«Θα σας εξηγήσω, του απάντησε ο Ελβετό- Ιταλός, Τζάννι Ινφαντίνο. Γιατί αποφασίστηκαν κυρώσεις, και στον αθλητισμό λόγω της εισβολής στην Ουκρανία». «Ααα, δεν το’ ξερα, η αφοπλιστική απάντηση του «πλανητάρχη». Εάν όμως της δινόταν η ευκαιρία να παίξει, δεν θα ήταν ένα ακόμη βήμα προς την Ειρήνη ενός πολέμου με 5.000 ανθρώπινες απώλειες την εβδομάδα;». Απροετοίμαστος και έκπληκτος, το Νο 1 της Fifa ακροβάτησε μεταξύ ουδετερότητας και διπλωματίας αφήνοντας να εννοηθεί πως, άγνοια, ξε- άγνοια, κατά βάθος η πρόταση του Αμερικανού προέδρου δεν θα ήταν καθόλου, μα καθόλου άσχημη ιδέα.
Διαβάστε επίσης...
Εξάλλου, δεν θα ήταν η πρώτη φορά που η μπάλα χρησιμοποιείται ως μέσω θετικής προπαγάνδας για να «βουλώσει», στο παρά πέντε τα τύμπανα ή τα κανόνια του πολέμου. Άλλες εποχές, βέβαια κάποτε. Και άλλες τώρα, όπου οι πόλεμοι δεν στηρίζονται πλέον σε μάχες σώμα με σώμα, αλλά σ’ ένα πάτημα ενός κουμπιού. Παρόλα αυτά, είναι ανέκαθεν ρομαντικό και ελπιδοφόρο να διαβάζουμε απομνημονεύματα που μαρτυρούν ότι η δυναμική μίας μπάλας ήταν, είναι και θα είναι τόσο ισχυρή που, έστω κι αν για λίγο είχε καταφέρει να σταματήσει τις όποιες εχθροπραξίες.
Ένα απ’ αυτά αφορά τα Χριστούγεννα του 1914, πέντε μήνες μετά το ξέσπασμα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων, στο βελγικό μέτωπο. Ξαφνικά οι Σκοτσέζοι, όπως και όλα τα μέλη της βρετανικής Αυτοκρατορίας που είχαν τρέξει να βοηθήσουν, εθεάθησαν ν’ ανταλλάζουν σοκολάτες και ουίσκι, αλλά και να παίζουν μπάλα με τους Γερμανούς στρατιώτες. Και εκείνη ξεφούσκωνε, έσκαγε ή χανόταν, να συνεχίζουν, με το ίδιο πάθος το κλοτσοσκούφι με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους. Κυρίως με κουτάκια από κονσέρβες έτοιμου κρέατος.
Το ‘69 ο Πελέ, που υπήρξε ουσιαστικά ο πρώτος influencer της Ιστορίας, πολύ πριν ανακαλυφθούν τα social κλήθηκε στη Νιγηρία με τους «Santasticos», τα υπόλοιπα, φανταστικά παιδιά της Σάντος για ένα φιλικό παιχνίδι στο Λάγκος. Οι Νιγηριανοί μπορεί να μην γνώριζαν Πάπες ή αρχηγούς κρατών, αλλά ο Πελέ ήταν ο Πελέ και η παρουσία του ήταν ο μόνος τρόπος να συμφιλιωθούν οι Μουσουλμάνοι της Χάουσα- Φουλάνι με τους Χριστιανούς της Ίγκμπο ύστερα από χρόνια αιματηρού εμφυλίου και την απώλεια άνω των 2εκ. ανθρώπων.
Ενώ το 2003, στη Ρουάντα οι έχθρες αιώνων, ανάμεσα στους Χούτου και τους Τούτσοι ξεχάστηκαν ως δια μαγείας ύστερα από το ιστορικό 1-0 με το οποίο η Ρουάντα νίκησε την Γκάνα των εκατομμυριούχων, Ευρωπαίων αστέρων κόβοντας το εισιτήριό της για το Copa Africa.
Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα, όπως κάποια φιλικά ανάμεσα σε Ιράν και Ιράκ, το Ισραήλ και την Παλαιστίνη, τη Βόρειο με τη Νότιο Κορέα, άσχετα εάν το 0-0 του Πιονγκγιάνγκ είχε μείνει στην Ιστορία ως «το παιχνίδι φάντασμα», σε άδειο γήπεδο, χωρίς ξένους ανταποκριτές και φιλάθλους, ούτε με απευθείας, τηλεοπτική μετάδοση. Παραδείγματα, άλλοτε πετυχημένα και άλλοτε όχι, από τα οποία όμως μένει η γεύση μίας συμβολικής κίνησης.
Αυτό ακριβώς, που προσπαθεί να κάνει τώρα και ο Τραμπ με τη Ρωσία ενόψει του Μουντιάλ «Extra- Large» του 2026, σε Καναδά, Μεξικό και Ηνωμένες Πολιτείες. Με 48 ομάδες και 102 παιχνίδια, από τις 11 Ιουνίου έως τις 19 Ιουλίου, με πρεμιέρα στο «Azteca» της Πόλης του Μεξικού και τελικό στο Ιστ Ράδερφορντ του Νιού Τζέρσι, «ναό» του Αμέρικαν Φούτμπολ, των Νιού Γιορκ Τζάιαντς και των Νιού Γιορκ Νετς.
Ύστερα από εκείνο του ‘94, θα είναι το δεύτερο Μουντιάλ που θα φιλοξενηθεί στην αμερικανική Ήπειρο. Και αν τυχόν απορούμε, γιατί ο Τραμπ δεν ήξερε τον λόγο που αποκλείστηκε η Ρωσία υπάρχουν σαφώς χειρότερα αφού, τότε το 60% των Αμερικανών δεν ήξεραν ότι το Μουντιάλ γίνεται στη χώρα τους και το 40% δεν γνώριζε ότι συμμετείχε και η εθνική τους ομάδα…