Από το ποδόσφαιρο, έως το μπάσκετ, τα τελευταία χρόνια και στο τένις η κακή συνήθεια της εξάρτισης δεν γνωρίζει ούτε κανόνες, ούτε μέσες λύσεις.

 Καλώς ή κακώς το γιγαντιαίο «τσίρκο» που στήθηκε, μόνο και μόνο για να εισπράξει χρήμα αδιαφορώντας για την όποια ποιότητα πρέπει πάση θυσία να προχωρήσει.

 Και ελάχιστη σημασία έχει εάν, στο πέρασμά του τα θύματα του οπορτουνισμού των πανίσχυρων κέντρων αποφάσεων χάσουν στον δρόμο, από αναπόφευκτους τραυματισμούς και εξάντληση την πλειοψηφία των πρωταγωνιστών του.

 Εν ολίγοις των παικτών, που μέσω των κουρασμένων μυών και οργανισμών τους διηγούνται στον Κόσμο τόσο την ταλαιπωρία και κατάχρηση, όσο την κακομεταχείριση. Την ώρα που ο θεατής ή ο τηλεθεατής κάθονται σε μία καρέκλα ή έναν καναπέ μετρώντας, και μετά χάνοντας τον έλεγχο με τις ατελείωτες απώλειες.   

 Στην εποχή της υπερβολής, των ατέρμονων (όλοι τους κρίσιμοι και καθοριστικοί) αγώνων και διοργανώσεων, με πρωταθλήματα, κύπελλα Ευρώπης και εγχώρια κυπελλάκια, με υποχρεώσεις των εθνικών ομάδων, αντικατάσταση και αναβάπτιση των άλλοτε «φιλικών» σ’ ένα νέο τουρνουά που ονομάζουμε κομψότερα «Nations League» λογικό είναι οι παίκτες να τα «έφτυσαν», να «τα’ παιξαν» και να ακόμη περισσότερο λογικό να «κλάταραν».

 Και δεν είναι μόνο στο ποδόσφαιρο, που σε διάστημα 3 μηνών έχει ήδη χάσει πάνω από 150 παίκτες- πρωταγωνιστές από μυϊκούς τραυματισμούς. Αλλά απώλειες μετρούν και το Nba (πάνω από 80, και ας βρισκόμαστε μόνο στην αρχή της σεζόν), όσο το τένις που με υπερατλαντικά τουρνουά, ανά δύο εβδομάδες έχει ήδη αφήσει στο πέρασμά του ουκ ολίγα ταλέντα της ρακέτας.

 Κι εδώ γεννάται το εξής συμπέρασμα: παίζουν υπερβολικά πολύ και προπονούνται λίγο ή προπονούνται πολύ και ο οργανισμός τους δεν προλαβαίνει, γιατί δεν έχει τον χρόνο να αφομοιώσει και να ξεκουραστεί, μέχρι το επόμενο παιχνίδι;

 Δυστυχώς και τα δύο: δεν υπάρχουν πλέον, ούτε μέτρα, ούτε σταθμά. Το τσίρκο πρέπει να προχωρήσει κι ας χάσει στο πέρασμά του τους πρωταγωνιστές του θυσιάζοντας, είτε για τον θεατή, είτε τον τηλεθεατή όχι μόνο την ποιότητα, αλλά και τη βεβαιότητα πως η ομάδα του, εάν ήταν πλήρης θα μπορούσε να τα είχε πάει πολύ καλύτερα.