Κι όταν της αναφέρουν τα περί «διάσπασης προσοχής» απαντάει, με χιούμορ «…που είναι το παράξενο (;), είναι κι αυτός ένας τρόπος για να βλέπεις τα πράγματα με διαφορετική οπτική γωνία απ’ ότι οι υπόλοιποι».
Σε μία ειδική κατάταξη που είχε επιμεληθεί κάποτε ο Πελέ, για τις δέκα μεγαλύτερες ποδοσφαιρίστριες στην Ιστορία της μπάλας, η Λούσι συγκαταλέχτηκε στη θέση Νο 8 μίας λίστας με κορυφαία τη Βραζιλιάνα Μάρτα ακολουθούμενη από τις Μέγκαν Ραπινόε, Μία Χαμ, Άλεξ Μόργκαν, Άντα Χέγκερμπεργκ, Αλέξια Πουτέγιας, Σαμ Κερ, τη Λούσι, τις Χόουπ Σόλο και Μισέλ Έϊκερς.
Αν και, ίσως θα άξιζε να βρίσκεται λίγο ψηλότερα γιατί με 5 Champions League, τρία με τη Λιόν, δύο με τη Μπαρτσελόνα, 23 συνολικά τίτλους και με Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Σίτι, Τσέλσι, μία 2η και μία 3η θέση σε Μουντιάλ, συν ένα Euro με την εθνική Αγγλίας δεν θα είχε να ζηλέψει απολύτως τίποτα από έναν Μέσι. Η’ ακριβέστερα από έναν Ντάνι Άλβες αφού η συγκεκριμένη, του δεξιού full- back ήταν και η θέση μέσω της οποίας απέκτησε την παγκόσμια φήμη της.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, πέρα από τις επιτυχίες της στον αγωνιστικό χώρο, τα 38 γκολ (πολλά για αμυντικό), σε 395 παιχνίδια έγινε επιπλέον γνωστή και για τη νευροαναπτυξιακή διαταραχή της, που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα, περιορισμένα και άκαμπτα πρότυπα συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων, καθώς και δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση και επικοινωνία. Για τις διαφορές στην αισθητηριακή επεξεργασία που επηρέαζαν τη λειτουργικότητα σε διάφορους τομείς, όπως την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων ή την εκτέλεση οργανικών δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής. Για την «περίεργη» συνήθειά της να μην κοιτάει ποτέ στα μάτια τον συνομιλητή της, την αδυναμία της ν’ αγκαλιάζει τις συμπαίκτριές της ύστερα από ένα γκολ και τη μόνιμη απάντησή της «δεν φταις εσύ, αλλά εγώ, και δεν ξέρω το γιατί».
Μικρότερη, στο σχολείο είχε διαγνωστεί και με δυσλεξία, αλλά παράλληλα μάθαινε σαν σφουγγάρι τέσσερις γλώσσες τις οποίες και ομιλεί άπταιστα: τη μητρική, αγγλική, την πατρική, πορτογαλική συν τα ισπανικά και τα γαλλικά. Οι ειδικοί δεν είχαν εκτιμήσει καμία απολύτως ανωμαλία, πόσο μάλλον ότι το κορίτσι βρισκόταν στο φάσμα του Αυτισμού και απόλυτα βέβαιοι γα τη διάγνωσή τους παρότρυναν τους γονείς της ν’ ασχοληθεί περισσότερο με τον αθλητισμό.
Ξεκίνησε με επιτυχία, και διακρίσεις, τόσο το τένις και το χόκεϊ, όσο το Πένταθλο και τον στίβο, αλλά κάθε φορά που έβλεπε τον αδελφό της να παίζει ποδόσφαιρο, όλο και ξετρύπωνε εκλιπαρώντας τα αγόρια να παίξει μαζί τους. Σταδιακά, το ένα έφερε το άλλο, η Λούσι γινόταν όλο και περισσότερο αναντικατάστατο μέλος της (ανδρικής) ομάδας, μέχρι που μία μέρα, ένας σκάουτερ την εντόπισε προτείνοντάς της μία μόνιμη θέση βασικού στη σωστή (τη γυναικεία) ομάδα της Σάντερλαντ. Ήταν 16 ετών, σήμερα είναι 33 κι ακόμη κερδίζει τίτλους, είτε ως δεξί μπακ, στους συλλόγους της, είτε ως κεντρικός αμυντικός, στην εθνική της.
«Μία διάγνωση δεν μπορεί να σου αλλάξει το ποια είσαι, αλλά εάν είχε γίνει εγκαίρως θα με είχε βοηθήσει να δώσω συγκεκριμένες απαντήσεις σε κάποιες πολύ δύσκολες περιόδους της ζωής μου. Αθληθείτε και κυρίως να μην ντρέπεστε να συζητήσετε δημόσια το όποιο πρόβλημά σας. Δεν υπάρχει καλύτερη θεραπεία από ένα γκολ: κι ας μην καταλαβαίνουμε το γιατί, για να το πανηγυρίσουμε θα πρέπει οπωσδήποτε ν’ αγκαλιαζόμαστε»…