Και όμως, όταν ανακοινώθηκε πως ο Ματίας Αλμέιδα θ’ αναλάμβανε τον πάγκο της πρώτης ομάδας που, πριν από 29 χρόνια του είχε ανοίξει τις πόρτες της Ευρώπης άπαντες τον αποδέχτηκαν με καχυποψία, δυσφορία και έντονο προβληματισμό.

 Ίσως γιατί η ακριβότερη τότε, από τη Ρίβερ Πλέιτ και με 9εκ. ευρώ μεταγραφή στην Ιστορία της Σεβίλλης στο τέλος της σεζόν είχε συνδυαστεί με έναν οδυνηρό υποβιβασμό. Και το γεγονός που επέστρεψε, συνειδητά ή υποσυνείδητα δεν αποκλείεται να έχει να κάνει μ’ ένα είδος προσωπικής υπόσχεσης που είχε τάξει στον εαυτό του.

 Η Σεβίλλη του σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την αναμφισβήτητη «βασίλισσα», με 7 τρόπαια, του Uefa/ Europa League που κατέκτησαν τη τελευταία 20ετία οι Χουάντε Ράμος, Έμερι, Λοπετέγκουι και Μεντιλίμπαρ.

 Είναι μία ομάδα βυθισμένη στα χρέη, με απροσπέλαστα εσωτερικά προβλήματα, κόντρες, καταγγελίες, βρισιές έως και μηνύσεις μεταξύ των Ντελ Νίντο, του πατέρα και πρώην προέδρου και του γιού, σημερινού Νο 1.

 Μία ομάδα που νιώθει καθημερινά στον σβέρκο της, την καυτή ανάσα της Uefa, ως υπότροπη για τη συστηματική παραβίαση του Financial Fair Play. Και που ως τέτοια, υπό τον αυστηρό καθεστώς της επιτήρησης και της απαγόρευσης μεταγραφών αναγκάστηκε να ψάξει για βοήθεια, από δω κι από κει ελεύθερους και βετεράνους ποδοσφαιριστές όπως τους Αλέξις Σάντσεζ και Σέθαρ Αθπιλικουέτα.

 Τους δανεικούς, από την Αλ Αϊν, Φάμπιο Καρντόσο, από την Τραμπζονσπόρ, Μπατίστα Μεντί και από τη Νιουκάσλ τον «δικό» μας, Οδυσσέα Βλαχοδήμο (4ο Έλληνα της Σεβίλλης, μετά τους Νταν Γεωργιάδη, Βασίλη Τσιάρτα, Πέτρου Μαρινάκη), που την τελευταία διετία ζήτημα να μέτρησε περισσότερες από 6 συμμετοχές κάτω από τα δοκάρια των Μπενφίκα και Νότινγκαμ Φόρεστ.

 Και τι έγινε (;), ξεκαθάρισε ο Αλμέιδα. Θα ξανά σηκώσω τα μανίκια του πουκαμίσου μου, και όχι μόνο μεταφορικά, θα δουλέψω με πάθος και με επαγγελματισμό με ό,τι έχω στη διάθεσή μου και στο τέλος θα κάνουμε τη λεγόμενη σούμα του όποιου έργου μου.

 Έτσι έκανε πάντα. Ουδέποτε μάζευε το πόδι του εάν ήταν να το βάλει στη φωτιά. Όπου και αν πήγε, οπουδήποτε και να του ζητήθηκε να βοηθήσει δεν έκανε ποτέ πίσω πετυχαίνοντας, αντίθετα εξαιρετικά αποτελέσματα. Τη Ρίβερ Πλέιτ, που είχε υποβιβαστεί για πρώτη φορά στην Ιστορία της με τον Ματίας αρχηγό, την ανέβασε αμέσως στη μεγάλη κατηγορία.

 Μετά κατέκτησε το πρωτάθλημα και με τη Μπάνφιλντ, τίτλους, κύπελλα και Σούπερ Καπ και στο Μεξικό, με τη Γκουανταλαχάρα και ύστερα από μία ατυχή παρένθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες με τους Σαν Χοσέ Έρθκουεϊκς πανηγύρισε νταμπλ με την ΑΕΚ.: στην καλύτερη 3ετία της προπονητικής του καριέρας με ποσοστό επιτυχίας 59.7% σε 134 παιχνίδια, με 80 νίκες, 25 ισοπαλίες, 29 ήττες.  

 Στη Σεβίλλη, ο 51χρονος Αργεντινός προπονητής κληρονόμησε μία ομάδα που, στις τελευταίες τρεις σεζόν τερμάτισε αντίστοιχα 14η, 12η και πέρυσι 17η γλιτώνοντας τον υποβιβασμό κυριολεκτικά στις τρεις τελευταίες αγωνιστικές.

 Ξεκίνησε τη φετινή χρονιά άσχημα, με ήττα στο Μπιλμπάο (3-2) και εντός έδρας ήττα από τη Χετάφε (1-2). Αλλά στα επόμενα έξι παιχνίδια, πέρα από τη μία ισοπαλία (2-2 με την Έλτσε) και μία ακόμη ήττα (1-2 από τη Βιγιαρεάλ) πανηγύρισε 4 νίκες: 0-2 την Τζιρόνα, 1-2 την Αλαβές, 0-1 τη Ράγιο Βαγιεκάνο και 4-1 τη Μπαρτσελόνα που εκτόξευσε την ομάδα, προσωρινά στην 6η θέση της Liga.

 Για τη Σεβίλλη ήταν η πρώτη νίκη σε βάρος των «Blauagrana» από το μακρινό 2015, η πρώτη φετινή στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» και μόλις η δεύτερη, εντός έδρας του 2025, μετά το 1-0, σε βάρος της Λας Πάλμας του περασμένου Μαϊου.

 Από τον Αλμέιδα κανείς δεν τόλμησε να ζητήσει την κατάκτηση του πρωταθλήματος: εξάλλου, στην Ιστορία της η Σεβίλλη πανηγύρισε μόνο ένα και μάλιστα το πολύ μακρινό, μεταπολεμικό του 1945-’46. Απλά να γίνει, σε βάθος χρόνου ό,τι και ο συμπατριώτης του Ντιέγκο Σιμεόνε για την Ατλέτικο Μαδρίτης. Ένα σημείο αναφοράς, πέρα από εχέγγυο σταθερότητας και επιστροφής στην ομαλότητα.