Αναλυτικά όσα είπε:
Συμπληρώνετε τρεις περίπου μήνες στον ΠΑΟΚ. Πως βιώνετε αυτήν την εμπειρία της ζωής σας;

«Ήρθα στην ομάδα σε μια δύσκολη περίοδο. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά, υπήρχαν πολλοί τραυματισμοί και η ομάδα ήταν στο στόχαστρο έντονης κριτικής. Αλλά νομίζω πως καμία αλλαγή στη ζωή μας δεν λειτουργεί άψογα την πρώτη φορά, μπαίνεις με το… αριστερό και στην συνέχεια στρώνεις την κατάσταση».

Ήταν σημαντικό ζήσετε πάλι την αγάπη του κόσμου; Στην Θεσσαλονίκη είστε γνωστός παντού και οι οπαδοί του ΠΑΟΚ φημίζονται για το πάθος τους

«Είχα την ανάγκη της θερμής υποστήριξης από του οπαδούς του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Όταν κάποιος πηγαίνει στο Κατάρ, χάνει την αίσθηση του επαγγελματία ποδοσφαιριστή. Είχα μάθει να παίζω με αστέρες του ποδοσφαίρου και όχι με την αστυνομία και τον στρατό. Είναι μια διαφορετική πραγματικότητα εκεί, την οποία δεν μπορούσα να αποδεχτώ. Ήταν όλα πολύ ερασιτεχνικά και στην ποιότητα και στις συνθήκες εργασίας. Ήταν ένα σοκ.

Επίσης, έχουμε μεγάλη διαφορά στην νοοτροπία. Στο Κατάρ λένε ότι είναι να γίνει, να γίνει από αύριο. Για μένα δεν υπάρχει αύριο, είναι μόνο το σήμερα. Αυτή η διαφορετική ιδιοσυγκρασία σε συνδυασμό με οικογενειακούς λόγους αλλά και την έλλειψη οργάνωσης με έκαναν να μην αισθάνομαι εκεί επαγγελματίας. Γι΄αυτό αποφάσισα να φύγω και να υπογράψω στον ΠΑΟΚ».

Στο Κατάρ υπάρχουν πολύ μεγάλα συμβόλαια. Δεν ήταν αρκετό αυτό για να σας κρατήσει εκεί πάνω από έξι μήνες;
«Αν το σώμα μου, μου έλεγε ότι δεν αντέχει άλλο, τότε ίσως θα ήταν η ώρα για εκεί. Αλλά μετά το Μουντιάλ να πηγαίνεις σε ένα σύλλογο χωρίς φιλοδοξίες και να έχεις συμπαίκτες άτομα που δουλεύουν με τα μάτια, όχι. Πριν τους αγώνες, στα αποδυτήρια αντί να ετοιμάζονται για το παιχνίδι, προσεύχονταν. Στην αρχή το διασκέδαζα αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν μου άρεσε καθόλου».

Υπήρχε κόσμος στα γήπεδα;
«Είχαμε μέσο όρο γύρω στα 100 άτομα. Το γήπεδο χωριζόταν σε δύο στρατόπεδα, οι μισοί ήταν της μιας ομάδας και οι άλλοι των αντιπάλων. Αλλά είναι άνθρωποι που πληρώνονται για να είναι εκεί. Δώστε τους απλά χρήματα και σνακ».

Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από την Θεσσαλονίκη. Έχει αντιληφθεί την οικονομική κρίση στην χώρα;
«Η πραγματικότητα με εξέπληξε. Δεν είναι μια πόλη πολύ μοντέρνα αλλά έχει απίστευτη κίνηση. Τα καφέ και τα μπαρ είναι γεμάτα ανά πάσα στιγμή και μερικές φορές νομίζεις ότι δεν δουλεύει κανείς. Στην Πορτογαλία ακόμη και σε ώρες αιχμής δεν βλέπεις τόσο κόσμο. Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης τα μαγαζιά είναι γεμάτα. Για μια χώρα που βρίσκεται σε κρίση, αυτό δεν είναι φυσιολογικό. Κάτι δεν πάει καλά, αλλά είναι η κουλτούρα τους έτσι και το σέβεσαι».

Εννέα χρόνια μακριά από την Πορτογαλία. Σας λείπει καθόλου;
«Μου λείπει το λιμάνι, το φαγητό, οι άνθρωποι αλλά προσπαθώ να ζω την στιγμή και να μην σκέφτομαι τόσο πολύ. Τα τελευταία 2.5 χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα, γιατί δεν ήμουν μαζί με την οικογένειά μου. Καμιά φορά ο άνθρωπος παραπονιέται για την φασαρία των παιδιών αλλά μου λείπει αυτός ο θόρυβος. Είναι αυτές οι περιπτώσεις που με κάνουν να σκέφτομαι, μήπως ήρθε η ώρα της επιστροφής».

Τα παιδιά σας αντιλαμβάνονται την απουσία σας;
«Ο Γκάμπριελ το έχει καταλάβει, έχει ζήσει μαζί μας σε τρεις χώρες και αυτό του έχει δώσει κάποια ωριμότητα. Ο Τόμας ξέρει πως ο πατέρας του παίζει μπάλα και με αναγνωρίζει στην τηλεόραση».

Αρχηγός στην Πόρτο, στην Βόλφσμπουργκ και για έξι μήνες και στην Βαλένθια. Ποιο είναι το μυστικό;
«Πάθος για το ποδόσφαιρο, θέληση να μάθεις κι άλλα και να είσαι αληθινός. Ειλικρινής στην δουλειά μου, στη ζωή μου και απέναντι στους συμπαίκτες του. Το γεγονός ότι κέρδισα και τίτλους στην Πόρτο κάνει τον κόσμο να με βλέπει ως πιο ώριμο και υπεύθυνο. Όταν είσαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, πρέπει να πηγαίνεις νωρίς για ύπνο, να προπονείσαι μεθοδικά και να ετοιμάζεσαι ακόμη και στις διακοπές σου πριν ξεκινήσει η σεζόν. Κάποιες φορές η γυναίκα μου, Πάουλα ξυπνούσε και εγώ είχα ήδη ξεκινήσει από πολύ νωρίς την προπόνηση μου. Αλλά αυτός είμαι εγώ, λειτουργώ έτσι γιατί πεθαίνω να παίζω ποδόσφαιρο».