Το «Στην Υγειά μας ρε παιδιά» μπορεί να έριξε αυλαία μετά από 17 χρόνια, ωστόσο πρόκειται για μία εκπομπή που αγαπήθηκε όσο λίγες και για αυτό ο Σπύρος Παπαδόπουλος σε κάθε συνέντευξή του, είναι… υποχρεωμένος να μιλάει και για αυτή.

Σε δηλώσεις του λοιπόν στην ιστοσελίδα VICE, αποκάλυψε μεταξύ άλλων πως δεν ήταν όλες οι εκπομπές που έκανε τόσο διασκεδαστικές, εξήγησε πότε χαλούσε το κλίμα και αποκάλυψε για πρώτη φορά πως δεν θα καλούσε ποτέ, εάν παιζόταν ακόμα, ράπερς-τράπερς, καθώς διαφωνεί κάθετα με το είδος και τα όσα λένε. Οπότε παρά τα views και την επιτυχία τους, SNIK LIGHT και λοιποί, δεν θα περνούσαν… ούτε απέξω από τον ΣΚΑΪ.

Αναλυτικά:

Σας έχει λείψει η πρώτη χρονιά χωρίς το «Στην υγειά μας, ρε παιδιά»;
Όχι, καθόλου. Καθόλου. Εγώ το αποφάσισα. Καθόλου δεν μου έχει λείψει, αντιθέτως απολαμβάνω. Ξέρετε, ήταν ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Όπως πιστεύει πολύς κόσμος -κι εγώ το πιστεύω- έχει γράψει ιστορία αυτή η εκπομπή. Κάποιες εκπομπές, τουλάχιστον, έχουν γράψει ιστορία. Πιστεύω ότι είναι προσφορά στους νεότερους και στο ελληνικό τραγούδι που μπαίνουν και βλέπουν τι ήταν ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Μίκης, ο Λοΐζος και όλοι αυτοί. Απλώς ήταν πολλά τα 17 χρόνια. Σκεφτείτε ότι εδώ και 17 χρόνια, εγώ Τετάρτη με Κυριακή είμαι στο θέατρο και Δευτέρα με Τρίτη έγραφα εκπομπή. Δεν ήξερα τι θα πει ρεπό. Και τώρα έρχεται Κυριακή βράδυ κι ακόμα είναι αυτό που λέμε η δύναμη της συνήθειας και με πιάνει ένα άγχος ότι ωχ, πρέπει να πάω να ετοιμαστώ για την εκπομπή. Και μόλις συνέρχομαι και λέω ότι δεν έχω εκπομπή, είμαι πολύ ευτυχής. Απολαμβάνω πάρα πολύ τα Δευτερό-τριτά μου, τις ημέρες που πραγματικά δεν έχω να κάνω κάτι. Κάθομαι, διαβάζω, βλέπω φίλους μου, οτιδήποτε. 

Υπάρχουν κάποια χιουμοριστικά memes στο Ίντερνετ που σας δείχνουν σε στιγμές από το «Στην Υγειά μας» και λένε ότι πρόκειται για την καλύτερη δουλειά στον κόσμο. Ήταν τελικά η καλύτερη δουλειά του κόσμου; Ήταν μία πολύ εύκολη δουλειά;
Όχι, μία πολύ εύκολη δουλειά δεν ήταν. Μία πολύ καλή δουλειά ήταν. Εγώ χοντρικά το είχα μετρήσει κάνα 20λεπτο. Μόλις αρχίσει η εκπομπή και περάσει ένα 20λεπτο καταλάβαινα αν θα πάει καλά και αν ήταν αυτό που έχω στο μυαλό μου. Μόλις το ένιωθα ήμουν πραγματικά ένας άνθρωπος που διασκέδαζε, γλεντούσε και πληρωνόταν. Άσχετα αν είχα δουλέψει πολύ μέχρι να οργανωθεί. Όμως, αν δεν πήγαινε όπως την ήθελα -που υπήρξαν κάποιες φορές που συνέβη αυτό- τότε εκεί ήταν βαρέα και ανθυγιεινά. 

Βαρέα και ανθυγιεινά ή τρομερό στρες για να ανατραπεί το κλίμα;
Όχι, καταλάβαινα ότι το κλίμα δεν θα ανατραπεί. Δεν υπήρχε αυτή η χημεία που εγώ πίστευα ότι θα υπάρξει και μέχρι να τελειώσει η εκπομπή για εμένα ήταν ένα μαρτύριο. Προσπαθούσα να μην το δείχνω, βέβαια. Κάποιοι φίλοι που με ξέρουν όμως μου έλεγαν ότι στην εκπομπή αυτή δεν ήσουν πολύ καλά, ε; Με έκοβαν από το μάτι. 

Top 5 στιγμών που θεωρείτε ότι κάποιος πρέπει να ανατρέχει στην αρχειοθήκη ως σημαντικές για το ελληνικό τραγούδι; 
Θα αδικήσω κάποιες αν πω Top 5. Να πω Top 50, ας πούμε. Για εμένα ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση το ότι έκανα δύο εκπομπές με τον Μίκη Θεοδωράκη. Όχι επειδή έκανα τις εκπομπές, αλλά γιατί προετοιμάζοντας τις εκπομπές πήγαινα στο σπίτι του Μίκη για 10-15 μέρες και μιλούσαμε. Δηλαδή μιλούσε, δεν μιλούσαμε. Αυτό ήταν για μένα ένα παράσημο ως άνθρωπο, όχι ως καλλιτέχνη. Το θεωρώ πολύ μεγάλο παράσημο το ότι χτυπούσα το κουδούνι, έμπαινα στον Μίκη και καθόμασταν τρεις ώρες και συζητούσαμε. 

Αρκετές ωραίες στιγμές και με τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Πολύ σπουδαίοι άνθρωποι πέρασαν από εκεί. Και όχι μόνο καλλιτέχνες, αλλά και άνθρωποι που ήταν φίλοι των καλλιτεχνών και ήρθαν πολύ σπουδαίες προσωπικότητες στο στούντιο.

Ένα πράγμα όμως που θυμάμαι, που δεν έχει να κάνει με αυτό που συζητάμε ακριβώς, είναι ένα υπέροχο πράγμα που μου είχε πει η Ζωζώ η Σαπουντζάκη. Εγώ για να την πειράξω της έλεγα «Αμάν ρε παιδί μου, με τα ρούχα και με τα πέπλα, τα πούπουλα και τα φτερά», επειδή όταν έπαιρνε ένα νούμερο σε μία επιθεώρηση έλεγε ότι εγώ θα ντυθώ έτσι και πήγαινε στο Λονδίνο με δικά της χρήματα, αγόραζε ένα πανάκριβο φτερό με δικά της χρήματα, και γυρνούσε για να το έχει να το κρατήσει για μισό λεπτό στην παράσταση. Και της έλεγα «τι τρέλα είναι αυτή που έχεις»; Και μου απάντησε το εξής «Επειδή δουλεύω από μικρό κορίτσι, εγώ δεν έπαιξα ποτέ με τις κούκλες μου. Και σιγά-σιγά έγινα η κούκλα μου». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. 

Είχατε κάποια στεγανά σε σχέση με μουσικά είδη, τα οποία μπορεί να τα σπάσατε; 
Είχα. Στεγανά όχι, σώνει και καλά. Ασφαλώς όλοι έχουμε κάποια ακούσματα και δεν μας αρέσουν τα πάντα. Εγώ ήθελα να φέρνω πράγματα που πρώτα από όλα τα γνωρίζω και εν συνεχεία να μου αρέσουν. Αυτός ήταν και ο άξονας της εκπομπής. Δεν έκανα μία μουσικολογική εκπομπή. Πολλοί μου έλεγαν «γιατί δεν φέρνεις το τάδε, τάδε, τάδε»; Δεν είναι η αντιπροσωπευτική εκπομπή που ήθελα να παρουσιάσω ό,τι γίνεται στην Ελλάδα. Δεν είμαι μουσικολόγος εγώ. Εγώ αποφάσισα να κάνω μία εκπομπή που να έχει τραγούδια της δικής μου γενιάς, της λίγο προηγούμενης και της λίγο μετά. Και επειδή λίγο-πολύ αυτό το είδος της μουσικής είναι εξοβελισμένο από τα ραδιόφωνα που παίζουν τα σύγχρονα πράγματα, να μαθαίνουν και οι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι θέλουν να τα μάθουν και δεν είχαν από πού. Σε αυτό συνέβαλε τα μάλα η εκπομπή. Άκουγαν ιστορίες ανθρώπων που ξεκίνησαν από το μηδέν. Σπουδαία πράγματα ειπώθηκαν εκεί μέσα. Είχε πολύ πλούτο αυτή η υπόθεση. Κι εγώ έμαθα πράγματα. Πιστεύω ότι εκτός από την όποια διασκέδαση, είχε και προσφορά ως προς αυτό.

Υπήρχαν απαγορευμένα είδη; Ότι για παράδειγμα ράπερ, που είναι τάση, εδώ δεν θέλω;
Εγώ πράγματα που δεν μου αρέσουν ή που διαφωνώ, όχι δεν θα έφερνα. Ας πούμε τους Active Member τους ήθελα πολύ. Δεν τα κατάφερα, γιατί τα παιδιά είχαν κάθε λόγο να μη θέλουν. Αλλά τώρα αυτούς τους πιτσιρικάδες που λένε ότι θέλουν ένα χρυσό αυτοκίνητο και χρυσά ρολόγια κ.λπ, ούτε απ ’έξω δεν θα περνούσαν. Επειδή η εκπομπή είχε να κάνει με το τι μου αρέσει εμένα και θέλω να το μοιραστώ με τους άλλους. Δεν ήταν ότι δεν γίνεται να μη συμπεριλάβεις ένα είδος. Αν ήμουν μουσικολογική εκπομπή, ασφαλώς να το κάναμε.