Γεννημένος πριν από 69 χρόνια στο Πλύμουθ ο Τρέβορ Τζον Φράνσις θα μπορούσε, με το Var του σήμερα να είχε υπάρξει ο μεγαλύτερος επιθετικός στην Ιστορία του βρετανικού ποδοσφαίρου. Ο πλέον ταλαντούχος, ευρηματικός, απρόβλεπτος, ικανός από το πουθενά να ζωγραφίσει με τη μπάλα, αδιανόητες καμπύλες που συνήθως αιφνιδίαζαν ακόμη και τους καλύτερους τερματοφύλακες της εποχής.

 Όπως τον Βάλτερ Ζένγκα σ’ ένα Ίντερ- Σαμπντόρια (1-2) του ’83, ύστερα από μία, αφοπλιστική ντρίμπλα σε βάρος του Κολοβάτι, άλλη μία στον Μπίνι κι ένα ξαφνικό, διαγώνιο σουτ, έξω από τη μεγάλη περιοχή με το οποίο έστελνε τη μπάλα στο «γάμα». Ήταν ένα γκολ αριστούργημα, το ωραιότερό του στα 5 χρόνια που αγωνίστηκε στο Campionato, από τα οποία τα 4 στη Σαμπντόρια, το ένα στην Αταλάντα. Δυστυχώς όμως ήταν μόλις το ένα από τα συνολικά 18 στα ιταλικά γήπεδα τα οποία πάτησε ελάχιστα, ούτε 100 φορές λόγω των συχνών τραυματισμών του σε γόνατα και αστραγάλους. Είτε λόγω της εύθραυστης μυϊκής του δομής, είτε γιατί οι αμυντικοί της εποχής ακολουθούσαν τον αντίπαλο επιθετικό παντού, που λέει ο λόγος ακόμη και στ’ αποδυτήρια κι όταν τον έβρισκαν μπροστά τους τον σταματούσαν όπως μπορούσαν, με χέρια, πόδια, τάκλιν, κλωτσιές και αγκωνιές.

 Η καριέρα του στιγματίστηκε από τέτοιες, ξαφνικές αναλαμπές ιδιοφυΐας, λες και ήταν ελαττωματική λάμπα, αλλά και από μεγάλες στιγμές και εκθαμβωτικά πρωτοσέλιδα. Όπως το ’79 όταν, ύστερα από 9 χρόνια, 280 παιχνίδια και 118 γκολ με τη Μπέρμινγκαμ γινόταν ο πρώτος Βρετανός ποδοσφαιριστής της ιστορίας που μεταγραφόταν (στη Νόττινγκαμ Φόρεστ) με το ποσό ρεκόρ των 999.999 λιρών, επίτηδες γιατί το 1εκ. θα έμοιαζε αν μη τι άλλο, σκανδαλώδες έως προκλητικό.

 Με τους «Κόκκινους» του Μπράιαν Κλαφ κατέκτησε δύο, μάλιστα συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών από τα οποία, το πρώτο του ’79 με δικό του γκολ στον τελικό με τη Μάλμοε. Αγωνίστηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία και την Σκωτία πριν ασχοληθεί με την προπονητική, επί 15 χρόνια κυρίως σε Σέφιλντ Ουέντσντεϊ  και Κρίσταλ Πάλας.

 Από εκείνο το, αριστουργηματικό γκολ με το οποίο είχε «ξαπλώσει» ολόκληρο Ζένγκα στο Μιλάνο, οι ιταλικές εφημερίδες της εποχής είχαν προτιμήσει ν’ αναδείξουν το 7-0 της Γιουβέντους, με την Άσκολι, το 5-1 της Φιορεντίνα, με τη Νάπολι και το 0-2 με το οποίο η Ουντινέζε, με δύο γκολ του Ζίκο άλωνε το «Ολύμπικο» της Ρώμης.

 Εν ολίγοις, η «είδηση» δεν ήταν τόσο το γκολ (άλλα Μαραντόνα, για να το κατανοήσουμε καλύτερα), του Φράνσις, όσο η ήττα της Ίντερ και οι αποδοκιμασίες στον τότε προπονητή της. Δεν είναι όμως έτσι. Και δεν θα έπρεπε η δημοσιογραφία ν’ αντιμετωπίζει τη δόξα σαν να ήταν μία γυναίκα, που της αρέσει να κάνει καπρίτσια, που από τη μία σου δίνει την αίσθηση ότι αποδέχεται το φλερτ, κι αμέσως μετά σου γυρίζει την πλάτη, ενοχλημένη από την απρέπειά σου. Η δόξα είναι οι στιγμές που ο εγκέφαλος αποφάσισε ν’ απομνημονεύσει και να διατηρήσει για να μπορέσει μετά να τις διηγείται στους μικρότερους. Όπως ακριβώς το ταλέντο του gentleman με τα κρυστάλλινα πόδια, που με το Var και την προστασία του σήμερα θα είχε εξελιχθεί στον μεγαλύτερο Άγγλο επιθετικό όλων των εποχών.