Παγκόσμια συγκίνηση, λοιπόν για τον θάνατο του Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, του πρώτου αριστερού, αντικομφορμιστή και προλετάριου Πάπα. Του 266ου Ποντίφικα της Ιστορίας, 8ου μη Ευρωπαίου, 1ου από τη Λατινική Αμερική, αλλά και 1ου Ιησουίτη Αρχηγού Κράτους όλων των εποχών.
Διαβάστε επίσης...
Απλός, λιτός και απέριττος δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, κυρίως για τα κόκκινο- μπλε χρώματα της Σαν Λορέντσο ντε Αλμάγκρο. Της ομάδας της νιότης και του αγαπημένου του Μποέντο. Της φτωχικής, εργατικής γειτονιάς (barrio) όπου είχε μεγαλώσει υπερασπιζόμενος, συχνά, πυκνά και τα δοκάρια της. «Ήμουν πολύ σκληρός, άτσαλος και επικίνδυνος αμυντικός: ευτυχώς που με έστελναν να κάνω τον τερματοφύλακα».
Πιτσιρικάς, αλλά ακόμη και όταν χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες δεν έχανε παιχνίδι της. Ενώ όταν πήρε… αναγκαστική μεταγραφή για το Βατικάνο ανανέωνε κάθε χρόνο το διαρκείας του για να αισθάνεται, όσο περισσότερο γινόταν δίπλα στην ομάδα του. Προς τιμήν του, μόλις έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του, η διοίκηση της Σαν Λορέντσο ανακοίνωσε ότι θα μετονομάσει το ιστορικό της γήπεδο από «Nuevo Gasometro» σε «Jorge Mario Bergoglio».
Όλα αυτά, βέβαια όχι μόνο δεν άρεσαν, αλλά και σχολιάζονταν συχνά από την ιδιαιτέρως συντηρητική Κοινωνία του Βατικάνο. Εμμέσως, πλην, σαφώς ενίοτε τον ανακαλούσαν ν’ αποφεύγει τις γραφικότητες. Να μην απευθύνεται μονίμως στον κόσμο χρησιμοποιώντας αθλητικές μεταφορές, αλλά περάσματα των Ευαγγελίων, να, να, να. Εκείνος όμως έκλεινε τα αφτιά του και προχωρούσε προς τον δρόμο που θεωρούσε σωστότερο.
Από την 1η κι όλας μέρα της θητείας του ως αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είχε σκανδαλίσει, αλλά και ταράξει τα πρωτόκολλα του Βατικάνο, πρώτα επιλέγοντας τον τίτλο «Φραγκίσκος», προς τιμήν του Σαν Φραντσέσκο του Ασσίζι, ταυτιζόμενος απόλυτα με τον «Άγιο των φτωχών και της λιτότητας».
Και ύστερα αρνούμενος, μάλιστα επί χρόνια να μετακομίσει από την 3άστερη πανσιόν όπου διέμενε, όταν εξελέγη Πάπας, στα λεγόμενα παπικά διαμερίσματα του Αγίου Πέτρου. Τελικά συμβιβάστηκε, με το ζόρι γιατί ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου αρνιόταν κατηγορηματικά να δεχτεί τα χρήματά του. Μετακόμισε, λοιπόν με βαριά καρδιά όχι όμως στο παπικό διαμέρισμα, αλλά σ’ έναν απλό ξενώνα της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου όπου και διέμεινε έως το τέλος των ημερών του. Τελευταία του επιθυμία (αυτό κι αν ήταν σκάνδαλο), να μην θαφτεί στους Παπικούς Τάφους, αλλά στην Εκκλησία Σάντα Μαρία Ματζόρε.
Ο πλέον sui generis Πάπας της Ιστορίας δεν ακολούθησε ποτέ συγκεκριμένους κανόνες, αλλά αποκλειστικά και μόνο το δικό του ένστικτο και τα δικά του θέλω. Μετά τον Πολωνό Βοϊτίλα ήταν μόλις ο δεύτερος Ποντίφικας που κατά το έθιμο της Μεγάλης Πέμπτης επισκέφθηκε τις φυλακές «Regina Coeli» της Ρώμης για να πλύνει τα πόδια δώδεκα κρατουμένων. Και το έκανε μέχρι και την περασμένη Πέμπτη, αν και καθήμενος σε αναπηρικό καροτσάκι, χωρίς φωνή και εμφανώς καταβεβλημένος από την πνευμονία που τον είχε χτυπήσει στα μέσα Φεβρουαρίου κι από την οποία δεν συνήλθε ποτέ.
Ιδιαίτερη εντύπωση, όχι όμως και τόσο ήταν η εμφάνισή του στις φυλακές, όχι με τα συνηθισμένα εκκλησιαστικά του ρούχα, αλλά με πολιτικά και μάλιστα μ’ ένα παραδοσιακό, αργεντινικό «poncho» που για μία ακόμη φορά άφησε στήλη άλατος την «σκληροπυρηνική» Κοινωνία του Βατικάνο.
Με τον Μαραντόνα είχε μία εμμονή, ενώ τον Μέσι δεν έτυχε να τον συναντήσει. Τον μεγάλο Ντιέγκο τον είχε καλέσει προσωπικά στο Βατικάνο γιατί του είχαν μείνει απωθημένα δύο πράγματα.
Το πρώτο, ότι τον τελικό του ’86 στο Μεξικό, ανάμεσα στην Αργεντινή και τη Γερμανία δεν μπόρεσε να τον παρακολουθήσει γιατί βρισκόταν τότε στη Γερμανία και διάβαζε μέρα, νύχτα για το μάστερ του στη Θεολογία.
Το δεύτερο, γιατί ήθελε ν’ ακούσει προσωπικά από τον ίδιο τι ακριβώς σήμαινε το «Mano de Dios», το «χέρι του Θεού» όπως είχε βαπτίσει ο ίδιος το γκολ που είχε πετύχει, με το χέρι στο αξέχαστο παιχνίδι με την Αγγλία. «Παναγιότατε, δεν ξέρω πως μου’ ρθε: κάποιες φορές συμβαίνει να μιλάω κι εγώ με μεταφορές», η απάντησή του…