Η μάνα μου το τοποθετούσε σε περίοπτη θέση πάνω στο παλαιικό σερβάν της κι εγώ με τον αδερφό μου καθόμασταν από κάτω και το κοιτάζαμε με τις ώρες. Ήταν ένα μεσαίο μέγεθος πασχαλινού αβγού, στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων βλέπαμε πάντα πολύ μεγαλύτερα. Δυο αγόρια στην ανάπτυξη σαν κι εμάς μπορούσαν να το κάνουν τρεις χαψιές, όμως ο πατέρας μας με τα πενιχρά οικονομικά του αυτό μπορούσε ν’ αγοράσει, συνεπώς αυτό ήταν ο θησαυρός μας.

Έμενε πάνω στο σερβάν ως την Κυριακή του Πάσχα, διότι τη Μεγαλοβδομάδα νηστεύαμε. Τότε το σπάζαμε, το μοιράζαμε ακριβοδίκαια στα δύο και το τρώγαμε με τέτοιο τρόπο ώστε να κρατήσει μέρες. Δεν το μασούσαμε με λαιμαργία, όπως μας πίεζε η παρόρμηση μας, αλλά φροντίζαμε να βάζουμε κάθε φορά στο στόμα μας μικρά-μικρά τα κομματάκια της πικρής σοκολάτας και να παρατείνουμε την απόλαυση αφήνοντας τα να λιώνουν ηδονικά στον ουρανίσκο. Ήταν η πασχαλινή μας ευτυχία.

Όταν φοιτούσα στην έκτη δημοτικού, όλη η οικογένεια βρέθηκε το Πάσχα στην Αθήνα διότι έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί ένα θέμα υγείας. Μας φιλοξενούσε ένας συγγενής που έμενε στα Νέα Λιόσια, έτσι τα έλεγαν τότε. Θυμάμαι και το όνομα του δρόμου, Τρίτης Ορεινής Ταξιαρχίας. Τη Δευτέρα ή την Τρίτη του Πάσχα, ο άνθρωπος αποφάσισε να μας πάει μια εκδρομή με το φορτηγάκι του, για να δούμε κι εμείς κάτι απ' την πρωτεύουσα. «Θ’ ανέβουμε στην Πάρνηθα, στο Μον-Παρνές» μας είπαν. «Είναι ένα μέρος που πάνε μόνο οι πολύ πλούσιοι.» Εγώ δεν το ‘χα ξανακούσει το Μον-Παρνές, αλλά αναρωτήθηκα πως είναι άραγε ένα μέρος όπου συχνάζουν μόνο οι πολύ πλούσιοι. Οι μεγάλοι στριμώχτηκαν στην καμπίνα του φορτηγού, εμείς τα παιδιά ανεβήκαμε στην καρότσα, παρέα με ροκανίδια και κάτι μισοτελειωμένα πορτοπαράθυρα.

Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση μόλις πήδησα απ’ την καρότσα, ήταν μια αλλόκοτη γυάλινη πόρτα στην είσοδο του μεγάρου, που αντί ν’ ανοίγει και να κλείνει γύριζε γύρω από τον άξονα της. Έμπαινες σ’ ένα απ’ τα διαφανή διαμερίσματά της και μόνη της σε περπατούσε ως την εσωτερική μεριά του Μον-Παρνές, που τότε ήταν στις δόξες του. Δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου γυριστή πόρτα. Στριμωχτήκαμε όλοι μαζί και καταφέραμε να περάσουμε μέσα. Και ξαφνικά, στη μέση ενός πολυτελέστατου αχανούς χώρου, ξεφύτρωσαν μπροστά στα εμβρόντητα μάτια μου δύο πελώρια σοκολατένια πασχαλινά αυγά.

Ήταν ψηλότερα από μένα και για να κυκλωθεί η χοντρή μέση τους, θα χρειαζόταν σίγουρα να ενώσουμε τα χέρια μας εγώ κι ο αδερφός μου. Στέκονταν εκεί όρθια και περήφανα, πλαισιωμένα από ένα ριγέ σχοινί που στηριζόταν σε τέσσερις χρυσούς πασσάλους, σα να επρόκειτο για μνημείο πεσόντων. Η σοκολατένια οσμή τους μού έσπασε τη μύτη. Τα κοίταξα άφωνος. Ήταν η προσωποποίηση της αφθονίας, ο ορισμός της απόλαυσης δίχως όριο, η απόλυτη κατάρρευση κάθε έννοιας περιορισμού και αυτοσυγκράτησης. Ήταν ο ίδιος ο πλούτος αυτοπροσώπως. Έκανα δυο βήματα προς το μέρος τους με γουρλωμένα μάτια, όμως εκείνη τη στιγμή στάθηκε μπροστά μας ένας ψηλός κύριος με μια στολή γεμάτη σιρίτια. Κοίταξε ψυχρά το τσούρμο των κακομοίρηδων που είχε τολμήσει να εισβάλει στο άδυτο και του ζήτησε επιτακτικά να περάσει αμέσως έξω, διότι η είσοδος επιτρεπόταν «μόνο σε μέλη».

Κατά τη διάρκεια του γυρισμού, έφτιαξα μια εικόνα για τα μέρη που συχνάζουν οι πολύ πλούσιοι. Έχουν γυριστές κρυστάλλινες πόρτες που σε ξερνάνε μόνες τους σε κήπους με γιγάντια σοκολατένια αβγά. Θέλεις άρρωστα ν’ αγκαλιάσεις αυτούς τους σκοτεινούς όγκους της απόλαυσης, να λιώσεις μέσα τους, να γίνεις ένα μαζί τους. Και ν’ αρχίσεις -λέει- να τους καταβροχθίζεις λαίμαργα, όχι με το μικρό σου στόμα που δεν αρκεί, αλλά με όλους τους πεινασμένους για σκούρα ηδονή πόρους του κορμιού σου. Αυτό θέλεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου, όταν βρεθείς στα μέρη που πάνε μόνο οι πολύ πλούσιοι.

Δεν σ’ αφήνουν όμως ούτε καν να πλησιάσεις. Γιατί σ’ αυτή τη ζωή, όσοι έρχονται και φεύγουν πάνω σε μια καρότσα φορτηγού, δεν έχουν δικαίωμα να χορτάσουν σοκολάτα.

Πηγή: protagon.gr