Στην Αλβανία, ένας Έλληνας, ο Γιώργος Καστριώτης, ο θρυλικός Σκεντέρμπεης, που αντιστάθηκε για χρόνια στην εισβολή των Οθωμανών, θεωρείται εθνικός ήρωας στη συνείδηση του λαού. Το ίδιο ισχύει για τον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή που ανέδειξε ποτέ η χώρα. Είναι και αυτός Έλληνας. Ο Παναγιώτης Πάνος (Panajot Pano, 1939–2010) για δεκαετίες υπήρξε το απόλυτο ίνδαλμα των γηπέδων της χώρας, ο άνθρωπος που με την κόκκινη φανέλα της Παρτιζάνι Τιράνων έκανε τις εξέδρες να σείονται, και με την παρουσία του στην εθνική ομάδα έβαλε το ποδόσφαιρο της Αλβανίας στον διεθνή χάρτη.

Από το Ελευθεροχώρι στο Δυρράχιο
O Πάνος γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου 1939 στο Δυρράχιο, από γονείς με καταγωγή από το Ελευθεροχώρι Δελβίνου της Βορείου Ηπείρου, τον Θωμά και τη Γιασίλικα, οι οποίοι είχαν και άλλα δύο παιδιά, την Καλλιρόη και τον Χριστόφορο. Όπως πολλές ελληνικές οικογένειες της περιοχής, οι γονείς του αναζήτησαν καλύτερη τύχη στις πόλεις, όμως ποτέ δεν ξέχασαν τον τόπο τους. Η σύνδεσή του με τη γενέτειρα των προγόνων του παρέμεινε αναλλοίωτη σε όλη του τη ζωή.
Λίγο μετά τη γέννησή του, η οικογένειά του μετακόμισε στα Τίρανα, όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο του στην οδό «Φορτούζι», παρακολουθώντας όλους τους καλούς και δημοφιλείς Αλβανούς παίκτες της εποχής. Περνώντας πολύ χρόνο παίζοντας με τους αγαπημένους του συνομηλίκους, όπως ο Σουλεϊμάν Μαλικάτι, ο Γκάνι Τζάφα, ο Γκάνι Μέργια, ο Μπερτ Γιασάρι, ο Σκεντέρ Χαλίλι, άφηνε πολύ λίγο χρόνο για διάβασμα. «Οι γονείς μου ήταν εντελώς αντίθετοι στο να περνάω χρόνο παίζοντας και να μένω μακριά από βιβλία», είχε αναφέρει σε συνέντευξή του ο Πάνου, ο οποίος ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στο δημοτικό σχολείο «Χασάν Βόγκλι» και στη συνέχεια στο γυμνάσιο «10 Κορίκου». Εκείνος όμως είχε στο νου του πάντα το ποδόσφαιρο από τη νηπιακή ηλικία.
Από τερματοφύλακας επιθετικός
Ο ίδιος είχε αναφέρει συγκεκριμένα πως άρχισε να κλωτσάει το τόπι τη δεκαετία του 50' από την SK Tirana, η οποία ήταν στην ουσία η Σπαρτάκ Τιράνων, με προπονητές τους Ιλιάζ Ντίνγκου και Φαντίλ Μπακάλι. Η συγκεκριμένη ομάδα όμως δεν συμμετείχε σε καμία διοργάνωση πρωταθλήματος νέων. Στη συνέχεια, το 1956, μετακόμισε στα Τίρανα με τον προπονητή Τζαβίτ Ντεμνέρι. Στον πρώτο αγώνα τον έβαλε να παίξει τερματοφύλακα. Γρήγορα όμως, χάρη στη σβελτάδα και το ταλέντο του, μετακινήθηκε στην επίθεση, όπου άρχισε να ξεδιπλώνει τις μοναδικές του ικανότητες. Το 1957, σε ηλικία 18 ετών, στέφθηκε πρωταθλητής νέων και πρώτος σκόρερ. Έναν χρόνο αργότερα, ήταν ήδη μέλος της πρώτης ομάδας.
Το 1960 εντάχθηκε στην Παρτιζάνι Τιράνων λόγω της στρατιωτικής του θητείας. Βλέπεται η Παρτιζάνι είναι η ομάδα του αλβανικού στρατού και ο Πάνος υπηρέτησε στην Αυλώνα ως πεζοναύτης! Στους "κόκκινους" άρχισε η χρυσή εποχή της καριέρας του. Για 15 χρόνια υπήρξε ο ηγέτης της ομάδας, αγωνιζόμενος ως κλασικό «δεκάρι» και κερδίζοντας την αγάπη χιλιάδων φιλάθλων.
Ο «Πελέ» της Αλβανίας
Ο Πάνος δεν ήταν απλώς σκόρερ· ήταν ένας ποδοσφαιριστής που μάγευε με το παιχνίδι του. Εξαιρετικός στις τρίπλες, δυνατός στο σουτ, με απίθανη ικανότητα να ελίσσεται σε μικρούς χώρους, κέρδισε το προσωνύμιο «Πελέ της Αλβανίας». Ήταν ικανός να σκοράρει με κάθε τρόπο, ενώ παρότι δεν είχε ψηλό παράστημα, διακρινόταν και στο παιχνίδι με το κεφάλι.
Αξέχαστο παραμένει το ματς του 1967 απέναντι στη Δυτική Γερμανία, όταν οι κινήσεις του «γονάτισαν» τον περίφημο αμυντικό Σουλτς, μια στιγμή που απαθανάτισαν όλοι οι φωτογράφοι της εποχής.
Τίτλοι και διακρίσεις
Με την Παρτιζάνι κατέκτησε 4 πρωταθλήματα Αλβανίας, 6 Κύπελλα, καθώς και το Βαλκανικό Κύπελλο το 1970. Αγωνίστηκε επίσης σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, σημειώνοντας δεκάδες συμμετοχές με την ομάδα.
Με την εθνική Αλβανίας μέτρησε 28 συμμετοχές και 4 γκολ, ενώ το 2003 τιμήθηκε από την UEFA ως «χρυσός παίκτης του Ιωβηλαίου», ανάμεσα σε 50 παίκτες. Η ποδοσφαιρική ένωση της χώρας τον ανακήρυξε κορυφαίο ποδοσφαιριστή των τελευταίων 50 ετών, ενώ η FIFA το 2005 τον συμπεριέλαβε στους 100 θρύλους του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Τιμή και αναγνώριση
Ο τότε πρόεδρος της Αλβανίας Μπαμίρ Τόπι τον βράβευσε με το ανώτατο παράσημο «Τιμή του Έθνους», η πρώτη φορά που απονεμήθηκε σε ποδοσφαιριστή. Παράλληλα, ο Δήμος Δελβίνου τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη, τιμώντας τη συμβολή του και την καταγωγή του.
Ο Παναγιώτης Πάνος πέθανε στις 19 Ιανουαρίου 2010 στη Φλόριντα των ΗΠΑ από καρδιακή προσβολή. Η Αλβανία κήρυξε εθνικό πένθος για τον θάνατό του, αποδεικνύοντας πόσο σημαντική μορφή υπήρξε. Στην αποχαιρετιστήρια τελετή του στα Τίρανα, εκατοντάδες φίλαθλοι τον συνόδευσαν στο τελευταίο του ταξίδι, αναγνωρίζοντας τον «μάγο της μπάλας» που για δεκαετίες τους χάρισε συγκινήσεις.
Ο γιος του, Λεωνίδας, ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του, αγωνιζόμενος σε ελληνικές ομάδες όπως η Ξάνθη και ο ΠΑΣ Γιάννινα, συνεχίζοντας έτσι το νήμα της οικογενειακής παράδοσης στο ποδόσφαιρο.
O Θρύλος του ξεπερνά τα αλβανικά σύνορα
Ο Παναγιώτης Πάνος δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής! Ήταν και σύμβολο για την ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, απόδειξη ότι η προσφορά των ανθρώπων της ξεπερνά τα σύνορα και χαράζει ανεξίτηλα την ιστορία. Ένας θρύλος που άφησε πίσω του λάμψη, δόξα και περηφάνια για το Ελευθεροχώρι, το Δελβίνο και ολόκληρη την ελληνική κοινότητα της Αλβανίας.