Ο Ούγκο Εκιτικέ είναι κάτοικος Άνφιλντ και η Άιντραχτ Φρανκφούρτης τρίβει τα χέρια της. Η μεταγραφή του Γάλλου φορ στη Λίβερπουλ φέρνει στο ταμείο του γερμανικού συλλόγου με ακόμα 95 εκατομμύρια ευρώ — άλλος ένας «φθηνός» επιθετικός που γίνεται… χρυσός!

Η Άιντραχτ δεν πανικοβάλλεται όταν αποχωρούν τα αστέρια της. Αντίθετα, το έχει κάνει συνήθεια. Υπό τη διοίκηση του Μάρκους Κρόζε, η ομάδα αποχωρίζεται σταθερά τους καλύτερους σκόρερ της, τέσσερις φορές την τελευταία επταετία, ακολουθώντας ένα μοντέλο που αποδίδει: αγοράζει φθηνά, εξελίσσει και πουλάει… πολύ ακριβά.

Με την επικείμενη πώληση του Εκιτικέ, τα καθαρά μεταγραφικά της κέρδη από το καλοκαίρι του 2023 αγγίζουν τα 161 εκατ. ευρώ. Μόνο οι Κόλο Μουανί και Ομάρ Μαρμούς —που αποκτήθηκαν ως ελεύθεροι— απέφεραν 165 εκατ. ευρώ, ενώ συνολικά από πωλήσεις επιθετικών, η Άιντραχτ έχει μαζέψει 345 εκατομμύρια (!).

Το κόλπο είναι γνωστό αλλά δύσκολο: νεαροί, ευέλικτοι παίκτες, με καλό resale value, που ταιριάζουν στο στυλ της ομάδας. Από τους 26 τελευταίους παίκτες που υπέγραψε, οι 21 ήταν κάτω των 25 ετών. Κι όταν βρεθεί ευκαιρία στην αγορά, η Άιντραχτ δεν διστάζει να ξοδέψει — ακόμα και οκταψήφια ποσά.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Άρθουρ Τεατέ, που αποκτήθηκε στα 24 του από τη Ρεν και την πρώτη του σεζόν έπαιξε τα τρίτα περισσότερα λεπτά. Από τις δέκα πιο ακριβές αγορές της ομάδας, οι έξι είναι ακόμη στο ρόστερ, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις πουλήθηκαν για 111 εκατομμύρια ευρώ.

Η άφιξη του Τζόναθαν Μπούρκαρντ δείχνει απόλυτα ευθυγραμμισμένη με το μοντέλο. Ο 25χρονος Γερμανός ήρθε από τη Μάιντς, όπου σημείωσε 18 γκολ την περασμένη σεζόν, βρίσκοντας ξανά ρυθμό μετά από σοβαρό τραυματισμό.

Όπως ο Μαρμούς, έτσι και ο Εκιτικέ, ευδοκίμησαν στην Άιντραχτ γιατί τους δόθηκε ελευθερία και… χώρος να τρέξουν. Δεν είναι τυχαίο πως οι «Αετοί» είχαν την υψηλότερη παραγωγή xG στο ανοιχτό γήπεδο στην Ευρώπη, πίσω μόνο από τη Λίβερπουλ.

Με τον Ντίνο Τοπμέλερ να επιμένει σε γρήγορο, επιθετικό ποδόσφαιρο, και τους αγγλικούς συλλόγους (όπως η Λίβερπουλ) να ψωνίζουν ακριβά, η Άιντραχτ συνεχίζει να παίζει το παιχνίδι της αγοράς με μαεστρία. Το στοίχημα τώρα είναι αν θα καταφέρει να μετουσιώσει το μεταγραφικό της μοντέλο σε αγωνιστική υπέρβαση στο Champions League.

Η Μπενφίκα της Λισαβόνας, η μηχανή παραγωγής υπεραξίας

Αν η Άιντραχτ Φρανκφούρτης θεωρείται υπόδειγμα γερμανικής ακρίβειας στη διαχείριση επιθετικών επενδύσεων, τότε η Μπενφίκα είναι ο ορισμός του selling club στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι «Αετοί» της Λισαβόνας έχουν μετατρέψει τη διαδικασία του buy low–sell high σε επιστήμη, εκτοξεύοντας την αξία παικτών που ελάχιστοι γνώριζαν και «πακετάροντάς» τους σε συλλόγους της Premier League και όχι μόνο, με τιμές που αγγίζουν και ξεπερνούν τα 100 εκατομμύρια ευρώ.

Το παράδειγμα του Ντάργουιν Νούνιες στη Λίβερπουλ ή του Έντσο Φερνάντες στην Τσέλσι δεν είναι φωτοβολίδες· είναι το αποτέλεσμα μιας πολυετούς στρατηγικής, στημένης με ακρίβεια και συνέπεια. Η Μπενφίκα δεν πουλάει απλώς παίκτες — πουλάει την υπεραξία που αποδίδει η φανέλα της. Και το σημαντικότερο: την αγοράζουν.

Το σύστημα που φτιάχνει εκατομμύρια

Η Μπενφίκα λειτουργεί σαν εργοστάσιο. Από τις φημισμένες Ακαδημίες της, που συγκαταλέγονται στις κορυφαίες παγκοσμίως, μέχρι το εκτενές και άκρως αποτελεσματικό παγκόσμιο δίκτυο scouting, ο μηχανισμός εντοπισμού και αξιοποίησης ταλέντου δουλεύει 24/7. Στόχος; Να ανακαλύψει τον επόμενο Ζοάο Φέλιξ πριν τον ανακαλύψει ο κόσμος. Και να τον πουλήσει όταν η αγορά «διψάει» περισσότερο.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια, ακόμα και όταν ένας παίκτης δεν αποδίδει στα νέα του καθήκοντα, η φήμη της Μπενφίκα δεν θίγεται. Η ίδια έχει κερδίσει το δικαίωμα να «πουλάει ακριβά» χωρίς να χρειάζεται να απολογείται.

Από το μηδέν στα εκατομμύρια

Το ταμείο της λέει την αλήθεια. Μηδενικό κόστος αγοράς για Ζοάο Φέλιξ και Ρούμπεν Ντίας, σχεδόν 200 εκατομμύρια ευρώ έσοδα. Ο Έντσο Φερνάντες ήρθε με 15 εκατομμύρια από τη Ρίβερ Πλέιτ και έφυγε με 121 για την Τσέλσι. Ο Ντάργουιν Νούνιες αποκτήθηκε λίγο πάνω από τα 30 και πουλήθηκε με 80 στην Premier League. Ακόμη κι αν αφαιρεθούν ποσοστά μεταπώλησης, τροφεία και μπόνους, το κέρδος είναι καθαρό και μεγάλο.

Και δεν είναι μόνο οι μεγάλοι τίτλοι. Η Μπενφίκα πούλησε γκολκίπερ όπως ο Έντερσον για 40 εκατομμύρια, τον Βίτσελ για 40, τον Ραούλ Χιμένεθ για 38, τον Ροντρίγκο για 30. Σχεδόν όλοι αποκτήθηκαν με μονοψήφια ποσά. Το scouting τους δεν χτυπά μόνο στην κορυφή· χτυπά στην κατάλληλη στιγμή.

Από τον Ντι Μαρία στον Έντσο — και βλέπουμε

Η πορεία προς την κορυφή δεν ήταν σύντομη. Η Μπενφίκα δεν ξεκίνησε ως selling club. Για χρόνια, έβλεπε την Πόρτο να κάνει το παιχνίδι στην αγορά. Όμως δεν εγκλωβίστηκε στη ρομαντική ιδέα του «μεγάλου συλλόγου» που κρατά τα αστέρια του. Έμαθε από την αγορά, βελτίωσε τις δομές της και σήμερα έχει μετατραπεί σε ένα από τα πιο ισχυρά διαπραγματευτικά brandnames του ποδοσφαίρου.

Πλέον δεν πουλάει επειδή πρέπει. Πουλάει επειδή... μπορεί. Και στην τιμή που ορίζει. Το 2010 πούλησε τον Άνχελ Ντι Μαρία με 25 εκατομμύρια καθαρό κέρδος. Σήμερα, θα μπορούσε να τον πουλήσει στην τριπλάσια τιμή — και πολύ πιο γρήγορα.

Το «κλάμπ των 1 δισ.»

Από το 2010 μέχρι το 2023, οι πωλήσεις της ξεπέρασε  το 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Ο απολογισμός αυτός δεν είναι προϊόν τύχης. Είναι η επιτομή του σωστού σχεδιασμού. Και αν το αγωνιστικό κομμάτι εξακολουθεί να πληρώνει την «κατάρα του Γκούτμαν» με συνεχείς χαμένους ευρωπαϊκούς τελικούς, το οικονομικό δείχνει πρωταθλητισμό. Ίσως, κάποια μέρα, οι δύο αυτοί κόσμοι να ευθυγραμμιστούν.

Ως τότε, η Μπενφίκα παραμένει από τις κορυφαίες κορυφαίες βιτρίνες εξαγωγής ποδοσφαιρικού ταλέντου στην Ευρώπη. Και κανείς δεν μπορεί να της το αμφισβητήσει.