Είχαν προηγηθεί ο Μάρλον Μπράντο, που μία ωραία ημέρα και σχεδόν τρομαγμένος από την ακαταμάχητη γοητεία που ασκούσε καθημερινά σε χιλιάδες κορίτσια, στα γυρίσματα του «Λεωφορείον ο Πόθος» παρακάλεσε έναν από τους σεναριογράφους, και πρώην επαγγελματία μποξέρ να του σπάσει τη μύτη για να τον απαλλάξει, μία για πάντα από την άβολη εικόνα ενός τέλειου προσώπου.

 Ο Πολ Νιούμαν, που κοκκίνιζε κάθε φορά που τον ρωτούσαν εάν τα καταγάλανα μάτια του ήταν φυσικά. Ο Αλέν Ντελόν, που ναι μεν κολακευόταν, αλλά μέχρι εκεί, χωρίς μετά να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα ή συνέχεια. Και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που επίσης κουρασμένος από το ν’ ακούει και να ξανακούει για τη γοητευτική και ευγενική του φυσιογνωμία προτιμούσε ν’ απομονώνεται στη φύση και την ηρεμία που του χάριζαν τα βουνά της Γιούτα.

 Και οι 4, ο καθένας με τον τρόπο του υπήρξαν αναμφισβήτητα ταλαντούχοι και όμορφοι, αλλά παράλληλα ασυμβίβαστοι, αντικομφορμιστές και άντι- ντίβες, αποφασιστικοί και γεμάτοι αυτοπεποίθηση μπροστά στην κάμερα, αλλά σεμνοί έως ντροπαλοί μόλις σταματούσαν τα γυρίσματα.

 Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ο Ρέντφορντ είχε και κάτι παραπάνω: ένα έμφυτο και φυσικό, αθλητικό ταλέντο το οποίο, εάν είχε καλλιεργήσει θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει εξίσου μεγάλη καριέρα, τόσο στο μπέιζμπολ και το σκι, όσο στο τένις, το γκολφ και την (θεραπευτική) ιππασία. Αυτά ήταν τα αγαπημένα του αθλήματα, κι αυτά ακριβώς επιχείρησε, είτε μέσω των ρόλων του, είτε σκηνοθετώντας να μεταφέρει και να μεταδώσει και στη μεγάλη οθόνη.

 Το πάθος του για το «Hit and Run», το κατεξοχήν αγαπημένο και εθνικό άθλημα των Αμερικανών το κληρονόμησε σε μικρή ηλικία όταν ο πατέρας του, του χάρισε ένα πλήρες σετ με ρόπαλο, γάντι και μπαλάκι.

 Έπαιζε μέρα, νύκτα και γράφτηκε μάλιστα ότι ήταν τόσο καλός που κέρδισε από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο υποτροφία για να συνεχίσει σε επαγγελματική ομάδα. Δεν πήγε ποτέ, τα παράτησε για την υποκριτική και τις Τέχνες και αντίθετα ταξίδεψε δεκάδες φορές σε Ιταλία και Γαλλία για να μάθει, να εμπλουτίσει  και να καλύψει τα πολιτιστικά του κενά. Μετά ήρθε μία πρόταση από το Μπρόντγουεϊ και ο άνεμος πήρε μία εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.

 Την αγάπη του για το μπέιζμπολ τη βίωσε και αναβίωσε, σαν να ήταν ένας αληθινός και επαγγελματίας παίκτης στην ταινία «The Natural» όπου, παρόλο την προχωρημένη, για αθλητή ηλικία καταφέρνει να γίνεται ο κορυφαίος όλων των εποχών.

 Για το σκι, στο «Downhill Racer» όπου υποτίθεται προκρίνεται στους Χειμερινούς, Ολυμπιακούς Αγώνες της Γκρενόμπλ. Για τα άλογα και την αποδεδειγμένη, θεραπευτική τους ιδιότητα στην ταινία «The Horse Whisperer» και για το γκολφ, άθλημα με το οποίο ασχολήθηκε μετά τα 50 του, στην ταινία «The legend of Bagger Vance» όπου σκηνοθετεί τους Ματ Ντέιμον και Ουίλ Σμιθ με αφηγητή τον Τζακ Λέμον, στον τελευταίο ρόλο της καριέρας του, ένα χρόνο πριν πεθάνει.

 Στα λόγια που αφηγείται, «το γκολφ δεν είναι παιχνίδι που μπορείς να νικήσεις, αλλά που μπορείς μόνο να παίξεις. Γι’ αυτό κι εγώ παίζω και συνεχίζω να παίζω μέχρι να βρω ποια ακριβώς θα είναι η θέση μου μες στο γήπεδο», συμπεριλαμβάνονται και ολόκληρη η σκέψη- φιλοσοφία, όσο τα πιστεύω του Ρέντφορντ, όχι μόνο ως προς τον αθλητισμό, αλλά στη θέση που ο καθένας μας οφείλει να έχει στη ζωή προσπαθώντας να προσφέρει πάντα, και μόνο την καλύτερή του πλευρά.