή»
Μάνος Ν. Χατζηδάκης, Ιστορικός Ερευνητής- Συγγραφέας
Ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Β΄, ο επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, γεννήθηκε το 958 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορος της Ρωμανίας Ρωμανού Β΄[1] και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς[2]. Ο πατέρας του απεβίωσε στις 15 Μαρτίου 963 και εκείνος εστέφθη Συναυτοκράτωρ μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, τον Κωνσταντίνο. Λόγω του γεγονότος ότι ήτο ακόμη ανήλικος, επιτροπεύθηκε από τον Νικηφόρο Φωκά[3] και μετά τον θάνατο του τελευταίου, από τον Ιωάννη Τσιμισκή[4].
Το 976, σε ηλικία 18 ετών, ανέλαβε την διακυβέρνηση της Ρωμανίας, επισκιαζόμενος, όμως, από τον ευνούχο Βασίλειο Λακαπηνό[5], ο οποίος ασκούσε –ουσιαστικώς– την διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο νεαρός Αυτοκράτωρ είχε ως νέος άσωτη ζωή, καθώς «άλλο δεν τον απασχολούσε παρά ο έρωτας και τα συμπόσια» [6].
Η απόφαση του Λακαπηνού να μεταθέσει τον επιφανή στρατηγό Βάρδα Σκληρό[7] από το Θέμα[8] Αρμενιακών στην Μεσοποταμία, εστάθη αφορμή εξεγέρσεως του τελευταίου. Το καλοκαίρι του 976, τα στρατεύματα της Ανατολής ανεκήρυξαν τον Βάρδα Σκληρό ως «Αυτοκράτορα»[9]. Στις αρχές του 978, ο Βάρδας Σκληρός έχοντας νικήσει όλους τους στρατηγούς που εστάλησαν εναντίον του, πλησίασε την πρωτεύουσα[10]. Τότε, ο ευνούχος Βασίλειος εστράφη στον Βάρδα Φωκά[11], στον οποίο ανέθεσε την συντριβή της ανταρσίας[12]. Τον Μάιο του 979, ο Φωκάς ενίκησε οριστικώς τον Σκληρό, ο οποίος κατέφυγε στην αυλή του Άραβος Χαλίφη της Βαγδάτης[13].
Με την εξέγερση του Σκληρού, βρήκε ευκαιρία ο ηγεμών των Βουλγάρων[14], Σαμουήλ[15], μαζί με τους αδελφούς του Δαυίδ[16], Μωυσή και Ααρών[17], να αναπτύξει βουλγαρικό κίνημα, με κέντρο την Πρέσπα, ελέγχοντας την βορειοανατολική Μυσία. Ο Λακαπηνός, εντέχνως, άφησε τον πρώην Βούλγαρο βασιλέα Βόγορι Β΄ και τον ευνούχο αδελφό του Ρομάν[18] να διαφύγουν, ώστε να διχάσουν το βουλγαρικό κίνημα. Ο πρώτος σκοτώθηκε, ενώ τον δεύτερο τον προσεταιρίσθηκε ο Σαμουήλ και τον ανεκήρυξε «Τσάρο». Ο ίδιος διετήρησε την Αρχιστρατηγία και επετέθη διαδοχικώς στις Σέρρες[19], στην Θεσσαλονίκη, στην Θεσσαλία, στην Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο.
Μετά την καταστολή της στάσεως του Σκληρού, ο Βασίλειος Λακαπηνός, αισθανόμενος τα εχθρικά αισθήματα του Βασιλείου Β΄ εναντίον του, άρχισε να συνωμοτεί με τον Βάρδα Φωκά[20]. Το 985, η συνωμοσία απεκαλύφθη και ο Βασίλειος Β΄, παίρνοντας την εξουσία δικαιωματικώς στα χέρια του, εξόρισε τον Λακαπηνό και δήμευσε την περιουσία του[21].
Το 986, ο Σαμουήλ κατέλαβε την Λάρισα, της οποίας αιχμαλώτισε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και μετέφερε τα λείψανα του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα[22]. Το ίδιο έτος, ο Βασίλειος Β΄, αποφασισμένος να πολεμήσει τον Σαμουήλ, ηγήθηκε εκστρατείας περίπου 30.000 ανδρών. Αφήνοντας τον Λέοντα Μελισσηνό με φρουρά στην Φιλιππούπολη να φυλάει τα νώτα του, εστράφη προς την Τριαδίτσα[23] αλλά απέτυχε να την απελευθερώσει. Μάλιστα, ο στρατηγός του ο Κοντοστέφανος, εξυπηρετώντας τους σφετεριστές του θρόνου, είπε στον Βασίλειο ότι δήθεν ο Λέων Μελισσηνός είχε λιποτακτήσει, παρασύροντάς τον, έτσι, σε παγίδα των Βουλγάρων, με αποτέλεσμα να ηττηθεί στις 16 Αυγούστου 986. Ο Αυτοκράτωρ σώθηκε, την τελευταία στιγμή, χάρη στην βοήθεια των πιστών στρατηγών του, Νικηφόρου Ουρανού και Νικήτα Χρυσολωρά. Ο Κοντοστέφανος τιμωρήθηκε γι’ αυτή του τη προδοσία[24], αλλά η Μακεδονία βρέθηκε πάλι στο έλεος των Βουλγάρων.
Ο Βάρδας Σκληρός επωφελούμενος από αυτή την ήττα και όντας συνεννοημένος με τους Άραβες, ανηγορεύθη «Αυτοκράτωρ» στη Μελιτηνή, με την στήριξη των Αρμενικών πληθυσμών[25]. Ο Βασίλειος Β΄ έστειλε τον Στρατηγό Βάρδα Φωκά, προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή την στάση, αλλά και αυτός αυτοανεκηρύχθη «Αυτοκράτωρ» στην Καισάρεια, στις 15 Αυγούστου 987[26]. Σύμφωνα με τον Στέφανο Ταρωνίτη, είχε, αρχικώς, συμφωνήσει συμμαχία εναντίον του Βασιλείου Β΄ με τον Σκληρό, τον οποίο, όμως, εξηπάτησε και συνέλαβε στις 14 Σεπτεμβρίου 987. Έπειτα, ο Βάρδας Φωκάς με το πιστό σε αυτόν στράτευμά του, στρατοπέδευσε στην Χρυσούπολη[27], στην ασιατική ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, έστειλε και άλλο στράτευμα στην Άβυδο[28], προκειμένου να επιτεθεί από ξηρά και θάλασσα. Ο Βασίλειος, με την βοήθεια Σκανδιναβών και Βαράγγων (Ρώσων) μισθοφόρων[29], συνέτριψε τους κινηματίες στην Χρυσούπολη και εστράφη προς την Άβυδο. Στις 13 Απριλίου 988, οι δύο αντίπαλοι μονομάχησαν, αλλά ο Φωκάς απεβίωσε αιφνιδίως και ο στρατός του διελύθη.
Ως αντάλλαγμα για την παροχή της βοήθειάς τους, ο ηγεμών των Ρώσων, Βλαδίμηρος Α΄ ζήτησε να νυμφευθεί την πορφυρογέννητη αδελφή του Βασιλείου Άννα και ως εγγύηση γι’ αυτή του την απαίτηση, κατέλαβε τη Χερσώνα[30]. Ο Αυτοκράτωρ εδέχθη να πραγματοποιηθεί ο γάμος, με τον όρο ότι οι Ρώσοι θα εξεχριστιανίζονταν, όπως και έγινε[31]. Το 989, ο Βάρδας Σκληρός στασίασε πάλι ανεπιτυχώ,ς αλλά τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου του εδόθη αμνηστεία και ο τίτλος του «κουροπλάτου»[32] και παρεδόθη. Μάλιστα, ο Βασίλειος τον εκράτησε ως σύμβουλό του.
Η καταστολή αλλεπαλλήλων στάσεων των στρατηγών Βάρδα Φωκά και Βάρδα Σκληρού, απαλλαγής του από τον ευνούχο Βασίλειο Λακαπηνό, αλλά και η νεανική -πρώτη και τελευταία ήττα της ζωής του, κατόπιν προδοσίας, στις Πύλες του Τραϊανού, εδραίωσαν την εξουσία του, τον ωρίμασαν[33] και τον μεταμόρφωσαν σε έναν εξαίρετο πολιτικό αλλά και ιδιοφυή στρατιωτικό. Εξελίχθηκε, κατά τον Μιχαήλ Ψελλό, σε άνθρωπο «λιτοδίαιτο και ενεργητικό στο έπακρο», ο οποίος «με θέληση αδάμαστη δόθηκε στο καθήκον[32]». Σύμφωνα με τον Ostrogorsky, ο Βασίλειος
«είχε χάσει πια κάθε διάθεση για τις απολαύσεις της ζωής, που είχε γευθεί στην νεότητά του με αχαλίνωτο πάθος… Όλη του η φιλοδοξία στράφηκε στην αύξηση της δυνάμεως του κράτους και στον αγώνα εναντίον των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών της Αυτοκρατορίας»[35].
Την περίοδο 990 – 994, διεξάγοντας πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων, εφήρμοσε την στρατηγική της εξουθενώσεως του εχθρού[36], με αλλεπάλληλες αιφνιδιαστικές επιθέσεις και αναδιπλώσεις στα οχυρά. Απελευθέρωσε την Βέρροια και όλη την νότιο Μακεδονία και έτρεψε σε φυγή τις βουλγαρικές δυνάμεις. Το 991, μάλιστα, σε μία από αυτές τις εφόδους, συνελήφθη ο «τσάρος» των Βουλγάρων Ρομάν, ο οποίος εστάλη αιχμάλωτος στη Βασιλεύουσα.
Το 992, ο Βασίλειος, διαβλέποντας την στρατηγική αξία του αναπτυσσόμενου στόλου της Βενετίας, φρόντισε να της παραχωρήσει ειδικά εμπορικά προνόμια.
Το 994, όμως, οι Φατιμίδες της Αιγύπτου[37], παραβιάζοντας την συνθήκη ειρήνης που είχε υπογραφεί το 987, επετέθησαν στην Αυτοκρατορία και πολιόρκησαν το Χαλέπι[38]. Τότε, ο Βασίλειος συνεκέντρωσε κεραυνοβόλα στρατιά, με ταχύτητα προελάσεως που εκάλυπτε 100 μίλια την ημέρα και κατέφθασε στο Χαλέπι με 40.000 στρατό, μέσα σε 16 ημέρες. Η εμφάνισή του αιφνιδίασε τόσο τούς Φατιμίδες, οι οποίοι έλυσαν την πολιορκία και ετράπησαν σε φυγή. Ο Βασίλειος, μετά την νίκη του, αφού ανέκτησε την Εμέσα[39] και την Αντάραδο και όρισε ως Διοικητή της Αντιόχειας τον Δαμιανό Δαλασσηνό, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 1 Ιανουαρίου 996, ο Βασίλειος, με την περίφημη «Νεαρά»[40] του «Περί των δυνατών των από πενήτων επικτωμένων» κατήργησε την 40ετή χρησικτησία και επανέφερε την γη στους μικροϊδιοκτήτες[41]. Επίσης, κατήργησε την προνομιακή μεταχείριση των ανωτάτων αξιωματούχων στις περιπτώσεις δολοφονιών και απηγόρευσε στους Μητροπολίτες να επεμβαίνουν σε αγροτικές κοινότητες της Μητροπόλεώς τους και να ιδιοποιούνται μονές, που είχαν ιδρυθεί από αυτές και τέλος, ρύθμισε ζητήματα πανηγύρεων[42]. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, κατά τις εκστρατείες του «είχε κάθε ευκαιρία να αντιληφθεί το μέγεθος της δύναμης των μεγαλογαιοκτημόνων, των Φωκάδων, των Μαλεϊνών, των Σκληρών, αυτών πού επιχείρησαν με τα όπλα να του διεκδικήσουν το θρόνο, και είχε κάθε δυνατότητα να δεχθεί τα παράπονα και τις καταγγελίες των ταπεινών μικροκαλλιεργητών, με τις θυσίες των οποίων πετύχαινε τις νίκες του…»[43].
Παράλληλα, ο Σαμουήλ, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Αυτοκράτορος, κατέλαβε την Βέρροια, πολιόρκησε την Θεσσαλονίκη, ενώ προήλασε μέχρι την Πελοπόννησο το 997[44]. Το ίδιο έτος μάλιστα, μετά τον θάνατο του αιχμαλώτου στην Κωνσταντινούπολη Ρομάν, αυτονακηρύχθη «Τσάρος». Ο Βασίλειος ανέθεσε στον Δομέστικο των Σχολών[45] Στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό να εκστρατεύσει εναντίον του. Ο Στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός αιφνιδίασε τον Σαμουήλ και τον νίκησε κατά κράτος στην μάχη του Σπερχειού[46]. Ο Σαμουήλ, όμως, παρά την ήττα του, συνέχισε και κατέκτησε το Δυρράχιο και τις πόλεις, της περιοχής της Νοτιοανατολικής Σερβίας, Ρασκία και Διόκλεια[47].
Το 998, ο νέος χαλίφης των Φατιμιδών, Al Hakim πολιόρκησε πάλι το Χαλέπι. Ο διοικητής της Αντιόχειας Δαμιανός Δαλασσηνός απέκρουε επιτυχώς τις επιθέσεις, αλλά σε μάχη στην Απάμεια, σκοτώθηκε και το στράτευμά του διελύθη τον Ιούλιο του 999. Ο Βασίλειος Β΄ πρότεινε στον Χαλίφη ειρηνική διευθέτηση με πρεσβεία στο Κάιρο και μετά από την άρνηση του τελευταίου, προήλασε μέχρι την Απάμεια. Απελευθέρωσε διαδοχικώς την Συριακή Λάρισα, την Έμεσα, την Καισάρεια του Φιλίππου, την Άκρα και την Ηλιούπολη (Μπααλμπέκ), την οποία και ισοπέδωσε. Στις 1 Ιανουαρίου 1000, εόρτασε την έλευση της νέας χιλιετίας στην Αντιόχεια, την οποία στην συνέχεια ενίσχυσε με οχυρώσεις και διόρισε ως Διοικητή της, τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό. Το 1001, μετά από υποχώρηση του Χαλίφη, υπεγράφη δεκαετής συνθήκη, με βάση την οποία αναγνωρίζετο η κυριαρχία της Ρωμανίας στα Συριακά εδάφη.
Το ίδιο έτος, ο Βασίλειος, αφού επέστρεψε στο Βαλκανικό μέτωπο, επετέθη στο κέντρο των Βουλγάρων, σκοπεύοντας να πλήξει τις ζωτικές εχθρικές επαρχίες και να αποκόψει τον Σαμουήλ από τις ενισχύσεις που περίμενε, όσο θα λεηλατούσε την Δυτική Μακεδονία. Απελευθέρωσε όλες τις παραδουνάβιες περιοχές, τις οποίες και οχύρωσε.
Το 1002, ο Βασίλειος επανέφερε σε ισχύ τον παλιό νόμο του Νικηφόρου Α΄, τον λεγόμενο «Αλληλέγγυον»[48], και τον τροποποίησε, ορίζοντας ότι την πληρωμή των φόρων των πτωχών μόνον από τους μεγαλογαιοκτήμονες[49].
Το 1003 – 1004, η πόλη Βάρη της Κάτω Ιταλίας πολιορκήθηκε από Σαρακηνούς, αλλά εσώθη, χάρις στην επέμβαση του Βενετικού στόλου. Τότε, ο Βασίλειος, αξιοποιώντας την υψηλή στρατηγική συμμαχιών στην Ιταλία, προσέφερε την ανιψιά του Μαρία Αργυροπουλίνα[50], ως νύφη στον γιό του Δόγη της Βενετίας, Ιωάννη. Ο γάμος ετελέσθη στην Κωνσταντινούπολη το 1004.
Το 1004, ο Αυτοκράτωρ Βασίλειος, με γρήγορη προέλαση προς νότο, απελευθέρωσε τα Σκόπια[51]. Το 1005, και, ενώ πολλοί Στρατηγοί και Διοικητές του Σαμουήλ ήρχισαν να εγκαταλείπουν τον αρχηγό τους, ο Βασίλειος απελευθέρωσε το Δυρράχιο. Με πρωτοβουλία του εμπείρου στρατηγού του, Νικηφόρου Ξιφία[52], κύκλωσε τους Βουλγάρους από τα νότια του Κλειδίου[53] και μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια, ευρέθη στα νώτα του Σαμουήλ, απ΄ όπου και του επετέθη στις 29 Ιουλίου του 1014. Οι Βούλγαροι, πανικόβλητοι από την αιφνιδιαστική επίθεση, ετράπησαν σε φυγή και πολλοί από αυτούς παρεδόθησαν. Όσοι από αυτούς ευρέθησαν κοντά στον αρχηγό τους, πολέμησαν μέχρι εσχάτων, έτσι ώστε εκείνος να μπορέσει να καταφύγει με τον γιό του, τον Γαβριήλ – Ρωμανό ή Ραδομήρο στην πόλη Πρίλαπο[54], βορείως της Αχρίδας. Ο Βασίλειος, θέλοντας να απαλλαγεί οριστικώς από τους εχθρούς του, διέταξε να τυφλωθούν και οι 15.000 αιχμάλωτοι Βούλγαροι στρατιώτες και σε κάθε εκατοντάδα να αφήσουν έναν μονόφθαλμο, ο οποίος θα οδηγούσε τους τυφλούς στρατιώτες στον Σαμουήλ[55]. Όταν αυτή η φάλαγγα έφτασε στο Πρίλαπο, ο Βούλγαρος ηγεμών, μόλις τους αντίκρισε, έπαθε αποπληξία και σε δύο μέρες απεβίωσε[56].
Η νίκη των Ελλήνων κατά των Βουλγάρων στην Μάχη του Κλειδίου και ο θάνατος του Σαμουήλ. (Πηγή: eranistis.net)
Ο γιος του Σαμουήλ, ο Γαβριήλ Ρωμανός, που τον διεδέχθη, έστειλε πρεσβεία στον Βασίλειο για διαπραγματεύσεις για ειρήνη μεταξύ των δύο Εθνών. Στην πραγματικότητα, όμως, ο νέος Τσάρος ήθελε να κερδίσει χρόνο για την ανασύνταξη των δυνάμεών του. Στην κοιλάδα του ποταμού Στρώμνιτσα, παγίδευσαν και απεδεκάτισαν στράτευμα της Ρωμανίας, μαζί με τον επικεφαλής του, Θεοφύλακτο Βοτανειάτη. Αυτό το γεγονός πεισμάτωσε το Βασίλειο, ο οποίος συνέχισε την απελευθέρωση πόλεων της Μακεδονίας, με τελικό στόχο την Αχρίδα και την Πρέσπα της Δυτικής Μακεδονίας.
Το 1016, ο Γαβριήλ Ρωμανός δολοφονήθηκε από τον ξάδελφό του, τον Ιωάννη Βλαδισλάβο, ο οποίος έγινε ηγεμών των Βουλγάρων και ακολούθησε την ίδια πολιτική του προκατόχου του. Το 1017 ο Βασίλειος απελευθέρωσε τις πόλεις Μοναστήρι[57], Πρίλαπο, Μελένικο[58], Άστυβο[59], Μογλενά[60] και Έδεσσα, συντρίβοντας κάθε βουλγαρική αντίσταση στο πέρασμά του. Την άνοιξη του 1018, ο Βλαδισλάβος εσκοτώθη σε μονομαχία με τον υπερασπιστή του Δυρραχίου, Νικήτα Πηγωνίτη και, κατόπιν, όλοι οι Βούλγαροι Βόγιαροι και Στρατηγοί άρχισαν να αποστέλλουν στον Αυτοκράτορα αγγελιοφόρους, με τους οποίους του παρέδιδαν όλα τα κάστρα και τις πόλεις. Μάλιστα, η χήρα του Βλαδισλάβου, με επιστολή της, του παρέδωσε την Βουλγαρική ηγεμονία, με αντάλλαγμα την ζωή των παιδιών της.
Ο Αυτοκράτωρ εισήλθε νικηφόρος στην Αχρίδα, στην οποία όρισε διοικητή τον Στρατηγό Ευστάθιο Δαφνομήλη. Παράλληλα, οι Στρατηγοί Αριανίτης και Νικηφόρος Ξιφίας απελευθέρωσαν την Στρώμνιτσα και την Τριαδίτσα αντιστοίχως. Το 1018 ο Βασίλειος απέστειλε, εναντίον των Νορμανδών και των Λομβαρδών, τον στρατηγό Βασίλειο Βοϊωάννη, ο οποίος στις Κάννες Απουλίας τους συνέτριψε.
Μετά την υποταγή των Βουλγάρων, ο Βασίλειος Β΄ πήγε στην Αθήνα και τέλεσε δοξολογία μέσα στο Παρθενώνα, ο οποίος τότε λειτουργούσε ως Εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία την Αθηνιώτισσα. Για την οριστική νίκη του, εναντίον των Βουλγάρων, επονομάστηκε έκτοτε Βουλγαροκτόνος[61].
Το 1019, με την απελευθέρωση του Σιρμίου και την υποταγή της Σερβίας, ενετάχθη ξανά ολόκληρη η χερσόνησος του Αίμου στη Ρωμανία.
Το 1020 ξέσπασαν ταραχές στην Αρμενία και ο ηγεμών της ενδότερης Ιβηρίας[62] και της Αβασγίας[63] Giorgi εισέβαλε και κατέκτησε πόλεις και φρούρια του Θέματος Ιβηρίας. Γι’ αυτό τον λόγο, ο Βασίλειος Β΄ προχώρησε σε δεύτερη εκστρατεία στον Καύκασο τον Φεβρουάριο του 1021. Νίκησε σε επανειλημμένες συγκρούσεις τις δυνάμεις του ηγεμόνος της Ιβηρίας Giorgi και, εντός 3 μηνών, κατέλαβε όλη την Αβασγία, υπέταξε την Αρμενία και το ανεξάρτητο Βασπουρακάν στην Ρωμανία. Ο Giorgi αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει, ζητώντας συγχώρηση από τον Αυτοκράτορα.
Την ίδια περίοδο, κατά την διάρκεια της Καυκάσιας εκστρατείας του Βασιλείου Β΄, οι στρατηγοί Νικηφόρος Ξιφίας και Νικηφόρος Φωκάς Βαρυτράχηλος, θεωρώντας ότι ο Αυτοκράτωρ τους αγνόησε και υποστηριζόμενοι από τον Giorgi της Ιβηρίας, συνωμότησαν να τον δολοφονήσουν. Ο Βασίλειος Β΄ μόλις εξεδηλώθη η συνομωσία τους, έσπειρε την διχόνοια μεταξύ τους μέσω επιστολών, με αποτέλεσμα ο Νικηφόρος Ξιφίας να δολοφονήσει τον Φωκά και κατόπιν να παραδοθεί στον νέο δομέστικο των Σχολών Θεοφύλακτο Δαλασσηνό.
Το 1024, ο Βασίλειος Β΄ έκανε επιδρομή στο Θέμα Δαλματίας.
Προς το τέλος της ζωής του, έστρεψε το ενδιαφέρον του στις Ελληνικές κτήσεις στη Σικελία[64], οι οποίες ευρίσκονταν υπό τη κυριαρχία των Φράγκων. Δεν πρόλαβε, όμως, να επιχειρήσει να τις ελευθερώσει, καθώς απεβίωσε στις 15 Δεκεμβρίου 1025[65]. Ετάφη, όπως ο ίδιος ζήτησε, δίχως πομπές και επισημότητες στον Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην περιοχή Έβδομον, έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Στον τάφο του εχαράχθη επιγραφή, που έλεγε «οὐ γάρ τίς εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμόν δόρυ… ὁτέ στρατεύων ἀνδρικῶς προς εσπέραν, ὁτέ πρός αὐτούς τούς ὅρους τούς τῆς ἕω, ἱστών τρόπαια πανταχοῦ γῆς μυρία», που σήμαινε «Ποτέ κανείς δεν είδε να ηρεμεί το δικό μου δόρυ… άλλοτε εκστράτευα ανδρείως προς βορρά καί δύση και άλλοτε προς τα όρη της ανατολής, στήνοντας παντού στην γη χιλιάδες τρόπαια».
Χάρτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1025, κατά το θάνατο του Βασιλείου Β΄. (Πηγή: cognoscoteam.gr)
Τον διεδέχθη στον θρόνο ο αδελφός του ο Κωνσταντίνος Η΄, καθώς αυτός δεν είχε νυμφευθεί. Ο Κωνσταντίνος Η΄, όμως, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το Κράτος, δεν είχε διάθεση για εκστρατείες και για πολεμικά κατορθώματα, αλλά ούτε και γνώριζε από πολεμική τέχνη. Ανέθεσε την κρατική διοίκηση στους λογίους και στους διεφθαρμένους ευνούχους[66]. Στην δημοσιονομική πολιτική κατέστρεψε το έργο του αδελφού του, καθώς κατάργησε την πενταετή αναστολή της φορολογίας των φτωχότερων τάξεων και απαίτησε την αναδρομική είσπραξη δυο δασμοφοριών, που έπληξε όλες τις τάξεις[67]. Παραλλήλως, θέσπισε νόμο, με τον οποίο αναθεματίζετο όποιος στασίαζε, ενώ τύφλωσε άτομα που θεωρούσε ο ίδιος επικίνδυνα, ανεξαρτήτως αν ήταν πράγματι έτσι[68].
Σας παραθέτω ένα ποίημα μου που έγραψα για τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο:
Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος
Χαίρε Βασίλειε συ Βουλγαροκτόνε,
της δυναστείας των Μακεδόνων γόνε,
συ της Ελλάδος βλαστέ δοξασμένε.
Χαίρε αυτοκράτωρ τιμημένε.
***
Τη Ρωμανία πανίσχυρη κατέστησες,
αιώνια προβλήματα έλυσες,
πανίσχυρο στρατό συνέταξες,
την Ρωμανία να λάμψει έκανες.
***
Στάσεις ενάντιά σου πάταξες,
Ίβηρες, Άραβες, Βουλγάρους σάρωσες,
μύριους βαρβάρους επολέμησες,
άλλους υπέταξες, άλλους κατέλυσες.
***
Ήπειρο, Θράκη, Μακεδονία ελευθέρωσες,
ένδοξες σελίδες ιστορίας έγραψες,
σκλάβες πατρίδες έσωσες,
Ορθοδοξία στην Ρωσία διέδωσες.
***
Οι διάδοχοί σου ανάξιοι εδείχθησαν[69],
την Ρωμανία σε παρακμή οδήγησαν,
το μέγα σου έργο ακύρωσαν,
εκούσια ή ακούσια την συρρίκνωσαν.
***
Συ δείξας, ως Μακεδονομάχος πρώτος
(ότι) Μακεδονία εστί Ελλάδος θρόνος.
***
Χαίρε, Βασίλειε, συ Βουλγαροκτόνε,
της δυναστείας των Μακεδόνων γόνε,
συ της Ελλάδος βλαστέ δοξασμένε.
Χαίρε μεγάλε Αυτοκράτωρ, τιμημένε.
Ευαγγελία Κ. Λάππα
16 Αυγούστου 2022
Πηγές:
_____________________
Ακολουθήστε το sportdog.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις