Την έκρηξη ή τον εκ πεποιθήσεως αντικομφορμισμό του που, χωρίς δεύτερη σκέψη τον οδήγησαν συχνά να συγκρούεται, λεκτικά και σωματικά με συμπαίκτες,  αντιπάλους, προπονητές, προέδρους, διαιτητές, έως και φιλάθλους πληρώνοντας ακριβά το τίμημα των όποιων πράξεών του.

 Γεννημένος πριν από 59 χρόνια σε μία φτωχογειτονιά της Μασσαλίας, ο Ερίκ Πιέρ Ντανιέλ Καντονά μπορεί να ενσάρκωσε και τον βασιλιά και τον διάβολο, περισσότερο το δεύτερο. Αλλά για το αγγλικό ποδόσφαιρο θα συμβολίζει πάντα τον επαναστάτη που έμαθε μπάλα στους δασκάλους του football. Και τον αιρετικό Γάλλο που κατάφερε να ενώσει, καλύτερα και από τη Μάγχη δύο λαούς που χωρίζονται από μία πολιτιστικό- ιστορική έχθρα και αντιζηλία αιώνων.

 Ο Καντονά υπήρξε ο καταλληλότερος άνθρωπος που χρειάζονταν οι Άγγλοι για να δημιουργήσουν αυτό που πέτυχαν σήμερα: σε καμία περίπτωση το δυσκολότερο, οπωσδήποτε όμως, το ομορφότερο και πλέον συναρπαστικό πρωτάθλημα του πλανήτη.

 Και για την ίδρυση, το μακρινό ‘92 της Premier League είχε βάλει κι εκείνος, στο μικρόκοσμό του το λιθαράκι του, μαζί με το μπρίο, το ταλέντο, τη νευρικότητα, τη (χαρακτηριστικά, γαλλική) τσαντίλα, το μοναδικό, αριστοκρατικό του στιλ.

 Μέχρι τον ερχομό του, τον Ιανουάριο του ’92 στο Λιντς, ουδείς είχε ξαναδεί σε αγγλικό γήπεδο έναν ποδοσφαιριστή να τρέχει και να «κατεβάζει» τη μπάλα με ολόισια πλάτη και ψηλά το κεφάλι, ούτε έναν τόσο αλτρουιστή ως προς το μοίρασμα, συνήθως με εντυπωσιακά τακουνάκια, ατελείωτων ασίστ σε συμπαίκτες του.

 Η πλάκα είναι, πως όταν αποδέχτηκε την πρόταση του Μισέλ Πλατινί να φύγει από τη Γαλλία και να δοκιμάσει την τύχη του απέναντι («… γιατί εκεί παίζουν μπάλα και δεν μιλούν πολύ. Κι αν θέλεις, μετά τον αγώνα μπορείς να πιεις τη μπίρα σου σε μία παμπ»), ο Ερίκ Καντονά είχε ήδη εγκαταλείψει μία φορά το ποδόσφαιρο.

 Ήταν μόλις 25 ετών και αγωνιζόταν, ως δανεικός στην Οξέρ, όταν ένα σκληρό φάουλ σε στιλ kung- fu σε βάρος του Αρμένιου ποδοσφαιριστή της Ναντ, Μισέλ Ντερ Ζακαριάν του στοίχησε μία 3μηνη τιμωρία αποκλεισμού από κάθε δραστηριότητα. Εκείνος επέμενε πως δεν το είχε κάνει επίτηδες, αλλά επειδή ουδείς τον πίστεψε ανακοίνωσε το αντίο του και απομονώθηκε στη θάλασσα, στην ηρεμία της Καμάργκ περνώντας ώρες να ζωγραφίζει από χόμπι, όπως εξάλλου συνήθιζε να κάνει κάποτε και ο πατέρας του.

 Ο Πλατινί, τότε ομοσπονδιακός τεχνικός των «Les Blues» τον επισκέφθηκε και τον μετέπεισε να πάει στην Αγγλία. Τηλεφώνησε στον Γκρέιαμ Σούνες, τότε προπονητή της Λίβερπουλ, αλλά ο Σκοτσέζος του απάντησε «όχι, γιατί θέλω ηρεμία στ’ αποδυτήριά μου». Μετά πήρε τον Τρέβορ Φράνσις, στον πάγκο τότε της Σέφιλντ Ουέντσντεϊ, που απάντησε αμέσως θετικά, «αλλά δωρεάν, γιατί είμαστε μία νεοφώτιστη και δεν έχουμε χρήματα». Μετά τον Χάουαρντ Ουίλκινσον, που εντυπωσιάστηκε πληρώνοντας άμεσα 100.000 λίρες στη Νιμ για τον δανεισμό του.

 Με τη Λιντς κατέκτησε αμέσως το πρωτάθλημα ’91-’92 και ένα Charity Shield, αλλά τσακώθηκε με τον Ουίλκινσον γιατί τον είχε κάνει αλλαγή σ’ έναν αγώνα και ζήτησε άμεσα μεταγραφή είτε στη Λίβερπουλ, την Άρσεναλ, είτε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

 Μόνο ο σερ Άλεξ Φέργκιουσον εκδήλωσε ενδιαφέρον και κάπως έτσι ξεκινούν οι 4 καλύτερες σεζόν της καριέρας του, οδηγώντας τους «Κόκκινους Διαβόλους» στην κατάκτηση 4 Premier League, 2 Κυπέλλων και 3 Charity Shield. Όλα με το Νο 7 στην πλάτη, μία ιερή φανέλα στο «Ολντ Τράφορντ» που είχε φορεθεί και από τον θρυλικό Τζορτζ Μπεστ και αργότερα από τους Μπέκαμ, Κριστιάνο Ρονάλντο.

 Με τους «Red Devils» πέτυχε 64 γκολ σε 143 παιχνίδια, τα περισσότερα μίας καριέρας με σκαμπανεβάσματα και μόνιμους τσακωμούς μοιρασμένης μεταξύ Οξέρ, Νιμ, Μαρτίγκ, Μαρσέιγ, Μπορντό, Μονπελιέ.

 Και στην εθνική Γαλλίας είχε κάνει τα ίδια φτάνοντας στα χέρια τόσο με τον Ανρί Μισέλ, όσο με τον Ζεράρ Ουλιέ. Τα παράτησε και από κει, και όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση πήρε την ικανοποίηση να πανηγυρίσει ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα με το εθνόσημο των «tricolore», έστω ως αρχηγός της γαλλικής ομάδας beach- soccer.

 Στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα είχε παίξει μέχρι και τα 30 του, αλλά η 8μηνη τιμωρία αποκλεισμού για την κλωτσιά, πάλι με στιλ kung- fu σε οπαδό της Κρίσταλ Πάλας τον έκανε να σιχαθεί το ποδόσφαιρο και να το ρίξει, μάλιστα με εξίσου μεγάλη επιτυχία στην υποκριτική.

  Έχει πει το εκπληκτικό, πως «Δεν υπάρχει τίποτα πιο ηλίθιο από έναν ποδοσφαιριστή που νομίζει ότι είναι περισσότερο χρήσιμος από μία μπάλα», μία φράση που αντικατοπτρίζει πλήρως την ποδοσφαιρική του φιλοσοφία. Όσον αφορά στον μόνιμα ανήσυχο και τσαντισμένο χαρακτήρα του, αναπόφευκτο να είχε επηρεαστεί το dna των παππούδων του: ο ένας Ιταλό- Κορσικανός, ο άλλος Καταλανός που είχε πολεμήσει τον Φασισμό του Φράνκο καταφέρνοντας να κρυφτεί στη Μασσαλία…