Τί θα γινόταν εάν τα ελληνικά «Φάντομ» βομβάρδιζαν τον χώρο της απόβασης το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου του 1974 στην Κύπρο; Την απάντηση δίνει ανάλυση του Δρ. Διεθνών Σχέσων Γιάννου Χαραλαμπίδη σε άρθρο του στην εφημερίδα "Σημερινή", στην οποία παρουσιάζει χάρτες και εξηγεί όλα τα στρατιωτικά δεδομένα.
«Οι πιλότοι των «Φάντομ», που ήταν έτοιμοι να συμμετάσχουν στην επιχείρηση, καθώς και τα τεχνικά στοιχεία των μαχητικών, δεν αφήνουν αμφιβολία ότι μπορούσαν να έρθουν στην Κύπρο, να βομβαρδίσουν και να επιστρέψουν. Η μαχητική τους ικανότητα ήταν 12 φορές μεγαλύτερη από εκείνην των τουρκικών!», σημειώνει ο Κύπριος αναλυτής.
Γιατί, όμως, δεν ήρθαν ποτέ τα ελληνικά «Φάντομ»;
«Εάν η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία και τα «Φάντομ» χτυπούσαν, όπως ήταν προγραμματι σμένο, το προγεφύρωμα το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου, η Ιστορία θα γραφόταν διαφορετικά. Η Χούντα προτίμησε να αποφύγει τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, και να περάσει η χώρα στη Δημοκρατία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι Τούρκοι δεν είχαν ενώσει το προγεφύρωμα με τον θύλακα της Λευκωσίας. Ήταν όμως ηλίου φαεινότερον ότι θα το έπρατταν με ή χωρίς εκεχειρία εφόσον η Ελλάδα θα δήλωνε ότι «κείται μακράν», απαντά ο αναλυτής στο κείμενο που μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω, το οποίο τιτλοφορείται ως «Οι πρώτες ώρες της εισβολής: Το τηλεγράφημα του Κίσινγκερ και οι επιχειρήσεις».
Στις 5:20 το πρωί της 20ής Ιουλίου του 1974, η Τουρκία εισέβαλλε στην Κύπρο υπό το πρόσχημα της ειρηνευτικής επιχείρησης. Και το ερώτημα είναι, τι συνέβη; Ήταν τόσο ικανός ο τουρκικός στρατός, ήταν τόσο χάλια η Εθνική Φρουρά ή και τα δύο; Ήδη, από τις 4:22 τα χαράματα, ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, είχε στείλει μήνυμα στον πρέσβη του στην Αθήνα, Χένρι Τάσκα, να πείσει τη Χούντα και δη τον Ιωαννίδη να μην κτυπήσουν τους Τούρκους στην Κύπρο, διότι ο ίδιος θα αναλάμβανε διπλωματική πρωτοβουλία για την εκτόνωση της κρίσης και την αποφυγή του ελληνοτουρκικού πολέμου, που θα έθετε σε κίνδυνο τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική για τη Συμμαχία την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου σε μια περιοχή στα όρια της Μέσης Ανατολής, που αποτελούσε ενεργό ηφαίστειο. Ακόμη και αν αποφεύγετο ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, τι θα συνέβαινε με την Κύπρο;
Το τηλεγράφημα Κίσινγκερ και ελληνοτουρκικός πόλεμος
Από το τηλεγράφημα Κίσινγκερ μπορεί ν’ αντιληφθεί κάποιος γιατί τα όπλα ήταν δεσμευμένα κατά τις πρώτες ώρες της εισβολής και απελευθερώθηκαν γύρω στις 8:40, όταν δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι οι Τούρκοι δεν διενεργούσαν στρατιωτικές ασκήσεις, αλλά εισβολή. Το τηλεγράφημα του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ δεν είναι το μόνο σχετικό με το θέμα στοιχείο. Υπάρχουν και άλλα, που οδηγούν στην ιστορική αλήθεια περί του τι συνέβη. Είναι όμως σημαντική η παρέμβαση Κίσινγκερ, ο οποίος ακόμη και να επενέβαινε διπλωματικά, επί του εδάφους θα είχε ήδη δημιουργηθεί τετελεσμένο, εάν η ΕΦ δεν απέκρουε την εισβολή. Ήδη, από τις 19 με 20 Ιουλίου είχε διεξαχθεί το τελευταίο σκέλος των διπλωματικών δράσεων του Υφυπουργού των Εξωτερικών, Τζόζεφ Σίσκο, μεταξύ Αθηνών - Άγκυρας, χωρίς αποτέλεσμα. Ο δε Κίσινγκερ είχε ήδη ενημερωθεί ότι η εισβολή ήταν αναπόφευκτη. Εξ ου και το τηλεγράφημα. Οι πιέσεις για την αποτροπή του ελληνοτουρκικού πολέμου στρέφονταν προς την Αθήνα, με τον ακρωτηριασμό της Κύπρου. Η Τουρκία ήταν ήδη στο πεδίο της μάχης. Η Ελλάδα δεν είχε μπει ποτέ στρατιωτικά, πλην της δράσης που είχε η ΕΛΔΥΚ, η οποία έδρευε στην Κύπρο, και η Α’ Μοίρα Καταδρομών από το Μάλεμε της Κρήτης, που είχε φτάσει στο νησί με την επιχείρηση ΝΙΚΗ τις πρώτες πρωινές ώρες της 22ας Ιουλίου (02:00), αλλά κρατήθηκε… μυστική. Οι ΗΠΑ ώς τη στιγμή της εκεχειρίας, στις 4 το απόγευμα της 22ας Ιουλίου, κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα. Διότι ήταν τέτοια η κρίση, που κανείς δεν θα μπορούσε να αποκλείσει τη στρατιωτική επιλογή.
Το Πέντε Μίλι και τα πέντε κύματα απόβασης
Περί τις 5:30 τω πρωί, Τούρκοι βατραχάνθρωποι έβγαιναν στο Πέντε Μίλι για αναγνώριση, σηματοδότηση και εξασφάλιση της ακτής απόβασης, όπου γύρω στις 8.30 θα άρχιζε το πρώτο κύμα της εισβολής. Επί τούτου σημειώνονται τα εξής:
1) Στο πρώτο κύμα συμμετείχαν το 1ο και 2ο τάγμα του 6ου Συντάγματος Πεζοναυτών, ενώ στο δεύτερο αποβιβάστηκε το 50ό Σύνταγμα Πεζικού. Ακολούθησαν ανά 15 λεπτά άλλα τρία κύματα ώς τη 1 το μεσημέρι, όταν είχαν αποβιβαστεί τα πρώτα 15 άρματα μάχης M47, 20 TOMΠ Μ113 και μια μοίρα Πυροβολικού 105 χιλιοστών. Οι δυνάμεις αυτές ανήκαν στην Ταξιαρχία «Τσιακμάκ».
2) Η επιλογή της ακτής στο Πέντε Μίλι δεν θεωρείται ως η καταλληλότερη για απόβαση όγκου δυνάμεων επιπέδου αποβατικού συντάγματος, κυρίως λόγω των μορφολογικών χαρακτηριστικών και διαστάσεων. Όμως, το σημείο αυτό έχει ένα άλλο πλεονέκτημα. Είναι πλησίον της μοναδικής διαβάσεως που συνδέει την ακτή αποβάσεως με τον κυριότερο τουρκικό θύλακα της Λευκωσίας - Αγύρτας. Το γεγονός αυτό βοηθούσε τον τουρκικό στρατηγικό στόχο, που είχε τέσσερα σκέλη: Το ένα ήταν η δημιουργία του προγεφυρώματος και η εξασφάλιση ικανοποιητικού χώρου για τον όγκο των αποβατικών δυνάμεων και η ευχερέστερη αντιμετώπιση των αντεπιθέσεων της Εθνικής Φρουράς. Το δεύτερο αφορούσε την ταχεία ενίσχυση και εξασφάλιση του θύλακα του Κιόνελι, εξ ου και η εκδήλωση στις 5:30 το πρωί, με «Αεροαπόβαση» και «Αεροκίνηση» δυνάμεων, που σημαίνει τη ρίψη αλεξιπτωτιστών με μεταγωγικά αεροσκάφη C-47 και μεταφορά καταδρομών και λοιπών δυνάμεων με ελικόπτερα. Εντός του θύλακα βρισκόταν η ΤΟΥΡΔΥΚ, που είχε εγκαταλείψει το στρατόπεδό της, και δύο τουρκοκυπριακά Συντάγματα. Το τρίτο ήταν η συνένωση των δυνάμεων του προγεφυρώματος με τις δυνάμεις του θύλακα, με εξασφάλιση ικανοποιητικού χώρου και η εν συνεχεία διοχέτευση των λοιπών δυνάμεων για την εδαφική επέκταση, δηλαδή το τέταρτο σκέλος των τουρκικών επιχειρήσεων προς τα ανατολικά και τα δυτικά, όπως συνέβη με τον Δεύτερο Αττίλα.
Τα δύο λάθη
Από την άλλη, ενώ οι Τούρκοι διενεργούσαν την εισβολή και ενώ υπήρχαν και πληροφορίες και στοιχεία:
1) Η Αθήνα επέμενε ότι επρόκειτο περί ασκήσεων.
2) Οι ΗΠΑ διά του Κίσινγκερ είχαν ζητήσει αυτοσυγκράτηση από την Αθήνα για να δοθεί έδαφος στη διπλωματία, με αποτέλεσμα να χαθεί χρόνος. Έχουμε, συνεπώς, δυο στρατηγικά λάθη. Το ένα είναι ότι δεν έγινε έγκαιρα επιστράτευση, όπως προνοούσαν τα σχέδια, και επί τούτου δεν υπήρχε δικαιολογία διότι το πραξικόπημα είχε επιβληθεί και δεν υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις αντίστασης και ανατροπής του καθεστώτος. Το δεύτερο αφορά στην καθυστέρηση της διαταγής εφαρμογής του Σχεδίου Αμύνης «Αφροδίτη», για ν’ αρχίσει η απόκρουση της εισβολής, παρόλο που καθοριζόταν ως πέρας ετοιμότητας για απόκρουση εχθρικής ενέργειας οι 6 ώρες από λήψεως της διαταγής εφαρμογής του σχεδίου. Υπάρχει και ένα τρίτο λάθος. Δεν τέθηκε σε εφαρμογή με τον τρόπο που θα έπρεπε να τεθεί, το σχέδιο «Αφροδίτη», το οποίο είχε εκπονηθεί σε επιτελικό επίπεδο τον Οκτώβριο του 1973, αλλά δεν είναι βέβαιο εάν είχαν γίνει επαρκείς συναφείς σχεδιασμοί σε όλη την κλίμακα των διοικήσεων, που σημαίνει δοκιμή σχεδίων, αναγνωρίσεις, ασκήσεις με κληρωτούς και εφέδρους.
Γραμμή πυρός στη θάλασσα
Υπό αυτές τις συνθήκες χάθηκε πολύτιμος χρόνος για την απόκρουση της εισβολής, παρότι η Εθνική Φρουρά είχε μεν προβλήματα, αλλά στο Πυροβολικό ήταν ισχυρή. Συνεπώς, θα ήταν δυνατό να είχαν αρχίσει οι στρατιωτικές ενέργειες με γραμμή πυρός στη θάλασσα, μόλις οι Τούρκοι εισέρχονταν εντός των 12 ναυτικών μιλίων, όπως προνοούσε με σαφή τρόπο το σχέδιο. Το ίδιο ισχύει και για τις αντιαεροπορικές μονάδες, που είχαν ως αποστολή τον περιορισμό της από αέρος τουρκικής κυριαρχίας, εφόσον η ΕΦ δεν διέθετε αεροπορία και η ελληνική δεν ήταν παρούσα. Για παράδειγμα, στην περιοχή της απόβασης υπήρχε η 182 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού (ΜΠΠ) παρά τη διάβαση του Αγ. Παύλου με βρετανικά «25λιβρα» 87,6 χιλ. και βεληνεκές περί τα 12 χιλιόμετρα. Μαζί της υπήρχε και η 198 ΠΠΠ με πυροβόλα μικρότερου διαμετρήματος 75 χιλ., ενώ άλλες δυο Μοίρες με «25λιβρα» βρίσκονταν στο Συγχαρί, η 181 ΜΠΠ (Ασσιεντρούσα) και η 191 ΠΠΠ και παρά την Μύρτου η 183 ΜΠΠ με «25λιβρα». Πρόσθετα, στον Γερόλακκο αναπτύχθηκαν η 187 και η 189 ΜΠΠ με ρωσικά πυροβόλα 100 χιλ. που είχαν βεληνεκές 20 χιλιόμετρα. Ο ρόλος του Πυροβολικού, όπως και των άλλων Όπλων, θα μπορούσε να ήταν πιο καθοριστικός στον χώρο της απόβασης. Είχαν σημειωθεί σημαντικά λάθη από το ΓΕΕΦ ενώ, ταυτοχρόνως, υπήρχαν προβλήματα συντονισμού, που περιελάμβαναν: Α) τεχνικές αδυναμίες, όπως είναι οι επικοινωνίες, οι σύνδεσμοι και παρατηρητές. Β) Κακό συντονισμό, που είχε στοιχίσει στη συνέχεια τον αποδεκατισμό της 181 ΜΠΠ στο Συγχαρί.
Η πρώτη επαφή…
Στο πεδίο της μάχης, η πρώτη μονάδα που είχε επαφή με τον εισβολέα ήταν το 251 Τάγμα Πεζικού από τα ανατολικά, στην περιοχή Γλυκιώτισσα. Ο 1ος Λόχος του τάγματος είχε αρχική διαταγή την επαφή με τον αντίπαλο, την ανάσχεσή του και τη συλλογή πληροφοριών για την επικρατούσα κατάσταση. Οι άλλοι δυο λόχοι ήταν ήδη εγκατεστημένοι από τον καιρό της ειρήνης σε αριθμό φυλακίων για επιτήρηση του βορείου τμήματος του θύλακα, συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να κινηθούν προς την ακτή απόβασης. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, μη έχοντας επαρκείς δυνάμεις το εν λόγω Τάγμα, ανέθεσε αποστολή άμυνας στο Λόχο Υποστήριξής του, που αναπτύχθηκε και αυτός για αναχαίτιση του εχθρού. Μαζί με τους υπόψη λόχους, που είχαν επαφή με τον εχθρό, ενεργούσε και ένας Ουλαμός αρμάτων μάχης Τ-34, ο οποίος έδρευε στο στρατόπεδο του Τάγματος. Λόγω προβλημάτων, από τα πέντε επιχείρησαν τα τέσσερα άρματα. Παρά τις φιλότιμες και ηρωικές προσπάθειες των πληρωμάτων τους, τελικώς εξουδετερώθηκαν. Από τα δυτικά, τα πρώτα τμήματα αφίχθησαν προοδευτικά στην περιοχή τις μεταμεσημβρινές ώρες.
Πτώση του Τέμπλου και η… ταλαιπωρία του 181 ΤΠ
Αφού οι Τούρκοι εξασφάλισαν την ακτή, άρχισαν να επεκτείνονται κυρίως προς τα ανατολικά για να φτάσουν στην Κερύνεια, στο Τέμπλος και από εκεί στη διάβαση της Αγύρτας για να πετύχουν τη συνένωση των δυνάμεών τους στο θύλακα Αγύρτας - Λευκωσίας. Οι δυνάμεις του 251 ΤΠ δεν ήταν πλήρους σύνθεσης και δεν διέθεταν επαρκή αντιαρματική δύναμη, πλην μερικών ΠΑΟ 57 χιλ. και του 120 ΛΒΟ περί τις 22:30. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στα δυτικά. Για παράδειγμα, το 281 ΤΠ, που είχε λάβει μέρος στο πραξικόπημα, βρισκόταν στη Λευκωσία και διατάχθηκε να μεταβεί στα Πάναγρα. Μετά άλλαξε η αποστολή. Ο ένας λόχος κινήθηκε στα Πάναγρα, ο άλλος στην Κερύνεια και ο τρίτος είχε ήδη διατεθεί στο 399 ΤΠ, στην περιοχή Αμμοχώστου, όπου υπήρχε κίνδυνος για εισβολή. Προσοχή εδώ. Το 281 ΤΠ ήταν το πρώτο που δέχθηκε στις 6 το πρωί τα πυρά της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας στον Κοντεμένο και λίγο αργότερο το ίδιο συνέβη και με το 286 ΤΠ, το οποίο έχασε και τον Διοικητή του. Όταν δηλαδή οι δυνάμεις εστάλησαν στο πεδίο της μάχης είχαν ήδη δεχθεί σοβαρά πλήγματα. Ο λόχος του 281 ΤΟ, που είχε διατεθεί στο 399 ΤΠ, εν συνεχεία διατάχθηκε μαζί με το 399 ΤΠ να κινηθεί προς Λευκωσία για να λάβει μέρος στις επιχειρήσεις κατάληψης του Κιόνελι. Όλα αυτά συνέβησαν την ίδια μέρα, συν του γεγονότος ότι εστάλησαν σημαντικές μονάδες υπό το φως της ημέρας, με την τουρκική πολεμική αεροπορία να είναι κυρίαρχη στους αιθέρες.
Η αντεπίθεση…
Το βράδυ της 20ής προς 21η Ιουλίου έγινε προσπάθεια αντεπίθεσης κατά του τουρκικού προγεφυρώματος από το Συγκρότημα Μπούφα (δυτικά του προγεφυρώματος) της Γ’ Ανωτέρας. Η προσπάθεια ήταν ανεπιτυχής για τους εξής λόγους:
Αντί η αντεπίθεση, που ήταν καθοριστικής σημασίας, να τεθεί κάτω από το ΓΕΕΦ, τέθηκε κάτω από τους τοπικούς Διοικητές, οι οποίοι είχαν έως και προβλήματα περί του ποιος θα ήταν επικεφαλής λόγω θεμάτων μεταξύ τους ως προς την αρχαιότητα.
Υπήρχε έλλειψη συντονισμού και πληροφοριών για τις δυνατότητες του εχθρού και των θέσεών του. Ως αποτέλεσμα για παράδειγμα τούτου ήταν να πέσουν σε ενέδρα τμήματα του 316 ΤΠ.
Ανεπαρκής υποστήριξη των δυνάμεων και δη με βαρέα όπλα και πυροβολικό.
Ελλιπής χρόνος προετοιμασίας και επάρκειας δυνάμεων.
Η λανθασμένη διαταγή στην ΕΛΔΥΚ
Επί των ανωτέρω θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Α) Δόθηκε μεν διαταγή, για την εφαρμογή του σχεδίου «Αφροδίτη», αλλά καθυστερημένα. Εκ των πραγμάτων, όμως, διενεργήθηκε στρατηγικό λάθος. Αντί να σταλεί η ΕΛΔΥΚ, που ήταν επίλεκτο σώμα, στον χώρο της εισβολής, η διαταγή προς αυτήν ήταν να στραφεί προς Κιόνελι, μαζί με μονάδες της ΕΦ. Εδώ έχουμε διπλή αποτυχία: Αφενός δεν καταλήφθηκε το Κιόνελι, το οποίο ήταν αστακός και είχε ενισχυθεί από αλεξιπτωτιστές και καταδρομείς. Αφετέρου, δεν εξαλείφθηκε το προγεφύρωμα στην ακτή, κάτι που θα είχε αυξημένες πιθανότητες να συμβεί με την εμπλοκή της ΕΛΔΥΚ, η οποία είχε τη δύναμη συντάγματος με πλήρη σύνθεση και συνοχή διοίκησης και δράσης. Σε αντίθεση με το Κιόνελι, οι υπόλοιποι τουρκικοί θύλακοι στις επαρχίες Λεμεσού, Λάρνακας, Πάφου, στη Λεύκα και αλλού είχαν καταληφθεί από δυνάμεις και δη εφέδρους της ΕΦ. Χάθηκε, όμως, ο κρίσιμος στρατηγικός χώρος του προγεφυρώματος. Εάν εκεί έχαναν οι Τούρκοι, θα ήταν γι’ αυτούς μια τραγωδία.
Τελικώς, γύρω στις 5 το απόγευμα της 22ας Ιουλίου, οι Τούρκοι αφού κατέλαβαν το Τέμπλος και την Κερύνεια έφτασαν στη διάβαση της Αγύρτας και συνενώθηκαν με τις δυνάμεις τους, που δρούσαν εντός του θύλακα μετά την κατάπαυση πυρός (άρχιζε στις 4 μ.μ.). Και από το σημείο αυτό άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για πολλούς λόγους: 1. Δεν είχε γίνει επιτυχημένη ανασυγκρότηση της ΕΦ κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας. 2. Η Ελλάδα δεν είχε ενισχύσει την Κύπρο, διότι θεωρήθηκε ότι το παιχνίδι είχε χαθεί. Αυτή ήταν η άποψη των στρατηγών της Χούντας, που παρέμειναν στις θέσεις τους επί Καραμανλή. Το πρώτο τους λάθος ήταν που δεν έστειλαν μετά το πραξικόπημα, τουλάχιστον ένα Σύνταγμα στην περιοχή Κερύνειας για να αποκρούσει την εισβολή σε περίπτωση που αυτή θα διενεργείτο, όπως και συνέβη. Το δεύτερο ήταν που δεν εστάλη η ΕΛΔΥΚ στον χώρο της απόβασης και το τρίτο ήταν ότι δεν εστάλη μια Μεραρχία μεταξύ πρώτης και δεύτερης φάσης της εισβολής. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα άλλαζε και την ψυχολογία και τα ισοζύγια δυνάμεων. Βεβαίως υπάρχει και η άποψη του Ευάγγελου Αβέρωφ, τότε Υπουργού Άμυνας, καθώς και των συν αυτώ, ότι αν αποστελλόταν ελληνικός στρατός θα εγκλωβιζόταν στο νησί, διότι οι Τούρκοι, κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, όχι μόνο προωθούνταν, χωρίς να απαντά η ΕΦ, αλλά, ταυτοχρόνως, ενισχύονταν από κάθε άποψη, με πρόσθετες δυνάμεις του 6ου Σώματος Στρατού, προετοιμάζοντας έτσι την επόμενη φάση του ΑΤΤΙΛΑ 2.
Τα «Φάντομ» και η αλλαγή της Ιστορίας
Υπό το φως των ανωτέρω, εγείρεται το εξής ερώτημα: Μπορούσε ν’ άλλαζε ο ρους της Ιστορίας εάν τα ελληνικά «Φάντομ» βομβάρδιζαν τον χώρο της απόβασης το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου του 1974; Οι στρατιωτικοί δίνουν θετική επί τούτου απάντηση. Η Πολεμική Αεροπορία είχε λάβει την απαιτούμενη διάταξη μάχης και, μάλιστα, από προωθημένα αεροδρόμια περίμενε το πράσινο φως για την Κύπρο και δη για να κτυπήσει στον χώρο της απόβασης. Οι πιλότοι των «Φάντομ», που ήταν έτοιμοι να συμμετάσχουν στην επιχείρηση, καθώς και τα τεχνικά στοιχεία των μαχητικών, δεν αφήνουν αμφιβολία ότι μπορούσαν να έρθουν στην Κύπρο, να βομβαρδίσουν και να επιστρέψουν. Η μαχητική τους ικανότητα ήταν 12 φορές μεγαλύτερη από εκείνην των τουρκικών! Γιατί, όμως, δεν ήρθαν ποτέ τα ελληνικά «Φάντομ»; Τις πρώτες πρωινές ώρες της 22ας Ιουλίου, ο Τζόζεφ Σίσκο, από το σύνολο των ηγετών της Χούντας, τους οποίους έψαχνε απελπισμένα, βρήκε στο τηλέφωνο μόνο τον Αραπάκη, τον αρχηγό του Ναυτικού. Για την αποφυγή του ελληνοτουρκικού πολέμου, ο Σίσκο επιδίωκε εναγωνίως να κλείσει συμφωνία για εκεχειρία. Ο Αραπάκης δεσμεύτηκε, χωρίς να έρθει σε επαφή με τους υπόλοιπους, για την εκεχειρία που θα άρχιζε από τις 4 το απόγευμα. Το επόμενο πρωί, οι αρχηγοί συμφώνησα, πήγαν στον Γκιζίκη, φώναξαν τον Δ. Ιωαννίδη και επικύρωσαν την απόφαση για εκεχειρία και τη μετάβαση στη δημοκρατία. Οι Τούρκοι κρατούσαν εκείνη τη στιγμή και ο θύλακας του κυπριακού εδάφους (1,75% επί του συνόλου – 162 τχ). Εφόσον η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία δεν τσάκισε τους εισβολείς το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου, τσάκισαν οι εισβολείς την Κύπρο. Ώς το απόγευμα ένωσαν το προγεφύρωμα με τον τουρκικό θύλακα Λευκωσίας - Αγύρτας και ώς τις 16 Αυγούστου προχώρησαν στην κατάληψη του 37% της Κύπρου. Και από τότε, η Κύπρος βρίσκεται στην εντατική και στον αναπνευστήρα των αποτυχημένων συνομιλιών.


