Μόνο από τηλεοπτικά δικαιώματα η Premier League είχε περυσινά έσοδα 7.7 δις ευρώ, 4 περισσότερα από τη Serie A και σχεδόν 5 από Liga, Bundesliga ή Championat.
Ως προς αυτήν την παράμετρο θεωρείται, λοιπόν απ’ όλους «εκτός συναγωνισμού». Μόνο μία Ρεάλ Μαδρίτης, μία Παρί Σεν Ζερμέν ή μία Μπάγερν Μονάχου θα μπορούσαν να τολμήσουν υπερβάσεις αγγλικού τύπου. Τις ιταλικές τις ξεχνάμε γιατί, για να επιβιώσουν περιμένουν πως και πώς να πουλήσουν στην Αγγλία τις υπεραξίες τους. Και μάλιστα πανηγύρισαν όταν το φετινό καλοκαίρι ήρθαν από την αντίπερα πλευρά της Μάγχης 250εκ. ευρώ.
Που για τους Άγγλους είναι ψίχουλα. Μόνο για τρεις παίκτες η Λίβερπουλ έχει ήδη ξοδέψει 330εκ. Ενώ η Νιουκάσλ κοστολόγησε τον Ισάκ 175εκ. έχοντας μάλιστα την πολυτέλεια ν’ απορρίψει (και πάλι από τους Reds) μία αρχική προσφορά των 143εκ. Κάτι θα γίνει μέχρι τις 31 Αυγούστου όταν θα κλείσει το καλοκαιρινό «παράθυρο» της μεταγραφικής περιόδου. Τι ακριβώς, θα το αναλύσουμε τότε.
Άλλο είναι το θέμα μας. Το πώς γίνεται, ένα πρωτάθλημα στο οποίο τα τελευταία χρόνια διοχετεύτηκαν αμέτρητα κεφάλαια από τη Μέση Ανατολή, τη Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ταϊλάνδη να εμφανίζει κάθε σεζόν έναν κατακόκκινο ισολογισμό.
Πέρυσι, οι απώλειες ήταν -209εκ. Τη σεζόν 2018-’19, -206. Το ’19-’20, -1δις.87. Το ’20-’21, -786. Το ’21-’22, -668. Το ’22-’23, -816. Μόνο την περίοδο ’17-’18 τα πράγματα πήγαν καλύτερα εμφανίζοντας ένα +360 εκ. Τι φταίει γι’ αυτήν την αδιανόητη απόκλιση;
Οι μισθοί των ποδοσφαιριστών, που αυξήθηκαν από τα 3.5 δις της περιόδου 2018-’19, στα 4.8 της περυσινής σεζόν. Ο μόνος τρόπος για να ισορροπηθεί η κατάσταση ήταν ν’ αρχίσει κι εκείνη να πουλάει, κυρίως στη Σαουδική Αραβία με υπεραξία (Player Trading). Προσπαθώντας ύστερα να καλύψει τη διαφορά («χασούρα», ακριβέστερα), με τηλεοπτικά και εμπορικά δικαιώματα ή με εισιτήρια και διαφόρων ειδών περιουσιακών ακινήτων.
Μέχρι και με το τρικ της πώλησης, αλλά προσοχή, πάλι σε υπό- εταιρίες ιδιοκτησίας των ιδίων, των γυναικείων τους ομάδων, όπως έκαναν η Τσέλσι ή η Άστον Βίλλα. Ένα τεχνικό και οικονομικό «Escamotage», κοινώς «καμουφλάρισμα» για να ξεφύγουν από τον όποιον, τυχόν έλεγχο της (Psr) Profit and Sustainability Rules, που δεν επιτρέπει σε μία ομάδα απώλειες άνω των 120εκ. ευρώ σε μία, συνεχόμενη 3ετία.
Το αγγλικό, λοιπόν πρωτάθλημα απ’ έξω μοιάζει με μία ωραία, χρωματιστή καραμέλα, αλλά μόλις ανοίξεις το περιτύλιγμα βρίσκεις μία σαπουνόφουσκα, σε σχήμα ωρολογιακής βόμβας, ανά πάσα στιγμή έτοιμη να εκραγεί.
Και γι’ αυτό φταίνε και τα λάθη πολλών διοικήσεων που επένδυσαν πολλά περισσότερα από την πραγματική αξία ενός ποδοσφαιριστή. Για παράδειγμα η Λίβερπουλ, αφού τον πρόσφερε στη μισή Ευρώπη κατάφερε επιτέλους να «ξεφορτωθεί» τον Νούνιες με 55εκ. ευρώ, στην Αλ Χιλάλ, ενώ τον είχε αγοράσει 85.
Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν έχει βρει ακόμη ομάδα για τον Σάντσο, για τον οποίο είχε ξοδέψει 83εκ. Η Άρσεναλ ακόμη κλαίει για τα 80εκ. που είχε δώσει για τον Νικολά Πεπέ, που τώρα βγάζει το ψωμί του στη Βιγιαρεάλ. Ενώ η Τσέλσι επίσης δεν έχει βρει αγοραστή για τον Ουκρανό Μικάιλο Μούντρικ τον οποίο είχε πληρώσει στη Σαχτάρ 80εκ. ευρώ, συν bonus, αλλά το κρύο του Λονδίνου, για να χρησιμοποιήσουμε και έναν… ευφημισμό, ουδέποτε μπόρεσε να ξεπεράσει.