Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο που αναφέρεται στα παιχνίδια της Εθνικής στην Πορτογαλία το 2004 που δημοσιεύτηκε σήμερα στην Sportday.

«Στο πρώτο παιχνίδι με την Πορτογαλία εκείνοι είχαν πολύ περισσότερο άγχος από εμάς και φαινόταν στο γήπεδο, παρ' όλο που ξεκίνησαν πιο δυνατά. Εμείς είχαμε άγνοια του κινδύνου και επειδή τους είχαμε παίξει και ένα φιλικό όπου ήρθαμε ισόπαλοι, πριν από την κλήρωση των ομίλων, είχαμε μία αγωνιστική εικόνα τους που δεν μας φόβιζε. Μπήκαμε στο γήπεδο με την αίσθηση ότι παίρνουμε μέρος σε μία γιορτή και μας αξίζει να το διασκεδάσουμε, αλλά καταλαβαίναμε ποιους είχαμε απέναντι. Ξέραμε ότι μας περίμενε ένα πολύ δύσκολο ενενηντάλεπτο. Οταν ο Καραγκούνης άνοιξε το σκορ στο έβδομο λεπτό, οι Πορτογάλοι αιφνιδιάστηκαν τόσο, που τους πήρε ένα εικοσάλεπτο για να ξαναμπούν στον αγώνα.

Μετά το 2-0 δεν μπορούσε να μας ξεφύγει το παιχνίδι. Ολα μας πήγαιναν καλά και όσο καλά πήγαιναν σε μας τόσο αγχωτικά είχαν γίνει για τους Πορτογάλους. Οσο, μάλιστα, το ματς πήγαινε προς το τέλος του τόσο το βουνό που είχαν μπροστά τους και έπρεπε να ξεπεράσουν ψήλωνε. Σε εκείνο το παιχνίδι, το πρώτο, ο πιο αδύνατος κρίκος ένιωθα ότι ήμουν εγώ, επειδή μου έλειπαν επίσημοι αγώνες και δεν είχα βρει ακόμη τον ρυθμό μου. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο όσο προχωρούσαμε στη διοργάνωση έπαιζα και καλύτερα. Η νίκη με την Πορτογαλία μας έδωσε τη σιγουριά ότι μπορούμε να περάσουμε. Ο Ρεχάγκελ μας άφησε να τη χαρούμε εκείνη την επιτυχία, όμως μέσα στο πλαίσιο του προγράμματος. Ηρθαν για ένα δίωρο οι οικογένειές μας στο ξενοδοχείο, αλλά το βράδυ είχε ύπνο στις 12:30.

Την άλλη μέρα το πρωί είχαμε κανονικά προπόνηση και το απόγευμα ο Οτο μας έδωσε ρεπό. Αυτή ήταν η επιβράβευσή του. Την επομένη μας μάζεψε το πρωί και μας εξήγησε ότι η νίκη με τους Πορτογάλους είχε αλλάξει τον στόχο. Μπορεί με μία ισοπαλία να περνούσαμε. Ο προπονητής μας είχε φροντίσει να μην υπάρχει κάτι να μας αποσπάσει. Τα ξενοδοχεία όλα που μέναμε δεν ήταν πολυτελείας για να μας αποσπάσει κάτι, έμενε μόνο η αποστολή, στο δωμάτιο ο καθένας μας έμενε μόνος του, η τηλεόραση που υπήρχε δεν είχε δορυφορική λήψη για να έχουμε εικόνα από την Ελλάδα και δεν υπήρχε η ενασχόληση με το Διαδίκτυο σαν έξοδος διαφυγής.

Σε εκείνη τη φάση των ομίλων το παιχνίδι που μας "σκότωσε" ήταν εκείνο με την Ισπανία. Γιατί η Ισπανία ήταν πολύ καλή ομάδα. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Το σκεπτικό ήταν να παίξουμε την άμυνά μας και όσο κρατούσαμε το μηδέν ή ακόμη και ένα γκολ να είχαμε δεχτεί και ο χρόνος του αγώνα προχωρούσε, το τελευταίο εικοσάλεπτο να βγαίναμε στις αντεπιθέσεις. Οι Ισπανοί, όμως, μας ήξεραν καλά. Από τη Σαραγόσα και μετά μας είχαν διαβάσει προσεκτικά. Εμείς τους κάναμε "μιάμιση" ευκαιρία και βάλαμε ένα γκολ και εκείνοι μας πίεζαν διαρκώς και ειδικά το δεύτερο ημίχρονο μας έκλεισαν στην περιοχή. Ηταν η πιο ποιοτική ομάδα από όσες συναντήσαμε.

Το τελευταίο παιχνίδι με τη Ρωσία ήταν το πιο αγχωτικό. Γιατί η πρόκριση έδειχνε τόσο κοντά και την ίδια στιγμή τόσο μακριά, έτσι που δεν ήξερες πού θα πατήσεις. Στις προηγούμενες αναμετρήσεις είχαμε απλά το άγχος του παιχνιδιού. Εδώ ήταν ανοικτό και το ενδεχόμενο της πρόκρισης. Το βάρος που νιώθαμε ήταν πρωτόγνωρο. Δεν ξέραμε πώς να το διαχειριστούμε. Σκεφτόμασταν την πρόκριση και χάσαμε τη συγκέντρωσή μας στο παιχνίδι. Οι Ρώσοι δεν είχαν κίνητρο, είχαν βάλει νέα παιδιά, αυτό μας καθησύχαζε και νομίζω ότι μάλλον αντιμετωπίσαμε το παιχνίδι όπως οι Πορτογάλοι αντιμετώπισαν εμάς στον τελικό.

Από εκεί και ύστερα καθετί που κάναμε ήταν ένα βήμα πάνω από τις δυνάμεις μας. Μετά την πρόκριση πηγαίναμε με μία πεποίθηση ότι μπορούσαμε να πετύχουμε τα πάντα. Δεν φοβόμασταν, ήμασταν συγκεντρωμένοι και ήμασταν ομάδα. Και επιπλέον, είχαμε ήδη πετύχει. Ο,τι και να κάναμε από εκεί και μετά μόνον αποτυχία δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Αυτή η διαπίστωση, ειδικά εμάς τους Ελληνες, μας απελευθερώνει. Είχαμε καταλάβει ότι στο σημείο που είχαμε φτάσει μπορεί να μην έφτανε ποτέ κανείς. Είχαμε εξελιχθεί σε έναν έμβιο οργανισμό, όσο και αν αυτό ακούγεται υπερβολικό, που μπορούσε να σκεφτεί και να ενεργήσει από μόνος, προσαρμοζόμενος στις συνθήκες. Είχαμε διαμορφώσει μία αγωνιστική ταυτότητα και ξέραμε τι κάναμε.

Ας πούμε, μετά το ματς με τη Γαλλία που μας υποτίμησε, χωρίς να το ομολογούμε ανοικτά, στο μυαλό μας βλέπαμε τον τελικό. Ξέραμε ότι οι Γάλλοι ήταν μία ομάδα με προσωπικότητες που θα μπορούσαν να κερδίσουν οποιοδήποτε παιχνίδι. Στο ξενοδοχείο, όταν ο Ρεχάγκελ ανακοίνωσε την ενδεκάδα για το ματς με τους Γάλλους, μας είχε πει την ιστορία ενός ισχυρού και διάσημου μποξέρ, που ήταν πολύ υπερόπτης και επρόκειτο να αντιμετωπίσει έναν άσημο αντίπαλο. Πήρε μία κλασική στάση μποξέρ, με τους αγκώνες λυγισμένους κοντά στο σώμα, σφιγμένες γροθιές και όπως ήταν απέναντί του ο Τοπαλίδης, σαν να ήταν εκείνος ο αντίπαλος διάσημος μποξέρ, ο Οτο έκανε μία παντομίμα δύο γρήγορων κτυπημάτων και αμέσως μετά έκανε εκείνη την κλασική κίνηση που κάνουν οι διαιτητές της πυγμαχίας, όταν ολοκληρώνουν το μέτρημα στο νοκ ντάουν. "Κανείς δεν είναι ανίκητος", μας είπε, "ειδικά αν είναι υπερόπτης". Αυτό ακριβώς πλήρωσαν οι Γάλλοι.

Το παράδειγμα με τον μποξέρ το χρησιμοποιούσε τακτικά και ανάποδα. Οταν εμείς αντιμετωπίζαμε έναν πιο αδύνατο αντίπαλο μας θύμιζε ότι η απροσεξία στην άμυνα μπορεί να κοστίσει. Στο παιχνίδι με τη Γαλλία εμείς ψάχναμε το γκολ. Ενα γκολ. Δεν ήμασταν ομάδα που σκόραρε συχνά και είχαμε συγκεντρωθεί για να εκμεταλλευθούμε την ευκαιρία, όποτε παρουσιαζόταν. Μετά το γκολ, σαν να μας είχε αποκαλυφθεί ένα μυστικό. Ολοι μέσα στο γήπεδο, ακόμη και τα παιδιά στον πάγκο, νιώθαμε ότι κάτι μεγάλο επρόκειτο να συμβεί. Τους Τσέχους δεν τους φοβόμασταν, αλλά κι εκείνοι είχαν πολύ άγχος γιατί πίστευαν πως ήταν καλύτεροι και ήξεραν, όπως κι εμείς, ότι σε εκείνο το σημείο θα ήταν πολύ δύσκολο να ξαναβρεθούν. Ηταν μία σπάνια ευκαιρία.

Ηταν καλύτερα στημένοι από κάθε άλλον απέναντί μας. Σε όλο το ματς κρατούσαν την ψυχραιμία τους και τον έλεγχο, όμως όταν πήγαμε στην παράταση εκεί φάνηκε ότι άρχισαν να φοβούνται, γιατί ένα γκολ θα μπορούσε να κρίνει τα πάντα. Ο Οτο είχε διαβάσει το παιχνίδι πολύ καλά. Επειδή δεν ήμασταν ομάδα που δημιουργούσε ευκαιρίες, προσπαθούσαμε να εκμεταλλευθούμε τα στημένα με τον καλύτερο τρόπο. Βάζοντας μέσα τον Τσιάρτα, που είχε πολύ καλές εκτελέσεις, δημιουργούσαμε τις προϋποθέσεις για γκολ. Αυτό το κατάλαβαν οι Τσέχοι και άρχισαν να προσέχουν. Και όταν άρχισαν να προσέχουν, σκέφτονταν ήδη τον κίνδυνο να δεχτούν γκολ. Μία χαραμάδα ανησυχίας μπορεί να γίνει φόβος με μια-δυο ευκαιρίες. Μετά χρειάζεται μία στιγμή.

Δύο φορές ο Ρεχάγκελ μας είπε πριν από ματς, ότι "εδώ που φτάσαμε δεν θα έρθουμε ποτέ ξανά". Η πρώτη ήταν στο ματς με τους Τσέχους και η άλλη ήταν στον τελικό. Πριν από το τελευταίο παιχνίδι με την Πορτογαλία ήμασταν σε ένα κλίμα πολύ ευχάριστο. Ωστόσο δεν ξεφεύγαμε. Ηταν και η τάση μας για αυτοδέσμευση, αλλά και η παρουσία του προπονητή. Εικόνα για όλα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, όσο πηγαίναμε προς τον τελικό, δεν είχαμε. Βέβαια μιλούσαμε στα τηλέφωνα ή μας έλεγαν οι δικοί μας διάφορα πράγματα, αλλά το κλίμα του παροξυσμού που είχε δημιουργηθεί δεν υπήρχε περίπτωση να το αντιληφθούμε...».