Πριν λίγο καιρό, βρέθηκα τυχαία, σε μια γειτονιά, απ’οπου είχα να περάσω χρόνια. Πολλά χρόνια. Τα μέρη εξωραίζονται,οι καιροί αλλάζουν,οι αναμνήσεις όμως μένουν. Κάπου εκεί ανάμεσα στην περιοχή του Ερυθρού Σταυρού και των Ελληνορώσσων, απέναντι από το Ψυχικό, εκεί που μια λεπτή γραμμή χώριζε τον καθωσπρεπισμό από την γνήσια αλητεία, είχα να πατήσω τουλάχιστον δεκαπέντε χρονια…

Ήμουν στην πλατεία που μαζευόταν η παρέα τα βράδια..Άλλοι γελούσαν μαζεμένοι σε παρέες, άλλοι έκαναν κόλπα με skates και bmx,άλλοι ασχολιόντουσαν με τα μηχανάκια,ένας άλλος την αμόλαγε και άναβε φωτιά με έναν αναπτήρα..Στην άκρη της πλατείας καθόταν σε ένα παγκάκι ο Δημήτρης.Είχε ρίξει κάτω το παπί του και πότιζε ένα στουπί με βενζίνη απο το ντεπόζιτο,το έβαζε στη μύτη του και εισέπνεε… «Τζίνα», η  «φτηνή μάστούρα» μου την είχε περιγράψει κάποτε που τον ρώτησα πώς την ακούει έτσι.

Είχε έρθει η ώρα να φύγω.Ήταν καλοκαίρι και μόλις είχα τελειώσει την Τρίτη Γυμνασίου.Πέρασα απο μπροστά του. «Ψιτ,μικρή που πάς;» με ρώτησε. «Πάω σπίτι μου» του απάντησα. «Πώς;» μου λέει. «Με τα πόδια» του λέω. «Δεν είναι ώρα αυτή να κυκλοφορείς μόνη σου.Ανέβα στο μηχανάκι θα σε πάω εγώ» . Καβάλησα, έφυγε με σούζα. Η κοτσίδα μου σκούπιζε το δρόμο. Τότε δε φοβόμουν, τώρα που το σκέφτομαι, παθαίνω κρίση πανικού.

 Φτάσαμε σπίτι μου. «Σ’ευχαριστώ πολύ.Θέλεις να ανέβεις πάνω να σε κεράσω ένα παγωτο;»του λέω. Γελάει. «Εντάξει» μου κάνει. Ανεβαίνουμε σπίτι.Οι γονείς μου έλειπαν, είχαν βγεί έξω.Κοιτάει τη Φιλιπιννέζα απορημένος. «Τί συμβαίνει;» ρωτάω. « Έχω δεί Φιλιπιννέζες,αλλά πρώτη φορά μπαίνω σε σπίτι που να εργάζονται»  Καθήσαμε στην κουζίνα. «Εσύ πού μένεις;» τον ρωτάω. «Απο δώ κι απο κεί.Με τον πατέρα μου έχω να μιλήσω χρόνια.Η μάνα μου έχει ένα γκόμενο που δεν τα πάω καλά,όλο πλακωνόμαστε και δε γουστάρω να μένω σπίτι.Μερικές φορές κοιμάμαι στο μαγαζί που δουλεύω, κάτι άλλες σε κανένα σπίτι φίλου και συνήθως σε μια βίλα που έχουν καταλάβει οι αναρχικοί και μπορούμε και την πέφτουμε. Άλλες φορές πάω Στρέφη, Εξάρχεια, όπου γής και πατρίς, αυτό σημαίνει αναρχία.» «Στη Βίλα Αμαλία κοιμάσαι;» ρωτώ. Ξαφνιάζεται. «Ναι.Εσύ πού ξέρεις αυτό το μέρος;» «Εχω πάει σε κάτι συναυλίες εκεί» του λέω.Κάθεται.Κοιτάω τ’αρβυλά του.Φοράει ένα περίεργο χρώμα κορδόνια.Τον ρωτάω γιατί επέλεξε τα κορδόνια αυτα.Μου λέει οτι είναι συμβολικό.Το φοράνε όσοι έχουν τραβήξει μαχαίρι σε τσαμπουκά.

Του σερβίρω σε ενα μπόλ τρείς μπάλες παγωτό.Σοκολάτα,βανίλια και καραμέλα.Πάνω βάζω μια ομπρελίτσα για διακόσμηση και ανάβω κι ενα μικρό βεγγαλικό που σπινθηρίζει.Το κοιτάει και γελάει. «Ωραία κόλπα» μου κάνει. Περιμένει να σβήσει το μικρό βεγγαλικό, πιάνει την ομπρελίτσα και αρχίζει να την ανοιγοκλείνει.Παίρνει το κουτάλι και αρχίζει να τρώει το παγωτό. «Έχω πιεί κάτι τσιγάρα και είναι ότι πρέπει αυτό το σκηνικό τώρα» μου λέει. Κοιτάω τα μάτια του.Είναι καταπράσινα.Πρώτη φορά έβλεπα τόσο πράσινα μάτια.Γύρω γύρω είναι κόκκινα απο το πιώμα.

 Ανοίγει η πόρτα.Ήρθαν οι γονείς μου.Η μητέρα μου μπαίνει στην κουζίνα.Τον κοιτάει εκπληκτη.Μάλλον είχε ξαναδεί τέτοιο τύπο,αλλά πρώτη φορά τον έβλεπε στην κουζίνα της.Ο Δημήτρης σηκώνεται απότομα όρθιος. «Κάθησε αγόρι μου,φάε το παγωτό σου..» του λέει και μου κάνει ένα νεύμα να πάω στο σαλόνι. Πάω μέσα. «Ποιός είναι αυτός Ελέν;» «Ενας φίλος μου μαμά» «Φίλος σου απο πού παιδί μου;Εχεις κάνει φυλακή και δεν το ξέρω;» Γυρνάει και λέει στον πατέρα μου: «Μα πού τους βρίσκει όλους αυτούς τους μυστήριους τύπους;» « Παιδιά είναι Αναστασία, περνάνε εφηβεία, μην κάνεις έτσι, δε μας έριξε και μολότωφ»…  Στεναχωριέμαι γιατί ο Δημήτρης θα κατάλαβε οτι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Γυρίζω στην κουζίνα. «Θα είχα φύγει Ελενάκι,αλλά έμεινα γιατί δεν ήθελα να την κάνω χωρίς να σε ευχαριστήσω.Ξέρω πως δεν αρέσω καθόλου στις μαμάδες.Εδώ δεν αρέσω στη δικιά μου» «Συγγνώμη. Είμαι σίγουρη πώς άν η μητέρα μου σε γνωρίσει,θα σε συμπαθήσει.Φεύγω σε λίγες μέρες και πάω στο Λονδίνο.Θα παρακολουθήσω καλοκαιρινά τμήματα σε ένα κολλέγιο.Τί θέλεις να σου φέρω όταν επιστρέψω;» «Τίποτα» μου λέει. «Δεν έχω συνηθίσει να μου κάνουν δώρα και μου φαίνεται περίεργο» «Εγώ θέλω να σου φέρω κάτι.Δε μπορεί,κάτι θα θέλεις,σκέψου» του λέω. «Γελάει. « Φέρε μου ενα κασκώλ της Arsenal. Είσαι κι εσύ κανόνι.Καλό ταξίδι και να προσέχεις» ..Κι έφυγε.

Το καλοκαίρι πέρασε και επέστρεψα στην Ελλάδα.Ήταν οι εποχές που δεν κουβαλούσαμε ακόμα κινητά τηλέφωνα μαζί μας . Ανοιξαν τα σχολεία.Ο Δημήτρης δεν πήγαινε στο σχολείο μου.Το είχε σταματήσει.Ήταν εξωσχολικός.Ερχόταν με το μηχανάκι,πηδούσε τα κάγκελα και κάπνιζε με κάτι φίλους του στο Τζούρα Club,έτσι έλεγαν ένα καβατζωμένο χώρο στο πίσω προαύλιο.Ρώτησα άν θα έρθει την πρώτη μέρα.Μου απάντησαν τα εξής...

Ο Δημήτρης είχε αυτοκτονήσει πρίν μερικές εβδομάδες.Κρεμάστηκε μέσα στο μαγαζί που δούλευε.Τον βρήκαν ενα πρωί απαγχονισμένο οι άλλοι εργάτες.Ηταν 16 ετών.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί την αυτοκτονία ως εσχάτη αμαρτία και στην ταφή του δεν εψάλλη νεκρόσιμη ακολουθία.Στο τελευταίο αντίο βρέθηκαν ελάχιστοι.

Δεν άφησε κανένα χειρόγραφο σημείωμα,κάτι που κάνει η μειοψηφία των αυτόχειρων.

 

**Στον Δ.Π.