Ο Γιώργος Βόβορας, που ήταν για χρόνια στο τεχνικό επιτελείο του Παναθηναϊκού, είναι τώρα προπονητής στην Κίνα και τους Ζεγιάνγκ Γκόλντεν Μπουλς και μίλησε για τη νέα του εμπειρία.
Διαβάστε επίσης...
Αναλυτικά όσα ανέφερε στο «ΕΟΚ WebRadio»:
Για τον λόγο που αποφάσισε να πάει στην Κίνα: «Είναι μια μεγάλη ευκαιρία να ταξιδέψεις. Μέσα από τη γνωριμία ενός καινούργιου λαού, που πρέπει να προσαρμοστείς σε ένα καινούργιο περιβάλλον και τρόπο μπάσκετ, εξελίσσομαι ως άνθρωπος και προπονητής. Αυτό ήταν για εμένα είναι ένα πολύ μεγάλο κίνητρο, σε μια περίοδο που είχα τη δυνατότητα να κάνω ταξίδια, το να αποφασίσω να πάω σε μια χώρα με την οποία δεν έχω συναναστραφεί. Όταν συναναστρέφεσαι και βλέπεις έναν τελείως διαφορετικό τρόπο σκέψης, εντός και εκτός μπάσκετ, όπου πρέπει να προσπαθήσεις να προσαρμοστείς και να βάλεις δικά σου στοιχεία, αυτό ήταν μια εμπειρία που με εξέλιξε και ως άνθρωπο και ως προπονητή. Ήταν μια πολύ διαφορετική εμπειρία απ’ όσα έχω συνηθίσει».

Για τις εντυπώσεις του: «Εγώ έμεινα πολύ εντυπωσιασμένος απ’ την παιδεία τους. Ήρθε ένας άνθρωπος απ’ την άλλη πλευρά του κόσμου και ο τρόπος που με υποδέχτηκαν και με έβαλαν στην οικογένειά τους, όλο το staff και οι προπονητές, πραγματικά με εντυπωσίασε. Δεν είναι εύκολο για έναν τόσο μεγάλο και ισχυρό λαό να συμβαίνει αυτό. Αυτό έχει να κάνει με την παιδεία. Ακόμη και ο σεβασμός που υπήρχε, ιδιαίτερα απ’ τα νέα παιδιά, ήταν εντυπωσιακός».
Για το μπάσκετ στην Κίνα: «Οι ομάδες κάνουν μία προπόνηση, με πολλή έμφαση στην τακτική. Κάναμε και με παιδιά U18. Υπάρχουν ταλέντα στην Κίνα. Είχαμε ένα παιδί ύψους 2.17 που θεωρείται top prospect στην Κίνα. O όγκος δουλειάς τους είναι απίστευτος. Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση είναι το πόσο εκπαιδευμένοι είναι. Έβλεπες πως τα παιδιά δουλεύουν και ήταν προσηλωμένα μόνο στο μπάσκετ. Τον όγκο δουλειάς που κάνουν δεν τον βλέπεις στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Έχει να κάνει κυρίως στην ταχύτητα και την εκτέλεση και λιγότερο στο “διάβασμα” και την τακτική. Θέλουν να ακολουθήσουν το ΝΒΑ, αλλά δεν είναι εύκολο να κάνουν αυτά τα βήματα. Αυτή είναι η κατεύθυνσή τους ωστόσο».
Για την ιδιαιτερότητα του κινέζικου μπάσκετ: «Δεν είναι εύκολο για έναν κινέζο παίκτη να πάρει μεταγραφή από μία ομάδα σε μία άλλη. Όταν βγαίνει ένας παίκτης απ’ τις ακαδημίες της πόλης, για 8 χρόνια δε μπορεί να πάει σε άλλη ομάδα, ανήκει στην ίδια. Για να αλλάξει ομάδα, θα πρέπει να γίνει μια συμφωνία μεταξύ των δύο ομάδων. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να φύγουν εκτός Κίνας».

Για τους ξένους παίκτες στην Κίνα: «Μια ομάδα μπορεί να έχει μέχρι τέσσερις ξένους, αλλά στο παρκέ θα είναι μάξιμουμ 2 και στην τελευταία περίοδο ένας. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν παραδοσιακές δυνάμεις, κάθε χρόνο μπορεί μια ομάδα να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Η ομάδα που έχει καλύτερη βάση Κινέζων, αυτή είναι που πρωταγωνιστεί. Γίνεται μια προσπάθεια όπου θέλουν να φέρουν μεγάλα ονόματα. Έχουν βάλει, ωστόσο, κάποιους περιορισμούς, όπως το να μην υπάρχουν εγγυημένα συμβόλαια για τους Αμερικάνους. Ανά πάσα στιγμή μπορούν να τους “κόψουν” για θέμα τραυματισμού ή απόδοσης. Είναι δύσκολο για έναν NBAer να πάει εκεί. Υπήρχαν ομάδες που άλλαξαν 10 ξένους μέσα σε μια σεζόν».
Για το αν γνώριζαν κάτι από την Ελλάδα: «Μου έκανε εντύπωση ότι όλοι γνώριζαν τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό. Παρακολουθούν. Έχουν δύο ανθρώπους οι οποίοι κόβουν βίντεο και είχαν αναλύσει όλο το Final-4 της Ευρωλίγκας και τα μεγάλα πρωταθλήματα. Γενικότερα βλέπουν ευρωπαϊκό μπάσκετ και προσπαθούν να κρατήσουν κάποια πράγματα, ωστόσο δεν αλλάζει ο τρόπος παιχνιδιού».
Για τον λόγο που δεν παρέμεινε στην Κίνα: «Σίγουρα τα συμβόλαιο που δίνουν είναι πάρα πολύ καλά, αλλά έχω κάνει μια διαδρομή ως head coach και θέλω να τη συνεχίσω. Ήταν μεγάλη πρόκληση για εμένα πραγματικά. Κάθε προπονητής που μπαίνει στη διαδικασία να πάει σε μια ξένη χώρα και να προσαρμοστεί τόσο γρήγορα, μόνο κέρδος έχει κι εγώ είχα. Αυτήν τη στιγμή κοιτάω το επόμενο βήμα της καριέρας μου. Έχω μια πρόταση με την οποία διαπραγματεύομαι αυτήν την περίοδο, πάλι για το εξωτερικό. Είχα σκέψη να γυρίσω στην Ελλάδα γιατί γίνονται βήματα μπροστά, ωστόσο υπάρχει μια ροπή να υπάρχουν πολλοί ξένοι προπονητές στις ελληνικές ομάδες, παρ’ ότι οι Έλληνες προπονητές διαπρέπουν στο εξωτερικό».