Πρώτο ματς του Ρανιέρι ήταν, σε άδειο γήπεδο, με παίκτες χωρίς αγώνες και χωρίς ρυθμό, στη μετα-Μουντιάλ εποχή. Χάσαμε και είπαμε «δεν πειράζει, συμβαίνουν αυτά και στις καλύτερες οικογένειες, πάμε να ρεφάρουμε στα επόμενα ματς». Μια ισοπαλία στη Φινλανδία, καταπίνεται. «Εντάξει, δεν χάθηκε κι ο κόσμος με τον έναν βαθμό, δεν χάσαμε κιόλας, πάμε να κερδίσουμε το επόμενο ματς και θα στανιάρουμε». Αλλά στο αμέσως επόμενο ματς, ήττα εντός από τη Βόρειο Ιρλανδία, αυτό ούτε παλεύεται, ούτε καταπίνεται. Και δεν χωνεύεται επίσης ούτε με ένα καφάσι σόδα.

 

Δυο γκολ παθητικό, μηδέν εις το πηλίκον επιθετικά. Με τον Κάρολ να περνάει ένα ξεκούραστο βράδυ και εμάς να μην καταφέρνουμε όχι γκολ να βάλουμε, αλλά ούτε ευκαιρία της προκοπής να δημιουργήσουμε. Με τους Βορειοϊρλανδούς να κερδίζουν κανονικά και καθαρά και όχι να «κλέβουν», να παίζουν προσεκτικά στην άμυνά τους μεν, αλλά να μας χτυπάνε στην κόντρα σε κάθε φάση που έβρισκαν ανοιχτό γήπεδο, να μας βάζουν από κάτω από στημένη μπάλα, να έχουν και δοκάρι στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου. Κυρίως να μας παίζουν αθλητικά και δυνατά, αλλά σε καμία περίπτωση σκληρά ή αντιαθλητικά. Ποιος να το έλεγε ότι θα ερχόταν η μέρα, λίγους μήνες μετά τους «16» του Μουντιάλ, που θα χάναμε καθαρά και ξάστερα από τη Βόρειο Ιρλανδία μέσα στο σπίτι μας; Οτι μετά από τρεις αγώνες σε έναν «όμιλο της πλάκας», θα ήμασταν στον πάτο της βαθμολογίας, αγκαλιά με τις Νήσους Φερόε;

 

Για μία ακόμα φορά η Εθνική του Ρανιέρι δεν είχε ούτε πλάνο, ούτε σχέδιο, ούτε κορμό, ούτε συγκεκριμένη αγωνιστική φιλοσοφία. Ξεκίνησε με κάτι ανάμεσα σε 4-4-2- και 4-2-4, το γνωστό και ως σύστημα «γιούρια στον ταμπλά με τα κουλούρια». Μοιραία χάσαμε το κέντρο, μοιραία δεν έφτανε σωστά η μπάλα σε κανέναν από τους τέσσερις μπροστινούς, ανάπτυξη από τον άξονα δεν είχαμε κι ούτε από τα άκρα, τόσο όσο έπαιζε ο Βύντρα δεξιά κι ο Τοροσίδης αριστερά, όσο κι όταν ο δεύτερος ήρθε δεξιά κι ο Σταφυλίδης πήγε αριστερά αντικαθιστώντας τον τραυματία Βύντρα. Καμία καλή ιδέα δεν υπήρχε, το δίδυμο Κλάους - Μήτρογλου δεν δούλεψε, διότι πολύ απλά προφανώς δεν έχει δουλευτεί ποτέ (κινούνταν ταυτόχρονα και οι δυο προς την μπάλα), γενικά σε έπιανε μια απογοήτευση όταν έβλεπες την ομάδα να προσπαθεί να κάνει κάτι, σχεδόν μια αμηχανία.

 

Και πλέον, με πενιχρή βαθμολογική συγκομιδή και άθλια ψυχολογία, η Εθνική κινδυνεύει να γυρίσει πίσω στα χρόνια της ανυποληψίας. Τότε που κανείς δεν τη σεβόταν ή δεν τη «φοβόταν», που έρχονταν να παίξουν στη χώρα μας και ένιωθαν σαν να πηγαίνουν εκδρομή και στις ελληνικές κερκίδες μαζεύονταν κάνα-δυο χιλιάδες νοματαίοι, φίλοι και γνωστοί των διεθνών και μερικοί μαθητές που είχαν κονομήσει τζάμπα προσκλήσεις και δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν. Χρόνος να ανασυνταχτούμε υπάρχει, αλλά οι διαθέσιμοι πόντοι έχουν λιγοστέψει επικίνδυνα και δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος να αλλάξει άμεσα η κατάσταση. Πρώτα στα αποδυτήρια και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι παίκτες αυτά που θέλει να τους πει ο Ρανιέρι (ό,τι κι αν είναι αυτά τέλος πάντων) και στη συνέχεια να αποτυπωθεί κάτι πραγματικά διαφορετικό στο χορτάρι.

Πηγή: sday.gr