Η ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω, θυμίζει τη συγκλονιστική ταινία «Περιμένοντας τα Σύννεφα» παραγωγής του 2004 σκηνοθετημένη από τον Γιεσίμ Ουστάογλου, την οποία μπορείτε να παρακολουθήσετε στο διαδίκτυο (δείτε την στο παρακάτω βίντεο). Βασίζεται στο βιβλίο του αείμνηστου Γιώργου Ανδρεάδη «ΤΑΜΑΜΑ», ο οποίος παρουσιάζει με συγκλονιστική αφήγηση την «Οδύσσεια» της Ελένης, ενός κοριτσιού που χάνεται κατά τον ξεριζωμό του ποντιακού Ελληνισμού από την τρισχιλιόχρονη πατρίδα του και αναγκάζεται να αλλάξει ταυτότητα. Παρότι έγινε… Αϊσέ δεν ξέχασε ποτέ της ποια ήταν μέσα σε ένα περιβάλλον καταπίεσης, που επιβλήθηκε τότε στην περιοχή. Σε μεγάλη ηλικία όμως η μνήμη της γλώσσας των γονιών της αφυπνίζεται και ρωμαίικες λέξεις αρχίζουν να δραπετεύουν από το στόμα της! Αποφασίζει να αναζητήσει την οικογένειά της. Ταξιδεύει στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί εκτυλίσσονται συγκλονιστικές στιγμές όταν συναντιέται με τον αδελφό της.

Η δική μας ιστορία αφορά επίσης μια Ελένη η υπόθεση της οποίας ήρθε στη δημοσιότητα στη γειτονική Τουρκία με αφορμή την προσπάθεια να μεταφερθεί στην κινηματογραφική οθόνη μέσα από το δράμα του ξεριζωμού των χιλιάδων Ρωμιών το 1922-23. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ο μεταλλουργός, Χαραλάμπος Χρυσοστομίδης, η σύζυγός του Αναστασία και η μικρή τους κόρη Ελένη ζούσαν στη Ματσούκα της Τραπεζούντας. Ο Χαραλάμπος ήταν γνωστός στους γείτονές του ως «Αφέντης Λάμπο». Η μικρή ελληνική οικογένεια ξεριζώθηκε το 1923 λόγω της συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών της Λωζάνης όπως δεκάδες χιλιάδες οικογένειες. Η οικογένεια Χρυσοστομίδη βρέθηκε και εκείνη στη λίστα όσων θα περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους νοσταλγώντας τη γη όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.

Όταν ήρθε η ώρα της αναχώρησης, ο Αφέντης Λάμπος πήρε τη σύζυγό του Αναστασία και τη 13χρονη κόρη τους Ελένη, αφήνοντας πίσω μια ολόκληρη ζωή. Με δάκρυα στα μάτια και μαζί με άλλες ελληνικές οικογένειες, οδηγούνται στο λιμάνι της Τραπεζούντας για να επιβιβαστούν στο πλοίο προς ένα άγνωστο μέλλον. Πολύ σύντομα, μία ενόπλη ομάδα διακόπτει την πομπή των 300 ατόμων. Νεαροί άνδρες, που δεν δέχονταν να αποχωριστούν τα κορίτσια που είχαν αγαπήσει, αρπάζουν την Ελένη και μερικά ακόμη κορίτσια από την πομπή. Ο Λάμπος, χαμένος, αποφασίζει να στείλει τη σύζυγό του στο πλοίο και να μείνει πίσω για να ψάξει την κόρη του.

Για τέσσερις μήνες ο Χρυσοστομίδης ψάχνει την κόρη του και δεν χάνει την ελπίδα του. Διασχίζει βουνά, κοιλάδες, ψάχνει κάτω από κάθε δέντρο, σε κάθε σπηλιά, ελπίζοντας να τη βρει και να φτάσει τελικά στην Καβάλα, όπου είχε αποστείλει τη σύζυγό του. Όσο κι αν αναζητά, η κόρη του δεν βρίσκεται πουθενά. Αγνοεί τις προειδοποιήσεις των συγχωριανών του: «Δεν έχει μείνει κανείς δικός σου εδώ. Είναι επικίνδυνα για σένα πια αυτά τα μέρη». Λίγο αργότερα, ένα νέο τον καταρρακώνει: «Η Ελένη είναι νεκρή. Είδαμε το σώμα της να παρασύρεται στο ρέμα της Ματσούκας». Ο κόσμος του Ουστά Λάμπου καταρρέει. Καταπίνει τα δάκρυά του και ξεκινά το μακρύ ταξίδι. Χωρίς δυνατότητα θαλάσσιας οδού, ακολουθεί καραβάνια από στεριά. Ληστεύεται τέσσερις φορές από ληστές και, ύστερα από τρεις μήνες κακουχιών, φτάνει στην Κωνσταντινούπολη. Στο Καντίκιοϊ, άφραγκος, λιώνει μέρα τη μέρα όχι μόνο από την πείνα, αλλά και από τον πόνο για τη χαμένη του κόρη.

Αφού έστειλε τη γυναίκα του στην Ελλάδα και «έθαψε» την κόρη του στην Τραπεζούντα και στην καρδιά του, ο Λάμπος περιπλανιέται στο Καντίκιοϊ μην ξέροντας τι να κάνει. Εκεί συναντά τυχαία τον Σουρεϊγιά Πασά, γνωστό πολιτικό της εποχής. Ο Πασάς ετοιμαζόταν να διοργανώσει χορό στο αρχοντικό του. Οι άνθρωποί του εντόπισαν τον Λάμπο Ουστά. Εντυπωσιασμένος από την τέχνη του, ο Πασάς τον πήρε υπό την προστασία του. «Μείνε εδώ ώσπου να σταθείς στα πόδια σου, κι έπειτα θα σε στείλω εγώ ο ίδιος στην Ελλάδα». Με τη βοήθεια του Πασά άνοιξε μαγαζί στο Καντίκιοϊ και σύντομα ευημέρησε. Θάβοντας βαθιά τις μνήμες της Ματσούκας, γνώρισε μια γυναίκα από το χωριό του, την Αντούσα. Ίσως για να μην ξαναζωντανέψει τον πόνο του, αποφάσισε να μην επιστρέψει ποτέ στην Ελλάδα. Παντρεύτηκε την Αντούσα και απέκτησε μια κόρη, τη Σοφία, την ιστορία της οποίας διηγήθηκε ο γιος της Αβέντις Κεβόρκ Χιλκάτ, ο οποίος ανακάλυψε τα μυστικά της οικογένειας —και την ύπαρξη μιας θείας που δεν γνώριζε— μόλις μετά τον θάνατο της μητέρας του στα 93 της. Όταν, κατά τις διαδικασίες κληρονομιάς, πήρε το οικογενειακό πιστοποιητικό, αποκαλύφθηκε μια πλευρά της ιστορίας που αγνοούσε. Η μητέρα του είχε μια μεγαλύτερη αδερφή, την Ελένη.

Ο Αβέντις άρχισε αμέσως έρευνες. Λίγο αργότερα, δέχτηκε ένα απρόσμενο τηλεφώνημα. Ο Αμπντουλκαντίρ Σουμέρ, μέλος γνωστής οικογένειας της Τραπεζούντας, αποκάλυψε ότι η Ελένη της απογραφής ήταν η γιαγιά του, η Εμινέ. Η θεία του Αβέντις, η Ελένη, είχε παντρευτεί τον άνθρωπο που την απήγαγε, τον Αλή Κεμάλ Σουμέρ, ασπάστηκε το Ισλάμ και απέκτησε πέντε παιδιά. Πριν πεθάνει, συχνά παραμιλούσε στα ποντιακά (σ.σ.όπως η Ταμάμα στην ταινία).

Η ιστορία γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη: η πρώτη σύζυγος του Λάμπου παντρεύτηκε επίσης στην Ελλάδα και απέκτησε δύο παιδιά. Δεκαετίες αργότερα τα παιδιά αυτά ήρθαν στην Τραπεζούντα για να βρουν τη χαμένη αδερφή τους όμως η Ελένη/Εμινέ αρνήθηκε να τους συναντήσει και κανείς δεν έμαθε ποτέ τον λόγο. Μάλιστα η μητέρα του Αβέντις είχε ταξιδέψει και εκείνη στην Τραπεζούντα όσο ζούσε. Κανείς όμως δεν ξέρει αν συνάντησε ποτέ την αδερφή της.

Ο Αβέντις ένωσε, έστω συμβολικά, τις δύο αδερφές μεταφέροντας μια χούφτα χώμα ανάμεσα στους τάφους τους. Η Ελένη/Εμινέ θάφτηκε στη Ματσούκα. Η Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Οι δύο αδερφές δεν συναντήθηκαν ποτέ όσο ζούσαν. Συναντήθηκαν μόνο μέσα από μια χούφτα χώμα. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους συγκεντρώνονται κάθε χρόνο στη Ματσούκα, σαν να θέλουν να ξορκίσουν τον πόνο ενός αιώνα.

Ο θρύλος της Τραμπζονσπόρ και η Ελληνίδα μητριά του!
Ο Οζκάν Σουμέρ στο κέντρο της φωτογραφίας | ΠΗΓΗ: Akşam

Θρύλος της Τράμπζονσπορ ο θετός γιος της Ελένης

Η μεγάλη αποκάλυψη της ιστορίας είναι, ότι η Ελένη, ήταν μητριά ενός θρύλου του ποδοσφαίρου στην Τουρκία! Ο λόγος για τον Οζκάν Σουμέρ, το όνομα του οποίου έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία της Τραμπζονσπόρ. Γεννήθηκε το 1940 στη Ματσούκα. Ο πατέρας του, αυτός που έκλεψε την Ελένη κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, είχε παντρευτει τέσσερις γυναίκες. Η Ελένη που έγινε Έμινε ήταν η πρώτη του σύζυγος, οπότε ο Οζκάν ήταν θετός της γιος.

Ο Σουμέρ άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο κατά τη διάρκεια των χρόνων του στο γυμνάσιο στο Ιντμανοτζάγκι. Αφού αγωνίστηκε για τις Γιόλσπορ και Ζονγκουλντάκ Κιομούρσπορ, ο Σουμέρ φόρεσε την μπορντό-μπλε φανέλα της Τραμπζονσπόρ με την ίδρυσή της το 1967. Έχοντας παίξει ποδόσφαιρο για την Τραμπζονσπόρ για 3 χρόνια και όντας αρχηγός της ομάδας, ο Σούμερ μεταγράφηκε στην Σεμπάτ Γκεντσλίκ ως παίκτης-προπονητής. Στη συνέχεια διορίστηκε προπονητής της ομάδας νέων στην Τραμπζονσπόρ τη σεζόν 1972-1973 και εργάστηκε στις υποδομές. Μετά την αποχώρηση του Αχμέτ Σουάτ Οζαζιτσί, πριν από τη σεζόν 1978-1979 έγινε προπονητής της ομάδας των ανδρών.

Υπό τις οδηγίες του, η Τράμπζονσπορ γνώρισε άνθηση. Κέρδισε το πρωτάθλημα και το Κύπελλο Προεδρίας στην πρώτη του θητεία στην Τραμπζονσπόρ τη σεζόν 1978-1979, όπως και το πρωτάθλημα της σεζόν 1980-1981.

Κατά τη διάρκεια της προπονητικής του καριέρας, η οποία ξεκίνησε στην Τραμπζονσπόρ, ο Σούμερ διηύθυνε επίσης την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, τη Γαλατασαράι, την Ντενιζλίσπορ, τη Μαλατιασπορ, τη Σαμσουνσπόρ, την Πετρόλ Οφισί και την Κόνια Μομπέλασπορ.

Γνωστός και ως ο «σοφός του ποδοσφαίρου», ο Σουμέρ διετέλεσε Πρόεδρος της Ένωσης Τούρκων Προπονητών Ποδοσφαίρου, Αντιπρόεδρος της Τουρκικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και αθλητικογράφος. Το 2000 εξελέγη 12ος πρόεδρος της ομάδας Τραμπζονσπόρ μετά από τακτική Γενική Συνέλευση. Με τον Σουμέρ στον προεδρικό θώκο, η τραπεζούντα στέφθηκε Κυπελλούχος τη σεζόν 2002-2003. Μάλιστα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Σουμέρ έδωσε το παράδειγμα για το τουρκικό ποδόσφαιρο αφαιρώντας τα συρματοπλέγματα μπροστά από τις κερκίδες στο στάδιο «Hüseyin Avni Aker».

Ο Οζκάν Σουμέρ βίωσε τη χαρά της κατάκτησης του Κυπέλλου Τουρκίας και του Προεδρικού Κυπέλλου ενώ αγωνιζόταν στη Γαλατασαράι. Στην ομάδα της Κωνσταντινούπολης διετέλεσε επίσης τεχνικός διευθυντής τη σεζόν 1981-1982. Δύο εβδομάδες πριν από το τέλος της σεζόν 1982-1983 παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Τράμπζονσπορ ως συντονιστής της ακαδημίας νέων.

Ο Οζκάν Σουμέρ έγραψε ιστορία ως ο μόνος άνθρωπος που διετέλεσε παίκτης, προπονητής και πρόεδρος συλλόγου στην Τραμπζονσπόρ, αφήνοντας το στίγμα του στην ομάδα της Τραπεζούντας και στο τουρκικό ποδόσφαιρο. Εργάστηκε επίσης ως συντονιστής ακαδημιών νέων στην Τραμπζονσπόρ, προπονώντας πολλούς παίκτες και εισάγοντάς τους στο τουρκικό ποδόσφαιρο. Πιο πρόσφατα διετέλεσε γενικός συντονιστής κατά την εποχή του Αχμέτ Αγάογλου. Κατά την εποχή του Οζκάν Σουμέρ, η Τραμπζονσπόρ ίδρυσε την γυναικεία ομάδα ποδοσφαίρου και βίωσε τη χαρά της κατάκτησης του πρωταθλήματος.

Απεβίωσε το 2020 ύστερα από μάχη με την επάρατο νόσο.

Ήταν ένας άνθρωπος που έγραψε ιστορία στο τουρκικό ποδόσφαιρο. Η ιστορία της οικογένειάς του αποκαλύπτει το δράμα των Ποντίων που ξεριζώθηκαν, αλλά και αυτών που έμειναν πίσω για διαφορετικούς λόγους.

Ο θρύλος της Τραμπζονσπόρ και η Ελληνίδα μητριά του!
ΠΗΓΗ: Haberler

ΠΗΓΗ: Pontos Voice