Σ’ ένα στενό δρομάκι στου Ψυρρή, εκεί που η Αθήνα πάλλεται από ζωή, γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Αλέξανδρος Μοσχολιός, ο «κυρ Αλέκος», όπως τον αποκαλούσε με τρυφερότητα η κόρη του, η Βίκυ Μοσχολιού. Ο κυρ Αλέκος δεν ήταν απλώς ένας οικογενειάρχης, ντόμπρος και ηθικός, που δούλευε σκληρά στη λαχαναγορά του Βοτανικού. Ήταν ο άνθρωπος που φύτεψε στην καρδιά της Βίκυς δύο μεγάλες αγάπες: τη μουσική και τον Παναθηναϊκό.

Κάθε απόγευμα, μετά τη δουλειά, ο κυρ Αλέκος γύριζε στο σπίτι του στον Κεραμεικό, έβαζε το γραμμόφωνο να παίζει ρεμπέτικα και κλασικά ελληνικά τραγούδια, και η μικρή Βίκυ, καθισμένη δίπλα του, μάθαινε να σιγοτραγουδά. «Πατερούλη, πώς το λένε έτσι όμορφα;» τον ρωτούσε, κι εκείνος, με το πράσινο γιλέκο του – το ίδιο που ενέπνευσε τον Γιώργο Ζαμπέτα να γράψει το «Κυρ Αλέκο με το πράσινο γιλέκο από τον Βοτανικό» – της εξηγούσε πώς η μουσική κουβαλάει την ψυχή του λαού. Ήταν γλεντζές, μα πάνω απ’ όλα δίδασκε στην κόρη του την αξία της αυθεντικότητας και του σεβασμού.

Η Βίκυ τον λάτρευε. Τον έβλεπε σαν βράχο, σαν πυξίδα. Όταν ήρθε η στιγμή να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει το όνειρό της για τη μουσική, δίστασε. «Αν ο πατερούλης δεν πει το ναι, εγώ δεν το κάνω», έλεγε. Και ο κυρ Αλέκος, με την καρδιά του γεμάτη περηφάνια, της έδωσε την ευχή του. «Πήγαινε, κόρη μου, και πες τα τραγούδια σου όπως τα λέμε εμείς εδώ, με την ψυχή σου». Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της Βίκυς Μοσχολιού, της φωνής που μάγεψε την Ελλάδα, πάντα κουβαλώντας το όνομα του πατέρα της – Μοσχολιού – χωρίς ποτέ να το αλλάξει για χάρη ενός καλλιτεχνικού ψευδωνύμου. Ήταν ο τρόπος της να τον τιμήσει.

Αλλά υπήρχε και μια άλλη αγάπη που ο κυρ Αλέκος πέρασε στην κόρη του: ο Παναθηναϊκός. Γέννημα-θρέμμα Αθηναίος, ο Αλέξανδρος ήταν «άρρωστος» με το τριφύλλι. Κάθε Κυριακή, το σπίτι γέμιζε φωνές και συζητήσεις για τον ΠΑΟ. «Αυτός είναι ο Παναθηναϊκός, Βίκυ μου, η ομάδα της καρδιάς μας», της έλεγε, δείχνοντάς της παλιές φωτογραφίες από τη Λεωφόρο. Όταν η Βίκυ μεγάλωσε, κουβαλούσε αυτή την πράσινη φλόγα μέσα της, μια κληρονομιά που την ένωνε με τον πατέρα της ακόμα κι όταν εκείνος δεν ήταν πια κοντά της.

Μια μέρα, σε μια από τις σπάνιες στιγμές που η Βίκυ μιλούσε για την προσωπική της ζωή, είχε πει σε έναν δημοσιογράφο: «Ό,τι είμαι, το χρωστάω στον πατερούλη μου. Μου έμαθε να αγαπάω τη μουσική, να σέβομαι τις ρίζες μου, και να φωνάζω “Παναθηναϊκός” με περηφάνια». Και πράγματι, η Βίκυ δεν ήταν μόνο η φωνή που τραγούδησε τα πιο όμορφα λαϊκά. Ήταν η κόρη του κυρ Αλέκου, που κράτησε ψηλά το όνομά του και την αγάπη του για το τριφύλλι.

Οι κόρες της, Ράνια και Ευαγγελία Δομάζου-Μοσχολιού, θυμούνται ακόμα τις ιστορίες της μητέρας τους για τον παππού τους. «Η μαμά μας έλεγε πώς ο παππούς χόρευε όταν έπαιζε το γραμμόφωνο και πώς φώναζε όταν σκόραρε ο Παναθηναϊκός. Ήταν η ψυχή του σπιτιού μας», λένε με συγκίνηση. Και μέσα από τη φωνή της Βίκυς, που ακόμα ηχεί στα ραδιόφωνα και τις καρδιές, ο κυρ Αλέκος συνεχίζει να ζει – με το πράσινο γιλέκο του, την αγάπη του για τη μουσική και το αιώνιο πάθος του για τον Παναθηναϊκό.