Oι εξελίξεις είναι δραματικές. Μετά την Όλγα Τρέμη, έκλαψε η Άννα Μπουσδούκου. Μετά την Άννα Μπουσδούκου, ήρθε η σειρά της Χριστίνας Λαμπίρη να συγκινηθεί και να συγκινήσει. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά σ' αυτό το τσουνάμι του τηλεοπτικού σπαραγμού. Κατ' αρχήν, ποια είναι αυτή η Άννα Μπουσδούκου; Όπως έχει πει ο Χάρρυ Κλυνν, σαν Τραμπάκουλας, "ούτε που την ξέρω, ούτε που θέλω να την ξαναδώ".

Διάβασα όμως και ενημερώθηκα, ότι αποχαιρετώντας το τηλεοπτικό κοινό της στον ΣΚΑΪ, ενόψει του καλοκαιριού, έβαλε τα κλάματα. Δεν είναι δηλαδή, ότι χάνει άπαξ δια παντός την εκπομπή, όπως η Όλγα Τρέμη στο MEGA. Αν ύστερα από εννιά χρόνια, σου αφαιρούν το "κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας", από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του μεγαλύτερου καναλιού, είναι πράγματι ένας σοβαρός λόγος να συγκινηθείς και να σε πάρουν τα πετιμέζια. Η Μπουσδούκου, τόσο εύκολα τα έχει τα δάκρυα, που βάζει τα κλάματα επειδή φεύγει με ένα μήνα άδεια; Τόσο πολύ έχει παραφρονήσει ο κόσμος; Να κλαίνε επειδή θα φύγουν για διακοπές; Έχουν τρελαθεί εντελώς;

Και αν η Άννα Μπουσδούκου, πλάνταξε επειδή θα λείψει από το γυαλί 30 μέρες, εύλογη ήταν η ταραχή και τα ρίγη συγκίνησης της Χριστίνας Λαμπίρη. Η εκπομπή της στον ΣΚΑΪ έριξε αυλαία μια και καλή. Αντίο δηλαδή, χωρίς επιστροφή. Και την εν λόγω Λαμπίρη να μιλάει σαν δεύτερος Νίκος Καββαδίας: "Όταν βρίσκεσαι για 11 μήνες κάπου και δεν συνεχίζεται η συνεργασία, είναι σαν το μπάρκο του ναυτικού, που πάει 11 μήνες και θαλασσοπνίγεται και μετά επιστρέφει στο λιμάνι του...". Ήδη ο Θάνος Μικρούτσικος σκέφτεται να της ζητήσει την άδεια για να μελοποιήσει το δραματικό αυτό τηλεοπτικό διάγγελμα.

Το λάιβ κλάμα στην ελληνική τηλεόραση συμπεριλαμβάνεται μέσα στο γενικότερο κόνσεπτ. Όταν βλέπει η κάθε Μπουσδούκου την Όλγα Τρέμη να κλαίει, μπαίνει στο νόημα. Αφού κλαίει η πρώτη φίρμα, ας κλάψω κι εγώ για να είμαι μέσα στη μόδα. Αν γκουγκλάρεις στο "έκλαψε", δεν θα πιστεύεις σ' αυτό που βλέπουν τα μάτια σου. Έκλαψε η Σταματίνα Τσιμτσιλή. Έκλαψε η Τατιάνα Στεφανίδου. Έκλαψε η Κωνσταντίνα Σπυροπούλου. Και για να μην επαναλαμβάνουμε συνέχεια το "έκλαψε", η δουλειά πάει όπως ακριβώς η διαφήμιση για το "εργαστήρι δημοσιογραφίας". Και η Λίτσα Πατέρα. Και η Δέσποινα Βανδή (προσφάτως στο Voice). Και η Δέσποινα Καμπούρη. Και η Άντζελα Δημητρίου. Και η Ανθή Σαλαγκούδη. Και η Κατερίνα Παπουτσάκη. Και η Ελένη Μενεγάκη. Και η Λιάνα Κανέλλη. Και η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, γνωστή και ως Ζουμπουλία, κολλητή της Μακρυπούλια. Και η Μαρία Μπεκατώρου. Και η Πάολα.

Το θέμα δεν είναι ποιες έχουν κλάψει, αλλά ποιες δεν έχουν κλάψει. Και δεν είναι ότι είχαν βρεθεί σε εκπομπή μαγειρικής, κάποιος καθάριζε κρεμμύδια για το στιφάδο και τις πήραν τα πετιμέζια. Όλες, μηδέ μιας εξαιρουμένης, έκλαψαν επειδή "συγκινήθηκαν ευρέως", όπως θα μπορούσε να πει η Άντζελα Δημητρίου. Για όλες αυτές τις κυρίες, η τηλεόραση είναι σαν το σπίτι τους. Όπως βάζουν τα κλάματα στο δωμάτιό τους, όταν είναι στεναχωρημένες, έτσι ακριβώς, με την ίδια ευκολία, κλαίνε στο στούντιο. Όπως έκλαψε η Έλλη Στάη όταν έκλεισε η ΕΡΤ.

Όποιος όμως νομίζει, ότι το τηλεοπτικό κλάμα είναι γυναικείο προνόμιο, είναι βαθιά νυχτωμένος. Ο Στέλιος Καζαντζίδης, όταν τραγούδαγε "κι όμως κυρία μου κι οι άντρες κλαίνε", σε στίχους Πυθαγόρα, κάτι ήξερε παραπάνω (κι όσο σκεφτόμουν πως είσαι μακριά μου, ποτάμια έτρεχαν θολά τα δάκρυά μου). Πρώτος και καλύτερος έχει κλάψει ο πρώτος πολίτης της χώρας, ο Κάρολος Παπούλιας. Και μην πει κανείς ότι οι γέροντες, οι ηλικιωμένοι γενικά, έχουν εύκολο το κλάμα. Είναι στον άνθρωπο. Μπορεί να σκεφτεί κανείς τον Μητσοτάκη να κλαίει; Τα κλάματα επίσης έχει βάλει ο Τάκης Ζαχαράτος. Με αναφιλητά μάλιστα έκλαψε μια φορά ο Βαγγέλης Περρής. Όπως κι ο Θανάσης Τσαλταμπάσης. Κι ο Νίκος Ορφανός. Οι ηθοποιοί άλλωστε, έχουν ευαίσθητες ψυχούλες. Κατ' αυτή την έννοια εύκολο, πολύ εύκολο θα λέγαμε, έχει το κλάμα ο Γιώργος Τράγκας. Όταν θέλει να ανεβάσει τους τόνους δηλαδή, είτε στην τηλεόραση, είτε στο ραδιόφωνο, λες και πατάει ένα κουμπί, λες και βάζει μπροστά τον αυτόματο, βάζει τα κλάματα.

Εδώ που τα λέμε, υπάρχει και η παράδοση του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου. Όσοι είναι σήμερα 50+, έχουν γαλουχηθεί με τις ασπρόμαυρες ταινίες. Με το κλάμα της Μάρθας Βούρτση, με τα βάσανα του Νίκου Ξανθόπουλου. Το ποιος βέβαια κλαίει κανονικά και ποιος παραμύθι-φούρναρης, είναι ένα ζήτημα. Ποιος κλαίει επειδή πράγματι συγκινήθηκε και ποιος θέλει να πουλήσει το κλάμα του. Αν βλέπεις δηλαδή έναν άντρα δυο μέτρα, σαν τον Δένδια, και μάλιστα πολιτικό, να βάζει τα κλάματα επειδή ανασχηματίσθηκε από το Υπουργείο της Αστυνομίας, είναι κομματάκι δύσκολο να μασήσεις.

Το κλάμα στον αθλητισμό, αντίθετα, είναι πραγματικό. Δεν έχει κανένα λόγο άλλωστε ένας αθλητής να παίξει θέατρο. Δεν έκλαιγε στα ψέματα ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Το να κλαίει συνέχεια ο Ρονάλντο, δείχνει αδυναμία χαρακτήρα, αλλά δεν μπορείς να πεις ότι υποκρίνεται. Γενικά στους ποδοσφαιριστές, να κλάψουν έστω μία φορά από υπερβολική συγκίνηση, συμβαίνει. Κι ο Μέσι έκλαψε όταν η Μπάγερν απέκλεισε την Μπαρτσελόνα από τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Κι ο Φαλκάο έκλαψε, κι ο Νεϊμάρ έκλαψε τώρα στο Μουντιάλ που χτύπησε. Μέχρι και η Κοντσίτα έκλαψε που κέρδισε τη Γιουροβίζιον.

Αν μιλάμε πάντως για ποδοσφαιρικό κλάμα, το Όσκαρ, το χρυσό αγαλματάκι, ανήκει στον ένα και μοναδικό, τον λέοντα της Μεσσηνίας, τον Σωτήρη Γεωργούντζο.

(Η καλύτερη εκτέλεση της "συννεφιασμένης Κυριακής". Τερτσέτο, Μαρίκα Νίνου, ο κιθαρίστας Γιάννης Σαλασίδης και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Σε κάθε στίχο αρχίζει πρώτη η Νίνου. Συνεχίζουν μετά ο Σαλασίδης με τον Τσιτσάνη εναλλάξ και στη συνέχεια και οι τρεις μαζί. Όπως ακριβώς το έλεγαν στο πάλκο).

Πηγή: sport24.gr