Η Τουρκία επανέρχεται στο γνώριμο γεωπολιτικό μοτίβο των τελευταίων ετών: ντύνοντας τη στρατηγική της επεκτατικότητα με περιβαλλοντικό μανδύα, προβάλλει τη δημιουργία "Προστατευόμενων Θαλάσσιων Περιοχών" ως πράξη οικολογικής υπευθυνότητας, ενώ στην ουσία πρόκειται για άλλο ένα κεφάλαιο του αναθεωρητισμού της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Η κίνηση της Άγκυρας να δημοσιοποιήσει μέσω του κρατικού Anadolu τον «Χάρτη Θαλάσσιου Σχεδιασμού» —συνοδευόμενο από τη φιλολογία περί βιωσιμότητας και οικοσυστημάτων— δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τον πραγματικό της στόχο. Το θαλάσσιο «πάρκο» που εκτείνεται μεταξύ Ίμβρου, Τενέδου, Λήμνου και Σαμοθράκης και, κυρίως, το αντίστοιχο της Ανατολικής Μεσογείου που περικλείει το Καστελόριζο, λειτουργούν ως άτυπα εργαλεία αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και εδαφικής ακεραιότητας.

Η επιλογή της συγκυρίας δεν είναι τυχαία: η Άγκυρα απαντά στην ελληνική πρωτοβουλία για τα θαλάσσια πάρκα στο Ιόνιο και το Αιγαίο, εργαλειοποιώντας θεσμούς όπως η UNESCO και προσδίδοντας θεσμικό περίβλημα στις αξιώσεις της. Παράλληλα, με μια «οικολογική» γλώσσα που απευθύνεται στα ευήκοα ώτα της διεθνούς κοινότητας, επιχειρεί να ακυρώσει εκ προοιμίου κάθε ελληνική ενέργεια στα διεθνή φόρα ως «μονομερή τετελεσμένα».

Το πλέον ανησυχητικό όμως δεν είναι η τουρκική ρητορική —γνωστή και επαναλαμβανόμενη— αλλά το πώς μέσω αυτής, η Άγκυρα προσπαθεί να επιβάλει «αντίμετρα» ως νέα κανονικότητα. Αντί να αναζητά συμβιβασμούς, προειδοποιεί ότι θα αυξήσει παρόμοιες περιοχές σε όλες τις θάλασσες, εμφανίζοντας τις γεωστρατηγικές διεκδικήσεις της ως κινήσεις «καλής γειτονίας».

Το τουρκικό αφήγημα κλείνει με την γνωστή υπεροψία: τα ελληνικά δικαιώματα είναι "τετελεσμένα χωρίς νομική βάση", οι διεθνείς συνθήκες δεν ισχύουν, οι νησίδες του Αιγαίου είναι "γκρίζες", και η Τουρκία, από τη θέση του αυτόκλητου περιφερειακού ρυθμιστή, απευθύνει υποκριτική «έκκληση» για διάλογο επί ίσοις όροις.

Το ερώτημα δεν είναι αν η Τουρκία επαναλαμβάνει εαυτόν —το κάνει. Το ζητούμενο είναι αν η ελληνική διπλωματία και οι σύμμαχοι της Αθήνας αντιλαμβάνονται ότι η Άγκυρα δεν φυτεύει κοράλλια, αλλά σημαδούρες. Και ότι τα «θαλάσσια πάρκα» που παρουσιάζονται ως όαση οικολογίας, είναι απλώς νέα σύνορα στο χάρτη του τουρκικού αναθεωρητισμού.

Τα νέα σύνορα του τουρκικού αναθεωρητισμού!
Anadolu

Αντίδραση... αποδοχής ήττας από το ελληνικό ΥΠΕΞ

Η αντίδραση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών στην τουρκική ανακοίνωση περί θαλάσσιων πάρκων μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η επιφανειακή ανάγνωση: μια τυπική, αυστηρή ανακοίνωση, που στηλιτεύει τη μονομέρεια και την παρανομία των τουρκικών κινήσεων. Ο δεύτερος, και πιο ανησυχητικός, είναι ο υπόγειος τόνος απογοήτευσης και αμηχανίας που διαπερνά το κείμενο — μια διπλωματία που περιορίζεται σε ρητορικά απορριπτικά σχήματα απέναντι σε έναν αναθεωρητισμό με συντεταγμένη στρατηγική και διεθνή προβολή.

Το ΥΠΕΞ χαρακτηρίζει την τουρκική ενέργεια «παράνομη, μονομερή και κενή έννομων αποτελεσμάτων», αποφεύγοντας όμως να κατονομάσει το προφανές: ότι η Άγκυρα εργαλειοποιεί διεθνείς θεσμούς, όπως η Διακυβερνητική Επιτροπή Ωκεανογραφίας της UNESCO, για να εδραιώσει αμφισβητήσεις σε περιοχές ελληνικού ενδιαφέροντος, παρουσιάζοντας τες μάλιστα ως πρωτοβουλίες «περιβαλλοντικής ευαισθησίας».

Η φράση «αντανακλαστικές ενέργειες κενές περιεχομένου» μοιάζει περισσότερο με ευσεβή πόθο παρά με διαπίστωση. Διότι η Άγκυρα δεν ενεργεί σπασμωδικά — ενεργεί μεθοδικά, προγραμματισμένα και με θεσμικό περιτύλιγμα. Ο «Χάρτης Θαλάσσιου Σχεδιασμού» δεν είναι απλώς απάντηση στην ελληνική πρωτοβουλία· είναι γεωστρατηγικό κείμενο, ενταγμένο στη γενικότερη τουρκική στρατηγική για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και η ελληνική πλευρά, αντί να αποδομήσει ουσιαστικά τη νομιμοφανή πλάνη του τουρκικού αφηγήματος, αρκείται σε επαναλαμβανόμενες κοινοτοπίες περί σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου.

Απουσιάζει επίσης οποιαδήποτε αναφορά σε διεθνείς εταίρους, σε προειδοποιήσεις προς θεσμικά όργανα που φιλοξενούν τέτοια έγγραφα ή σε επιδίωξη επίσημης απόρριψης των χαρτών από την ίδια την UNESCO. Αντιθέτως, το ύφος μοιάζει περισσότερο με εκείνο που υιοθετείται για να κλείσει ένα θέμα στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο, όχι για να το ανοίξει εκεί που πρέπει — στη διεθνή σκηνή.

Εν ολίγοις, ενώ η Τουρκία κερδίζει διπλωματικό χώρο με έναν χάρτη και δύο «πάρκα», η Ελλάδα απαντά με άλλη μια αυστηρή ανακοίνωση που, τελικά, δεν πείθει ότι μπορεί να εμποδίσει την παγίωση της τουρκικής αφήγησης. Γιατί στο τέλος της ημέρας, όποιος φυτεύει σημαδούρες, διεκδικεί. Κι όποιος απλώς καταδικάζει, αργά ή γρήγορα, καλείται να τις αποδεχτεί.

Και το μεγάλο ερώτημα είναι, τί θα κάνει η Ελλάδα εάν δει τουρκικές φρεγάτες και γεωτρύπανα νοτίου της Κρήτης; Θα αντιδράσει πάλι με ανακοινώσεις αποδεχόμενη μια ακόμα εθνική ήττα ή θα υπερασπιστεί τα νόμιμα κυριαρχικά της δικαιώματα επιβάλλοντάς τα στο πεδίο; Για να γίνει το τελευταίο έπρεπε να είχε ήδη επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. και να είχε οριοθετήσει ΑΟΖ με την Κύπρο, η οποία μας βάζει τα γυαλιά.