Στις αίθουσες εργοθεραπείας, μια λέξη αρκεί συχνά για να αλλάξει το βλέμμα ενός παιδιού: «μπάσκετ» ή «ποδόσφαιρο». Όπως αναλύει ο εργοθεραπευτής Νεκτάριος Γουναρίδης σε άρθρο του στo SensoryTalksntips, η προτίμηση πολλών αγοριών για αυτά τα δύο ομαδικά αθλήματα δεν είναι απλώς θέμα γούστου ή μόδας, αλλά συνδέεται με τον τρόπο που τα ίδια τα παιχνίδια «κουμπώνουν» πάνω σε βασικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου και του σώματος.
Στο κέντρο της εξήγησης βρίσκεται το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου. Το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ προσφέρουν άμεση, χειροπιαστή «ανταμοιβή»: ένα γκολ, ένα καλάθι, μια σωστή πάσα, ένα μπράβο από την ομάδα. Αυτές οι στιγμές, σύμφωνα με τον Γουναρίδη, ενεργοποιούν νευροχημικά κυκλώματα που σχετίζονται με ντοπαμίνη και σεροτονίνη – ουσίες που συνδέονται με ευχαρίστηση, κίνητρο και αίσθηση ευεξίας. Το αποτέλεσμα είναι ένας ισχυρός «βρόχος» ενίσχυσης: όσο πιο ανταποδοτική γίνεται η εμπειρία, τόσο περισσότερο το παιδί θέλει να την επαναλάβει. Για την εργοθεραπεία αυτό έχει πρακτική αξία, γιατί μετατρέπει τη συμμετοχή σε κάτι εσωτερικά κινητοποιητικό, μειώνοντας στρες και βοηθώντας στη συναισθηματική ρύθμιση.
Η δεύτερη μεγάλη παράμετρος είναι το κοινωνικό στοιχείο. Σε αντίθεση με πιο μοναχικές δραστηριότητες, τα ομαδικά αθλήματα απαιτούν συνεργασία, επικοινωνία, προσαρμογή. Το παιδί μαθαίνει να διαχειρίζεται απογοήτευση, να «διαβάζει» συμπαίκτες, να αντέχει την πίεση της στιγμής, να χαίρεται συλλογικά τη νίκη και να στέκεται δίπλα στην ομάδα στη δυσκολία. Αυτές οι εμπειρίες, όπως περιγράφει, ενεργοποιούν μηχανισμούς «δεσίματος» και ενισχύουν δεξιότητες όπως η ενσυναίσθηση και η συναισθηματική νοημοσύνη.
Από τη σκοπιά της αισθητηριακής ολοκλήρωσης, μπάσκετ και ποδόσφαιρο αποτελούν ένα πυκνό, πολυαισθητηριακό «πεδίο μάχης». Ισορροπία (αιθουσαίο σύστημα), αίσθηση σώματος και θέσης (σωματοαισθητικό), οπτική επεξεργασία για χωρικό προσανατολισμό, ακουστικά σήματα για οδηγίες και συνεννόηση – όλα πρέπει να δουλεύουν μαζί, σε πραγματικό χρόνο. Παράλληλα μπαίνει η πράξη (praxis): σύλληψη ιδέας, κινητικός σχεδιασμός, εκτέλεση. Και μαζί τους οι θεμέλιες κινητικές δεξιότητες: αμφίπλευρος συντονισμός, ταχύτητα, ευκινησία, δύναμη, αντοχή, αλλά και οπτικοκινητικός έλεγχος για να παρακολουθείς γρήγορα κινούμενα αντικείμενα και να προβλέπεις τις αλλαγές στο περιβάλλον.
Αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητα είναι που τα κάνει «μοναδικά θεραπευτικά», κατά τον Γουναρίδη: πιέζουν το νευρικό σύστημα να οργανωθεί, να προσαρμοστεί, να βρει λύσεις. Ευνοούν τη νευροπλαστικότητα και «γυμνάζουν» εκτελεστικές λειτουργίες, ενώ λειτουργούν και ως φυσική εκτόνωση, με ορμονική ώθηση που βοηθά τη διάθεση και κρατά ψηλά την εμπλοκή του παιδιού.
Το άρθρο, ωστόσο, κλείνει με προειδοποίηση: η ένταξη μπάσκετ/ποδοσφαίρου στις συνεδρίες έχει και ρίσκο. Αν το παιδί ταυτίσει τη θεραπεία αποκλειστικά με αυτά τα παιχνίδια, μπορεί να θέλει να έρχεται μόνο όταν «υπόσχονται μπάλα». Η λύση που προτείνεται είναι ισορροπία και σχέδιο: συνεννόηση με τους υπεύθυνους, δομή που ενσωματώνει τα αθλήματα ως εργαλείο, αλλά ταυτόχρονα κρατά και άλλες δραστηριότητες «just right challenge», ώστε το παιδί να καταλαβαίνει ότι βρίσκεται σε θεραπεία – όχι σε αθλητική ακαδημία.
Με λίγα λόγια, μπάσκετ και ποδόσφαιρο δεν είναι απλώς «αγαπημένα παιχνίδια». Στην εργοθεραπεία μπορούν να γίνουν μοχλός ανάπτυξης: κινητικός, γνωστικός, συναισθηματικός και κοινωνικός. Αρκεί να χρησιμοποιηθούν σωστά, με μέτρο και με καθαρό θεραπευτικό στόχο.