Στις 20 Ιουλίου 2025 συμπληρώθηκαν 51 χρόνια από τη βάρβαρη τουρκική εισβολή στην μαρτυρική Μεγαλόνησό μας Κύπρο, μία από τις αμέτρητες επιθετικές και κατακτητικές ενέργειες των Τούρκων έναντι των Ελλήνων, αρχής γενομένης ήδη από τον 11ο αι. και την περιβόητη εκείνη μάχη και ήττα του Ματζικέρτ, η οποία διάνοιξε τις πύλες για την κατάκτηση της Ασιατικής και αργότερα και της Ευρωπαϊκής Ελλάδος. Προϊόντος του χρόνου, η μία μετά την άλλη οι περιλάλητες Ελληνίδες μικρασιατικές πόλεις περιήλθαν υπό οθωμανική δουλεία, είτε κατόπιν παραδόσεως “διὰ παραδοσίας” (afwan, sulhan), (“επροσκύνησαν,”) είτε “από σπαθίου,” ως “δορυάλωτες” (anwatan, kahran, kasran) στον διεξαγόμενο ισλαμικό “ιερό πόλεμο” (τζιχάντ) του Οθωμανικού (κοινού τουρκο-κουρδο-αραβικού εκείνη την εποχή) Ισλάμ, μέχρι και την κατάκτηση της Τραπεζούντος, της Κωνσταντινουπόλεως και αργότερα και της Ηπειρωτικής Ελλάδος. Η τελευταία μάχη αυτού του μακρού πολέμου, 1.000ετούς πια, υπήρξε η Κύπρος (ή τα Ίμια), ενώ η επόμενη μάχη δεν αποκλείεται να επίκειται προσεχώς, εκτός και αν “παραδοθούμε αμαχητί…” στις τουρκικές αξιώσεις και απαιτήσεις.

Αναφορικά με την Κύπρο, οι Τούρκοι ετοιμαζόντουσαν ήδη από το 1964 για στρατιωτική εισβολή και διχοτόμηση, ενώ οι Έλληνες – “Βαλκάνιοι” Ελλαδίτες και “Μεσανατολίτες” Κύπριοι- διχαζόντουσαν και αλληλοϋπονομευόντουσαν διαφοροτρόπως και διαφορομόρφως γύρω από διάφορα ζητήματα, ίδιον ηγεσιών και λαών με πολλά προβλήματα ανάλυσης, κατανόησης, ερμηνείας, διαχείρισης περίπλοκων πραγμάτων και καταστάσεων, αλλά και χαμηλού διανοητικού και μορφωτικού επιπέδου, αδυναμίας συνεννόησης και αναγκαίων υπερβάσεων προς αντιμετώπιση αναφυομένων προβλημάτων, προκλήσεων, κινδύνων, ή επίτευξη καλώς νοουμένων εθνικών στόχων (Ένωση). Άλλωστε, οι διχασμοί σε κρίσιμες περιόδους οδήγησαν τον Ελληνισμό σε μεγάλες καταστροφές, υποδουλώσεις και εξαρτήσεις, με τραγικές πληθυσμιακές και ηθικές συνέπειες. Η Κύπρος αποτελεί το τελευταίο -κραυγαλέο- παράδειγμα κοινής αποτυχίας Ελλαδιτών και Κυπρίων. Η στρατιωτική Άμυνα της Κύπρου ήταν ελλειπέστατη (απουσία αναγκαίου οπλισμού [αντιαεροπορικά κλπ], υπονόμευση αλλά και αποχώρηση Μεραρχίας, ιδεολογικός διχασμός και αλληλοϋπονόμευση μεταξύ Κυπρίων κλπ). Όλη η προσοχή εδίδετο στην εσωτερική διαμάχη Μακαριακών και Γριβικών, στην ελλαδο-κυπριακή διαμάχη, στην εξυπηρέτηση ξένων, αλλοτρίων συμφερόντων και στην διεθνή διπλωματία (σημαντική μεν, αλλά όχι απαραίτητα αποτελεσματική πάντοτε, όπως αποδείχθηκε περίτρανα το 1974). Μα μήπως η στρατιωτική άμυνα και προπαρασκευή της Ελλάδος ήταν τότε καλύτερη;

Οι Τούρκοι, από την άλλη, ως πολεμοχαρής, επιθετικός, επεκτατικός, υπάκουος και δουλικός προς το Κράτος τους, αλλά και άκρως επιρρεπής προς τον φανατισμό (εθνικό και θρησκευτικό) λαός ήταν ενωμένοι και αποφασισμένοι -ευκαιρίας δοθείσης και/η δημιουργηθείσης- να εισβάλλουν και να επιβάλλουν την διχοτόμηση (taksim), όπερ και εγένετο. Ενώ υπήρχαν την δεκαετία του 1960 σημαντικές προϋποθέσεις επίτευξης και επιβολής της Ένωσης (του 82% και με μια ελλαδική Μεραρχία εκεί), τελικά επεβλήθη η διχοτόμηση (του 18%). Τι “κατόρθωμα” και τούτο…
Ανησυχία διακατέχει τους Έλληνες ότι το Κράτος – ασχέτως κυβερνήσεων – είναι εν πολλοίς ανεπαρκές να παρακολουθεί περιεκτικά την Τουρκία, ώστε να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και νικηφόρα, σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης, προοπτική, η οποία δεν μοιάζει -πια- μακρινό ενδεχόμενο, δεδομένης της τουρκικής συμπεριφοράς, επιθετικότητας, αναθεωρητισμού και επεκτατικότητας.

Το έλλειμα εμπιστοσύνης των Ελλήνων προς το Κράτος είναι βαθύ, διαχρονικό, μόνιμο. Το Κράτος μας εδώ και πολλές δεκαετίες και για διαφόρους λόγους, οι οποίοι μεταξύ άλλων χρήζουν όχι μόνο πολιτικής και κοινωνιολογικής, αλλά και ηθικής και ψυχαναλυτικής προσέγγισης, δίδει την εντύπωση ενός οιονεί “διαλυμένου και ανοργάνωτου Κράτους.” Τα συνεχή σκάνδαλα των τελευταίων δεκαετιών, η διαφθορά, η διαπλοκή, η αναξιοκρατία, η ενδημική κλεπτοκρατία πανταχόθεν, ο ατομισμός, ο εκμαυλισμός μεγάλων τμημάτων του λαού (ο οποίος πια δεν αντιλαμβάνεται καν ότι εκμαυλίζεται, ή ότι έχει εν πολλοίς εκμαυλισθεί), ο διάχυτος αμοραλισμός, ο ιδεολογικός αφιονισμός και η πώρωση κομμάτων και οπαδών μέχρι βαριάς ιδεοληψίας και ακηδείας, η πλήρης αδιαφορία για τα κοινά, η καθολική απαξίωση, ύβρη και χλεύη έναντι των πολιτικών, η πρόδηλη σκανδαλώδης ανεπάρκεια μεγάλου μέρους του πολιτικού προσωπικού (προφανώς για να είναι χειραγωγήσιμοι όσοι -όχι όλοι- αναξίως και κατ’ επάγγελμα σιτίζονται από τον κρατικό κορβανά), το οποίο προσωπικό συχνά συμπεριφέρεται ωσάν η Ελλάδα να μην κείται στα Βαλκάνια και στην Ανατ. Μεσόγειο, δίπλα στην επεκτατική Τουρκία και στον Μουσουλμανικό Κόσμο, αλλά να θεωρεί ότι έχουμε γείτονες Βέλγους, Σουηδούς ή Φιλλανδούς, αποδεικνύουν ακριβώς αυτό το τεράστιο έλλειμα εμπιστοσύνης και βαθιάς ανησυχίας που διατρέχει σύνολη την Κοινωνία, έλλειμα το οποίο απλά διευρύνεται και μονιμοποιείται. Τι επιπτώσεις θα έχει όλο αυτό; Και μόνη η σκέψη μας τρομάζει.

Το Κυπριακό παλαιότερα, αλλά και η πρόσφατη χρεωκοπία, ο δανεισμός, η εξάρτηση, η διεθνής χλεύη δεν αρκούν φαίνεται να μας διδάξουν την αναγκαία ωριμότητα και σοβαρότητα. Πως εξηγείται αυτό; Αν όχι με πνευματικούς, ηθικούς και ψυχαναλυτικούς όρους.

Τίθεται, όμως, το καίριο ερώτημα: Προετοιμάζονται επαρκώς η Ελλάδα και η Κύπρος -στρατιωτικο-πολεμικά, κοινωνικά, πνευματικά, ηθικά, και ψυχικά- να αντιμετωπίσουν και δια στρατιωτικής χειρός/manu militarι την Τουρκία σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση που μοιάζει -πια- αναπόφευκτη και ενδεχομένως και επικείμενη; Αν όχι, οι συνέπειες θα είναι τραγικές και οι ηθικές ευθύνες βαρύτατες.

Η στρατιωτική αντιμετώπιση της Τουρκίας ερείδεται μεταξύ άλλων και στην ηθική και ψυχική διάσταση, διατυπούμενη ως εξής: Αγοράζουμε όπλα για να τα χρησιμοποιήσουμε, εφ’ όσον χρειασθεί, και όχι για αποδόσεις τιμών, παρελάσεις, επιδείξεις κλπ. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θα πρέπει να είναι απόλυτα έτοιμη και αποφασισμένη να δώσει την αναγκαία εντολή χρήσης, και να μην τρομάζει και πανικοβάλλεται ενώπιον ενός τέτοιου ενδεχομένου, το οποίο αναπόφευκτα θα συνεπάγεται και θάνατο, διότι τότε θα παραδώσει στον Εχθρό τα πάντα. Αλλά και ο Λαός μας θα πρέπει να είναι έτοιμος και αποφασισμένος να στοιχηθεί εν ενί στόματι και μια καρδία πίσω από έναν τέτοιο ενδεχόμενο. Είναι επώδυνο και δυσχερές αυτό, αλλά ενίοτε αναγκαίο. Τόσο οι Ηγεσίες, όσο και οι Λαοί μετρούνται με το φρόνημα αντίστασης, τους αγώνες τους υπέρ της ελευθερίας, τιμής και αξιοπρέπειας, το θάρρος που επιδεικνύουν και όχι με την ατολμία, την δειλία, την παράδοσή τους. Τόσο το 1821, όσο και το 1912-1913, το 1919-1922, το 1940-1941, αποτελούν λαμπρά παραδείγματα για εμάς σήμερα. Ακόμη και το 1974 δεν έλλειψε ο ηρωϊσμός, η αντίσταση, η αυτοπεποίθηση, η αυτοθυσία, η νίκη (σε πολλές μάχες).

Ας ελπίσουμε να μην επαναληφθεί το σενάριο της Κύπρου με κάποιο άλλο τμήμα του εθνικού εδάφους, ελλαδικού και κυπριακού.

ΠΗΓΗ: Geopolitico.gr