Ολυμπιακός - Μίκης Θεοδωράκης: Ο Μίκης Θεοδωράκης άφησε τα εγκόσμια σε ηλικία 95 ετών πλημμυρίζοντας σε πένθος ολόκληρη την Ελλάδα! Γενιές και γενιές άλλωστε μεγάλωσαν μέσα από τα τραγούδια.

Γνωρίζατε, ότι ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν οπαδός του Ολυμπιακού; Μάλιστα η φιέστα της ομάδας του Πειραιά, για την κατάκτηση του 42ου πρωταθλήματος ήταν αφιερωμένη σε εκείνον ως δώρο γενεθλίων για τα 90α του γενέθλια.

Την ιστορία της στιγμής που γεννήθηκε το πάθος του για τον Ολυμπιακό καθώς και άλλες που αποκαλύπτουν το δέος και την έκσταση που ένιωθε όταν έβλεπε μπάλα, αφηγείται στο βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2019 ο Γιάννης Γεωργάκης, υπό τον τίτλο «Κόμμα αλλάζουμε, ομάδα ποτέ» (εκδόσεις Ιανός). Ο συγγραφέας εξηγεί ότι το εν λόγω εγχείρημα ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικό αφού έπρεπε να περιγράψει τι συνέδεε τον σπουδαίο αυτό Ελληνα με το ποδόσφαιρο. «Διάβασα όλα τα βιβλία του, άκουσα ξανά τη μουσική του, όχι μόνο για να εκμηδενίσω οποιαδήποτε πιθανότητα ασάφειας ή παρερμηνείας, αλλά και για να μπω όσο το δυνατόν πιο βαθιά στον κόσμο του. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό πριν καθίσω να γράψω. Από τη στιγμή που αποφάσισα ότι ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω, σε δύο μήνες ήταν έτοιμο».

Οι οπαδοί

Στο βιβλίο ο Μίκης Θεοδωράκης περιγράφει τους οπαδούς των ομάδων εκείνης της εποχής. «Θυμάμαι στην Κεφαλονιά, χωριστήκαμε αμέσως τα παιδιά σε Ολυμπιακούς και Παναθηναϊκούς. Υπήρχε κάτι στην ψυχοσύνθεσή μας. Οι φίλοι του Παναθηναϊκού, για παράδειγμα, ήταν σπασίκλες και στο σχολείο καθόντουσαν στα πρώτα θρανία. Εγώ και οι υπόλοιποι Ολυμπιακοί καθόμασταν στα πίσω. Από μικροί διαφέρουμε, γι' αυτό και λέω πάντα ότι γεννήθηκα με το κόκκινο του Ολυμπιακού και θα πεθάνω με αυτό. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Από τη στιγμή που επιλέγουμε ομάδα στο σχολείο αρχίζει και η αντιπαλότητα. Κάποιος γεννιέται και πεθαίνει με τα χρώματά του. Κι εγώ, όπως ξέρετε, έχω αλλάξει πολλά κόμματα - και με έχουν κατηγορήσει γι' αυτό -, αλλά τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω».

Η ζωή του σπουδαίου συνθέτη από την εποχή που έγινε οπαδός του Ολυμπιακού - επειδή, όπως δήλωσε, του άρεσε πολύ «το επιθετικό παιχνίδι των πέντε αδελφών Ανδριανόπουλων» - έως σήμερα έχει σημαδευτεί με ιστορίες θριάμβου, συγκρούσεων, απολογισμών και οδύνης. Εχουν όμως σημασία εκείνες που ο ίδιος περιγράφει.

Με τους βετεράνους

Τη λατρεία που απέκτησε για τον Ολυμπιακό και το ποδόσφαιρο την αφηγήθηκε εκ νέου σε μια γιορτή που διοργάνωσε ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Νίκος Μάλλιαρης στην ταράτσα του Χίλτον, παραμονή Χριστουγέννων του 2003. Σε αυτό το αντάμωμα ήταν βετεράνοι πολλών ομάδων όπως οι: Δεπούντης, Κοτρίδης, Υφαντής, Πανάκης, Νεστορίδης, Παπαϊωάννου, Καμάρας, Λινοξυλάκης, Σκευοφύλακας, Δομάζος, Σταματιάδης, Λουκανίδης, Αντωνιάδης, Ρωσίδης, Μανωλάς, Σαργκάνης, Θεοφάνης Χατζηπαναγής κ.ά.

Η παρουσία όλων τον γέμισε χαρά, όμως η συγκίνησή του περίσσεψε όταν στάθηκε σε δύο ξεχωριστούς προσκεκλημένους. Ο πρώτος ήταν ο 94χρονος τότε Λεωνίδας Ανδριανόπουλος, για τον οποίο ο Μίκης είπε: «Αν μου έλεγαν πως σήμερα θα έχω ένα γεύμα με τον Μπετόβεν, τον Σούμαν και τον Βάγκνερ, δεν θα χαιρόμουν όσο τώρα που βρίσκομαι μαζί σας. Δεν φανταζόμουν να συναντήσω ποτέ τον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο, και μάλιστα να κάθομαι δίπλα του. Είναι από τα μεγαλύτερα δώρα που έχω πάρει. Υποτιμούν το ποδόσφαιρο ενώ είναι η βάση σε μια κοινωνία. Πρώτα παίζεις μπάλα και επιλέγεις ομάδα και έπειτα γίνεσαι γιατρός, δικηγόρος ή αποκτάς οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ή και κόμμα».

Το άλλο πρόσωπο της βραδιάς που πρόσφερε ιδιαίτερη χαρά στον Μίκη ήταν ο πρόεδρος του συνδέσμου παλαίμαχων ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού Γιώργος Δαρίβας, με τον οποίο μάλιστα είχαν συναντηθεί στη Μακρόνησο. Οπως είπε ο συνθέτης εκείνο το βράδυ: «Στη Μακρόνησο, στη σκηνή μας ήμασταν μοιρασμένοι Ολυμπιακοί - Παναθηναϊκοί. Και όμως παλεύαμε για τα ιδανικά μας. Ηταν μια ελάχιστη διέξοδος το ποδόσφαιρο, ο Ολυμπιακός, η χαρά να τον ξαναδούμε ή να συζητάμε με τους υπόλοιπους κρατουμένους για ποδόσφαιρο. Στη ζωή μου είχα δύο κακά: ήμουν και αριστερός και ποδοσφαιρόφιλος».

Ο Μίκης είχε μπροστά του τα ινδάλματα των νεανικών του χρόνων αλλά κι εκείνους που θαύμασε αργότερα μέσα στα γήπεδα. Και ποια μεγαλύτερη φιλοφρόνηση υπάρχει από το ν' ακούει κανείς από το στόμα του σπουδαίου έλληνα συνθέτη: «(...) Εσείς είστε τα είδωλα, οι πρωταγωνιστές. (...) Οι ποδοσφαιριστές είναι είδωλα συνδεδεμένα με τα όνειρα και τα ιδανικά του. Το ποδόσφαιρο σήμερα δεν είναι ερασιτεχνικό, αλλά παρ' όλα αυτά οι ποδοσφαιριστές παραμένουν μυθοποιημένα πρόσωπα μέσα στον λαό και τη νεολαία. Είστε λαϊκά είδωλα. Πρέπει η πολιτεία να σας σέβεται».

Ευτύχησαν όμως διπλά οι συνδαιτυμόνες εκείνου του ανεπίσημου δείπνου. Λίγο πριν τελειώσει η βραδιά, ο συνθέτης θύμισε, εκτός από τα δικά του περιστατικά στα γήπεδα ως οπαδός, κι εκείνα που εξηγούν το μεγαλείο του αθλήματος. Ανέτρεξε στα λόγια σπουδαίων μορφών της τέχνης, όπως του γάλλου συγγραφέα Αλμπέρ Καμί: «Οσα γνωρίζω για την ηθική και τις υποχρεώσεις των ανθρώπων τα χρωστάω στο ποδόσφαιρο». Και τους αποχαιρέτησε τραγουδώντας τους το αγαπημένο του «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι…».

Τι ήταν ο Ολυμπιακός για τον Μίκη Θεοδωράκη;

Ό,τι είναι για κάθε οπαδό η ομάδα του. Η ποδοσφαιρική του έκφραση. Η υπερηφάνεια στη γειτονιά, στην πόλη, στο σχολείο, η συντροφιά στην εξορία και τη φυλακή. Στα χρώματα του Ολυμπιακού και την προσωπικότητα των παικτών του, ο Μίκης ανακάλυψε τα ινδάλματα των νεανικών του χρόνων. Μαζί τους έμαθε να χαίρεται στις νίκες και να στενοχωριέται στις ήττες. Να περνάει ευχάριστα τις Κυριακές και μάλιστα σε μια περίοδο, όπως η μεταξική δικτατορία, όπου οι νέοι δεν τολμούσαν να βγουν από το σπίτι να πάνε κινηματογράφο.

Τη δεκαετία του 1960, όταν ήταν υποψήφιος βουλευτής με την ΕΔΑ στη Β΄ περιφέρεια του Πειραιά, σε κάποια προεκλογική περιοδεία συνάντησε σε ένα καφενείο τον Γιάννη Βάζο. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Ο Βάζος ήταν κορυφαίος σκόρερ του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου τη δεκαετία του 1930. Αδιαφορώντας για τα πολιτικά του πιστεύω, έσπευσε να τον ασπαστεί και να του υποβάλει τα σέβη του. Ο Μίκης του «Επιτάφιου» και του «Άξιον Εστί», έτρεξε να γνωρίσει από κοντά το ίνδαλμα των εφηβικών του χρόνων. «Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα συναντούσα τον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο και μάλιστα θα κάθομαι δίπλα του. Είναι από τα μεγαλύτερα δώρα που έχω πάρει» δήλωσε το 2003 στη συνάντηση με τους βετεράνους ποδοσφαιριστές. Αυτός είναι ο Μίκης. Αληθινός και γεμάτος συναισθήματα, τα οποία ποτέ δεν κρατάει για τον εαυτό του.

Πως «υπηρέτησε» τον Ολυμπιακό;

Σίγουρα βοήθησε να έρθει ο Μάρτον Μπούκοβι το 1965 στον Πειραιά. Με την ιδιότητα του βουλευτή της ΕΔΑ μεσολάβησε στην ουγγρική πρεσβεία προκειμένου να δοθεί άδεια στον Μπούκοβι να έρθει στην Ελλάδα και να εργαστεί στον Ολυμπιακό.

Το είχε αποκαλύψει ο ίδιος σε συνέντευξη την οποία παραχώρησε προ πολλών ετών στο «Φως». Ο Μπούκοβι ήταν τότε εκ των κορυφαίων προπονητών της Ευρώπης και μάλιστα με θεωρητικό έργο το οποίο διδάσκονταν στις προπονητικές σχολές της Αγγλίας και άλλων χωρών.

Οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις, δεν επέτρεπαν στον Μίκη να πηγαίνει τακτικά στο γήπεδο. Ο φωτογραφικός φακός τον έχει αποθανατίσει σε έναν αγώνα ΑΕΚ – Ολυμπιακός, τη δεκαετία του 1960, τη στιγμή που πηδάει τα κάγκελα για να «μετακομίσει» από τις θέσεις των ορθίων στις θέσεις των καθημένων, με παρότρυνση των απλών οπαδών των δύο ομάδων, καθώς τότε οι οπαδοί κάθονταν ακόμη δίπλα – δίπλα. Από την τηλεόραση δεν έχανε παιχνίδι.

Από τους νεότερους παίκτες, λάτρευε τον Τζόρτζεβιτς, τον Καρεμπέ με τους οποίους είχε την ευκαιρία να γνωριστεί σπίτι του, όπως και τον Γιαννακόπουλο. Επιπλέον, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ένας εκ των εγγονών του Μίκη, έπαιξε μπάλα στα τμήματα υποδομής του Ολυμπιακού.

Υπάρχει ένα άλλο ποδόσφαιρο, το ποδόσφαιρο της τέχνης, του πολιτισμού, της ποίησης, το οποίο δεν παίζεται στην Ελλάδα. Γι αυτό το ποδόσφαιρο θέλησε να μιλήσει ο Γιάννης Γεωργάκης γράφοντας το βιβλίο «Κόμμα αλλάζουμε ομάδα ποτέ».