Γεννήθηκα στην Αθήνα. Έτσι έγραφαν τα έγγραφα του Κέντρου Βρεφών «Μητέρα». Εκεί με εγκατάλειψε η βιολογική μου μητέρα και δήλωσε πώς είμαι αγνώστου πατρός. Στο ορφανοτροφείο πέρασα τον πρώτο καιρό της ζωής μου. Εκεί που βρίσκονται τα «ανεπιθύμητα» παιδιά. Τυπικά δεν ξέρω την καταγωγή μου, άλλωστε ποτέ δεν αναζήτησα τη βιολογική μου μητέρα, γιατί δεν με ενδιέφερε. Μεγάλωσα σαν Ελληνίδα.

Υιοθετήθηκα από μια οικογένεια που με λατρεύει και που δεν θα την άλλαζα με τιποτα στον κόσμο. Η οικογένειά μου έχει υψηλό κοινωνικό, μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, άλλωστε αυτές είναι και κάποιες από τις προυποθέσεις μιας νόμιμης υιοθεσίας. Πάνω απ’όλα όμως, είμαι γι αυτούς ο θησαυρός της ζωής τους και τους αγαπώ πιο πολύ απο τη ζωή μου.

Το επάγγελμα του πατέρα μου είχε μεταθέσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα. Έζησα από τον Έβρο μέχρι τη Ρόδο. Πολλές φορές στο σχολείο όλα τα παιδιά μιλούσαν για τα χωριά τους και τα αδέρφια τους. Τις περισσότερες φορές, ήμουν το μόνο παιδί που δεν είχε ούτε χωριό, ούτε αδέρφια. Αυτό παραξένευε τα μικρά παιδιά. Όπου πήγαινα για να μείνω από ένα έως τρία χρόνια ήμουν παντού η «ξένη».

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, σε ένα από τα ακριβότερα προάστεια της πόλης, τα παιδιά των “καλών” οικογενειών, με σνομπάρανε. Δεν είχα μπούκλες και δε φόραγα χαριτωμένα φορεματάκια, ερχόμουν από την επαρχία και με θεωρούσαν ένα παράξενο πλάσμα, ένα αγοροκόριτσο, που κατάφερε να αφομοιωθεί στο σύνολο με πολύ αγώνα και μετα απο πολύ χρόνο.

Στην Αθήνα ήμουν ένα παιδί που ήρθε από την επαρχία, στην επαρχία ένα παιδί που είχε γεννηθεί στην Αθήνα και από κεί ήταν περαστικό, κι εγώ δεν ήξερα καν από πού είμαι πραγματικά.

Στο λύκειο , το αγοροκόριτσο άλλαξε, ομόρφυνε και έγινε «η ωραία» του σχολείου. Όλοι αυτοί που μικρή με φώναζαν για πείραγμα με κοροιδευτικά ονόματα ,με δούλευαν επειδή φορούσα γυαλιά μυωπίας και με αποκαλούσαν φυτό, στην εφηβεια τους, πέφτανε στα πόδια μου και λιώνανε για ένα μου βλέμμα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αποφασίσαμε να νοικιάσουμε ένα από τα σπίτια μας. Στη Ρουμανία είχε αρχίσει να καταρρέει η δικτατορία του Τσαουσέσκου και μια οικογένεια Ρουμάνων ήρθαν στην Ελλάδα για μια καλύτερη τύχη. Η σύζυγος ήταν γυμνάστρια και ο σύζυγος προπονητής του βόλεϊ. Τα παιδιά τους ήταν μικρά. Αποφασίσαμε να τους νοικιάσουμε το ακίνητο. Ο κοινωνικός μας περίγυρος είχε διαφωνίες. Ήταν πρόσφυγες, δεν τους εμπιστεύονταν μια κι ακόμα δεν είχαν αποκατασταθεί από δουλειά και γενικώς υπήρχε μια προκατάληψη. Εμείς τους νοικιάσαμε το σπίτι με μεγάλη χαρά και ομολογώ πως όλα τα χρόνια που έμειναν εκεί, εκτός από το ότι έγιναν πολύ καλοί μας φίλοι, ήταν συνεπέστατοι και αξιοπρεπείς σε όλες τους τις υποχρεώσεις.

Όταν η οικογένεια αυτή πρόκοψε και στάθηκε γερά στα πόδια της, έφυγε από το ενοίκιο και στη θέση της ενοικιάσαμε το σπίτι σε μια ελληνική οικογένεια. Το σπίτι το κατέστρεψαν ολοσχερώς, τα ενοίκια έμπαιναν μια φορά το εξάμηνο, τσακωνόντουσταν με όλη τη γειτονιά και μας είχαν δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα.

Ο πατέρας μου έξαφνα το 2003 έπαθε ολική ρήξη αορτής μέσα στο σπίτι μας. Κάλεσα το 166 και μου είπαν ότι απεργεί. Κάλεσα το 401 , το στρατιωτικό νοσοκομείο μια και είναι το νοσηλευτικό ίδρυμα που τον καλύπτει ως αξιωματικό και δεν υπήρχαν δυστυχώς ασθενοφόρα, ήταν όλα σε διακομιδές. Χτύπησα απελπισμένη το κουδούνι του διπλανού διαμερίσματος, και μέσα ήταν ένας Αλβανός, ο οποίος εκτελούσε κάποιες οικοδομικές εργασίες. Του ζήτησα βοήθεια. Χωρίς δεύτερη κουβέντα έτρεξε μέσα, τον πήρε στους ώμους του και τον κουβάλησε μέχρι το αυτοκίνητο στο γκαράζ διανύοντας μια απόσταση 50 μέτρων με τις σκάλες γιατί είχαμε πρόβλημα και με το ασανσέρ, τον έβαλε μαζί μας στο αυτοκίνητο και προλάβαμε να τον πάμε στο νοσοκομείο. Σήκωσε έναν άγνωστο άντρα λιπόθυμο ο οποίος είχε ύψος 1.80 και βάρος 80 κιλά.  Αυτός ο άνθρωπος έσωσε τη ζωή του πατέρα μου.

 

Βρέθηκα διακοπές στην Κρήτη. Περπατώντας στο δρόμο κρατούσα την τσάντα μου στον ώμο. Ξαφνικά δέχομαι μια βίαιη σπρωξιά από έναν άγνωστο ο οποίος μου παίρνει την τσάντα. Αντιστέκομαι, την κρατώ με δύναμη, αρχίζει να με βρίζει και να με χτυπάει με κλωτσιές, κανείς γύρω(συμπατριώτης μου) δεν επενέβη. Ήταν αλλοδαπός και μιλούσε σπαστά ελληνικά. Τελικά δε μπόρεσα να την κρατήσω. Την πήρε κ ι έγινε καπνός. Ήταν η πρώτη μέρα των διακοπών μου. Μέσα στην τσάντα είχα τα πάντα. Πολλά χρήματα, κάρτες, προσωπικά έγγραφα,, ότι τελοσπάντων μου ήταν απολύτως απαραίτητο στις διακοπές μου και στη ζωή μου γενικότερα. Ο κόσμος τριγύρω, οι δικοί μας, οι Ελληνες, ήρθαν να με "βοηθήσουν" μόνο όταν ο κλέφτης είχε εξαφανιστεί και το κακό είχε ήδη γίνει.

Κατά τύχη, το βράδυ της ίδιας μέρας, πηγαίνοντας σε μια καφετέρια στο λιμάνι των Χανίων κι έχοντας χάσει τ’ αυγά και τα πασχάλια με το τι θα κάνω, τον είδα να αράζει σε μια γωνιά με τους φίλους του. Δεν κόλωσα και πήγα εκεί. Του είπα πως μου έκλεψε την τσάντα και τον αναγνώρισα, και θα ήθελα τουλάχιστον να μου δώσει τα προσωπικά μου έγγραφα διαφορετικά θα πήγαινα στην αστυνομία. Τα λεφτά του είπα  μπορούσε να τα κρατήσει. Στην αρχή μου το έπαιζε τρελος. Μετά όμως, μάλλον επειδή ήταν φτιαγμένος, μου είπε την εξής φράση που δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου : «Θα πάρεις πίσω ταυτότητα και και κάτι άλλες μαλακίες που είχες μέσα, κλειδιά, καλλυντικά, ημερολόγια και τέτοια. Τα φράγκα ξέχνα τα. Εάν τολμήσεις να πάς στην αστυνομία, θα πώ ότι μέσα στην τσαντούλα σου βρήκα αυτό» μου είπε χαμογελώντας πονηρά….Και βγάζει aπο την τσέπη του ένα σακουλάκι με μια ποσότητα άσπρης σκόνης. Τι θράσος σκέφτηκα… Και κλέφτης και ψεύτης !!...«Μην τα μπλέξουμε παραπάνω» μου είπε. «Στην υγειά σου»…

Κάποια Χριστούγεννα πρίν αρκετά χρόνια, βρέθηκα στην Κεντρική Ευρώπη. Ήμουν εκεί με τον τότε σύντροφό μου. Εγώ δε μοιάζω τόσο για Ελληνίδα, εκείνος όμως μπορω να πώ πως έκανε για αντιπροσωπευτική φιγουρα δίπλα το λήμμα «Ελληνας» στο λεξικό. Κλείσαμε τραπέζι για δείπνο σε ένα εστιατόριο το  οποίο ήταν υπερπολυτελές. Όταν μπήκαμε στην είσοδο, εγώ προηγούμουν, ο μέτρ με καλησπέρισε με ένα πολύ ευγενικό χαμόγελο και με ρώτησε σε ποιο όνομα ήταν η κράτηση. Του είπα το όνομα και έκανε ένα βήμα πίσω. Τότε πρόσεξε το συνοδό μου. Κοντοστάθηκε. Ο φίλος μου ήταν πολύ εμφανίσιμος, καλοντυμένος και αξιοπρεπής. Δεν υπήρχε κάτι πάνω του φαινομενικά που να μην του επέτρεπε την είσοδό του στο συγκεκριμένο εστιατόριο. Ο μέτρ μου έκανε την εξής ερώτηση : «Aπο πού είστε;» Του απάντησα από την Ελλάδα. Με ένα μαγκωμένο ύφος, μου είπε πως δυστυχώς από ατυχή περιστατικά του παρελθόντος όπου Έλληνες ήταν ιδιαίτερα θορυβώδεις στο μαγαζί και είχαν απρεπείς  συμπεριφορές, η πολιτική του εστιατορίου δεν επιτρέπει την είσοδο σε Έλληνες, τουλάχιστον μέχρι να ξανασκεφτεί το συγκεκριμένο θέμα και να αναθεωρήσει. Έμεινα αναυδη. Ο συνοδός μου του εξήγησε σε άπτεστα γερμανικά ότι δεν είμαστε άνθρωποι αυτής της κατηγορίας και ότι δεν επρόκειτο να δημιουργήσουμε πρόβλημα. Τελικά εξυπηρετηθήκαμε, μας δέχτηκαν στο ρεστοράν αλλά τα βλέμματα όλων των υπαλλήλων ήταν απαξιωτικά και κρύα.

Η καλύτερή μου φίλη στο Πανεπιστήμιο, ήταν κοντή, παχουλή και –αν και δεν την έβλεπα εγώ έτσι- άσχημη. Ήταν όμως καλόψυχη, πανέξυπνη, και δεν είχε να πεί κακό λόγο για κανένα. Δεν είχε κάνει ποτέ της σχέση, δεν την πλησίαζαν ποτέ τα αγόρια, την δούλευαν, την απόπαιρναν και γελούσαν μαζί της. Με εξόργιζε αυτό. Εκείνη καθόλου. Ήταν τόσο καλή και τα είχε βρεί τόσο πολύ με τον εαυτό της, που ποτέ δεν παραπονιόταν γι αυτά που της συμβαίνουν. Απορούσα πως δεν επηρεαζόταν από όλα αυτά που βίωνε καθημερινά και τη ρωτούσα συνεχώς εάν έχει κάποιο ψυχολογικό θέμα που θα ήθελε να συζητήσουμε. Μου έλεγε πως «Έτσι είμαι. Δε μπορώ να ψηλώσω σε αυτή την ηλικία, προσπαθώ να χάσω κιλά αλλά δεν τα καταφέρνω και αυτό το πρόσωπο μου έδωσε ο Θεός. Κάποιος θα βρεθει και για μένα εκεί έξω».

Συνειδητοποίησα πως οι άλλοι είχαν το πρόβλημα, όχι αυτή. Μια νύχτα, πηγαίναμε σε ένα club παρέα. Στο συγκεκριμένο μαγαζί είχαν πιάσει πολύ ψηλά τον αμανέ και κόβανε στην πόρτα κόσμο και κοσμάκη υπαλληλοι που στέκονταν όρθιοι όλη νύχτα για ένα μεροκάματο, νομίζοντας πώς έχουν κάποια υπερδύναμη, κάποιο πολύ σημαντικό αξίωμα στο να «αξιολογούν» τις φάτσες των άλλων. Φτάνοντας στο μαγαζί την έπιασα από το χέρι, άνοιξε ο διάδρομος μπροστά μας για να μπούμε από την ταχα μου τάχα μου vip είσοδο, και φτάσαμε στον πορτιέρη. Με καλησπέρισε, με ρώτησε τι κάνω και τις λοιπές μαλακίες  χωρίς κάν να προσέξει τη φίλη μου που ήταν διπλα. Αφού μου έδωσε και το φιλί του Ιούδα, πρόσεξε την κοπέλα. Μπροστά της και χωρίς καμμιά ντροπή μου λέει : «Η κοπέλα δε μπορεί να περάσει». Του απαντώ πως αν δεν περάσει αυτή δεν θα περάσω κι εγώ. Μου απαντάει πως μπορεί να πάει να διασκεδάσει στο διπλανό μαγαζί. Τον κοιτάω με το πιο απαξιωτικό βλέμμα που είχα ρίξει ποτέ στη ζωή μου σε άνθρωπο και του απαντάω : «Τότε καλύτερα να πάω μαζί της στο διπλανό μαγαζί, σίγουρα είναι πολύ καλύτερο από  αυτό εδώ» και φύγαμε.

Η γιαγιά μου, 98 ετών σήμερα, έζησε την καταστροφή της Σμύρνης. Αν και τότε ήταν μικρό παιδί, θυμάται πως με την ανταλλαγή πληθυσμών, οι λαοί επειδή κάποιοι «Κυβερνήτες» τα είχαν έτσι κανονίσει, υπέφεραν πολύ. Οι Τούρκοι είχαν κλείσει τους δρόμους που οδηγουσαν στο λιμάνι της Σμύρνης με αλυσίδες για να περνάνε οι Μικρασιάτες, σκοτώνανε, βιάζανε, καίγανε περιουσίες, και στα λιμάνια όταν κάποιες από τις βάρκες ήταν γεμάτες και οι αμοιροι οι πρόσφυγες πιανόντουσταν με τα χέρια για να χωρέσουν κι αυτοί μέσα, τους κόβανε τα άκρα με χατζάρες για να μην αναποδογυρίσουν τα πλεούμενα. Όταν έφτασαν στην Ελλάδα δε οι πρόσφυγες, οι ντόπιοι δεν τους ήθελαν καθόλου. Πουτάνες λεγανε τις Σμυρνιές και Τούρκους τους άντρες τους. Σήμερα, η τότε προσφυγιά, έχει αφομοιωθεί απόλυτα με τον ελληνικό πληθυσμό.΄Ο παππούς δε πρόσφυγας κι αυτός από τη Μικρά Ασία, πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο το 1940 και έζησε τη φρίκη σε όλο της το μεγαλείο.Υπερασπίστηκε μια πατρίδα που μόλις πριν λίγα χρόνια δεν τον αποδεχόταν.

Ο καλύτερος καθηγητής που είχα και από τα δυο Πανεπιστημια που τελείωσα είχε εξαιρετικά μειωμένη όραση. Η μόρφωσή του ήταν απέραντη, ο τρόπος διδασκαλίας του αριστουργηματικός, το αμφιθέατρο πάντα φίσκα, είχε το καλύτερο χιούμορ που έχω συναντήσει και από αυτόν τον άνθρωπο έμαθα τα περισσότερα πράγματα από όλους τους άλλους μαζί.

Μια από τις καλύτερες μου φίλες, με απίστευτη μόρφωση, αριστεία στις σπουδές κλασσικού βιολιού, με κανένα κόμπλεξ για την κοινωνία και  για τον κόσμο, με ανοιχτό μυαλό, άριστους τρόπους ,είναι ένα εχέμυθο, σοβαρό και καλλιεργημένο άτομο που μπορεί να κερδίσει τους πάντες με την πρώτη τους συζήτηση, είναι αξιοπρεπής και συνοδοιπορος στα καλά και στα άσχημα. Είναι τραβεστί.

Αγαπώ τη χώρα που μεγάλωσα, αυτό δε σημαίνει ότι δεν αγαπώ και τις υπόλοιπες ή δεν τις θαυμάζω. Αγαπώ την οικογένειά μου, αυτό δε σημαίνει ότι δεν αγαπώ τους άλλους ανθρώπους. Απλά δε μπορώ να τα αγαπώ όλα το ίδιο.

Για όσους  Έλληνες αποκαλούν τους εαυτούς τους Εθνικιστές, θα ήθελα να τους ρωτήσω, αφού οι Έλληνες, είμαστε η "΄΄αριστη" φυλή, γιατί τσακώνονται με λύσσα με τους υπόλοιπους Έλληνες, οι οποίοι μπορεί να δηλώνουν π.χ. κομμουνιστές ; Αλλά και στους Έλληνες κομμουνιστές, οι οποίοι δηλώνουν μή ρατσιστές, γιατί τσακώνονται με τους υπόλοιπους Έλληνες που δηλώνουν Εθνικιστές; Δε θα έπρεπε και οι δυο ασπαζόμενοι ορθά την ιδεολογία τους να σέβονται αλλήλους ; Υποκρισία φίλοι μου. Όλοι ρατσιστές είμαστε, απλά ο καθένας με τον τρόπο του. 

Πρώτα προέκυψε θέμα με την Παπαχρήστου και το ανέκδοτο. Έπεσε θύμα του black χιούμορ ή μήπως του έρωτα ;...Στη συνέχεια προέκυψε το θέμα με τον Κατίδη ο οποίος έπεσε απλά θύμα της αμάθειάς του. Kαι θα έπρεπε να αναλογισθούμε " μα καλά, ποιά οικογένεια, ποιό σχολείο , ποιά κοινωνία δημιουργεί τελικά τόσο ρηχά παιδιά;" H δική μας. Θαυμάστε μας. Εϊμαστε ενα έθνος ηλίθιων υποκριτών με 300 ανάλογους αντιπροσώπους στη Βουλή. Αυτή είναι η νεοελληνική αποθέωση της εθνικής κατάντιας. Φοβάμαι μη αναστρέψιμη.

Y.Γ. Η φωτογραφία που επέλεξα δεν είναι τυχαία. Είμαι φωτογραφημένη μέσα στη λεηλατημένη βίλα του Αλέξανδρου Ιόλα, του μεγαλύτερου ίσως συλλέκτη έργων τέχνης. Κατακρεουργήθηκε απο την Ελληνική πολιτεία , λιντσαρίστηκε, λιθοβολήθηκε... Γιατί ; Επειδή ήταν ομοφυλόφιλος...