Η τακτική και η στρατηγική του μόνιμου «στυψίματος» μίας μπάλας, του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ, είτε του τένις όχι απλά αρχίζει να κουράζει, τόσο τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, όσο τον φίλαθλο και τον τηλεθεατή, αλλά δικαίως και να τους τσαντίζει για την παντελή έλλειψη σεβασμού που εισπράττουν.

 Τι ακριβώς θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε. Ότι μες στην εβδομάδα που ολοκληρώνεται γίναμε μάρτυρες τεσσάρων κοσμογονικών γεγονότων και αποφάσεων που ίσως αλλάξουν, μία για πάντα τον τρόπο με τον οποίο ένας αθλητής θ’ αντιμετωπίσει, από δω και πέρα το εκάστοτε παιχνίδι του κι ένας γνήσιος φίλαθλος την ομάδα της καρδιάς του.

 Γίναμε μάρτυρες της ιστορικής, διπλής απόφασης τόσο της Fifa, όσο της Uefa που έδωσαν το πράσινο φως να διεξαχθεί το παιχνίδι του ιταλικού πρωταθλήματος, Μίλαν- Κόμο στο Περθ, εν ολίγοις στην… Αυστραλία και το αντίστοιχο του ισπανικού, Βιγιαρεάλ- Μπαρτσελόνα στο Μαϊάμι, δηλαδή στις Ηνωμένες Πολιτείες.

 Γιατί έγινε αυτό; Επίσημα, γιατί τον Φεβρουάριο το «Τζουζέππε Μεάτσα» θα χρησιμοποιείται για τις τελετές έναρξης και λήξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων «Milano- Cortina 2026». Ανεπίσημα όμως, γιατί τόσο η αμερικανική ιδιοκτήτρια εταιρία (Red Bird) της Μίλαν, όσο τα αδέλφια Χαρτόνο, βαθύπλουτοι Ταϊλανδοί ιδιοκτήτες της Κόμο, από τη χώρα των καγκουρό ευελπιστούν να βγάλουν ακόμη μεγαλύτερο κέρδος. Λες και το’ χαμε καταλάβει. Λες και δεν υπήρχαν, στην Ιταλία άλλα διαθέσιμα γήπεδα για να φιλοξενήσουν ένα κοινότατο, έως αδιάφορο παιχνίδι του Campionato.

 Και ο φίλαθλος που είχε πληρώσει το ετήσιο διαρκείας και για το Μίλαν- Κόμο, τι θ’ απογίνει; Τίποτα. Θα το παρακολουθήσει από την τηλεόραση ή, στην καλύτερη θ’ αναγκαστεί να ζητήσει κάνα δάνειο για να «πετάξει» μέχρι την Αυστραλία. Ίδιο ακριβώς σκεπτικό και για τους φιλάθλους της Βιγιαρεάλ και της Μπαρτσελόνα, με τη διαφορά ότι η μετακόμισή του στο Μαϊάμι είχε ήδη προαναγγελθεί από την ισπανική Ομοσπονδία στο πλαίσιο μίας στρατηγικής, επιχειρηματικής της επέκτασης στις Ηνωμένες Πολιτείες.

 Ουδείς βέβαια δεν ρώτησε τους παίκτες, εάν είναι διατεθειμένοι να μπουν σ’ ένα ακόμη αεροπλάνο, ύστερα από τα δεκάδες που ήδη χρησιμοποιούν κάθε εβδομάδα για τις εσωτερικές και εξωτερικές μετακινήσεις τους, είτε λέγονται παιχνίδια πρωταθλήματος, είτε ευρωπαϊκών Κυπέλλων, είτε εθνικών ομάδων.

 Όπως επίσης ουδείς ρώτησε τους τενίστες το πόσο αντέχουν, μετά τη Μελβούρνη, το Παρίσι, το Ουίμπλεντον και τη Νέα Υόρκη να «πετάξουν» στο Πεκίνο, μετά στο Σινσινάτι, το Ακαπούλκο, το Αμπού Ντάμπι ή τη Σανγκάι, όπου η αφόρητες και εξουθενωτικές, ζέστη και υγρασία κατάντησαν τον 24χρονο Σίνερ να περπατάει υποβασταζόμενο, σαν να ήταν μαγκούρα από τη ρακέτα του. Και τον θρυλικό Νόβακ Τζόκοβιτς να σωριάζεται στο τερέν με ανεξέλεγκτες κρίσεις εμετού. Δεν έφταιγε ο άνθρωπος: όχι μόνο ζήτησε συγγνώμη, αλλά καθάρισε μόνος του, ό,τι μπορούσε από το έδαφος επιβεβαιώνοντας όλο του το μεγαλείο.

 Έφταιγαν οι συνθήκες και το γενικό σύστημα του «στυψίματος» στον βωμό, πάντα και μόνο του κέρδους: του όλο και μεγαλύτερου, χωρίς τον παραμικρό σεβασμό, είτε προς τον αθλητή, είτε προς τον εκάστοτε φίλαθλο.

 Όπως παντελής έλλειψη σεβασμού, έως πλήρη, προσωπική απομυθοποίηση ήταν και ο τρόπος με τον οποίο ο θρυλικός Λεμπρόν Τζέιμς αποφάσισε να καθηλώσει εκατομμύρια Αμερικανούς στους δέκτες τους, γιατί είχε να τους ανακοινώσει κάτι πολύ, μα πολύ σημαντικό.

 Κι εκεί που οι περισσότεροι είχαν στοιχηματίσει και προετοιμαστεί ν’ ακούσουν ότι η χρονιά Νο 23 θα ήταν η τελευταία του στο Nba, εκείνος διέκοψε τη ροή των τηλεοπτικών προγραμμάτων για να διαφημίσει τη συνεργασία του με μία μάρκα κονιάκ απογοητεύοντας, εννοείται ακόμη και τους πλέον ένθερμους θαυμαστές του…