ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΣΠΡΟΥΛΙΑΣ

Δεν είναι οι «αιώνιοι» το πρόβλημα, κύριοι Πιστός κι εγω στις συνήθειες των Ελλήνων, τις άγιες ημέρες του Πάσχα, φόρτωσα σαν καρότσα το αυτοκίνητο για να δραπετεύσω στις ομορφιές τις περιφέρειας...

Κατάγομαι από την Εύβοια, 25 χιλιόμετρα μακριά από τη Χαλκίδα... Γυμνού λέγεται η γενέτειρα της μητέρας μου 4 χιλιόμετρα μακριά από την παραλία όπου βρίσκεται η Βάθεια (Αμάρυνθος). Αναρωτιέσται γιατί αναφέρω όλα τούτα; Πιθανώς να σας ακούγεται ανεπίκααιρο κι άσχετο. Δεν είμαι όμως... Οταν συζητήσαμε με τον Καβαλιεράτο για το θέμα που θα θίξουμε, ειλικρινά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δύο εικόνες, τόσο πειστικές, περίπου 100 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, θα ήταν τόσο αποκαλυπτικές και πειστικές για το πραγματικό πρόβλημα του ελληνικού μπάσκετ. Εκεί, στην Ευβοια, ο πληθυσμός λατρεύει το ποδόσφαιρο σα θρησκεία. Δεν είναι τυχαίο το γενονός, αφού στην περιφέρεια, κάθε χωριό, όσο μικρό κι αν είναι, δύο πράγματα δε λείπουν ποτέ... Η εκκλησία και το ποδοσφαιρικό γήπεδο. Φτάνοντας λοιπόν, στη Βάθεια, της οποίας το ποδοσφαιρικό στολίδι, είναι ακριβώς πάνω στον κεντρικό δρόμο προς την Κύμη, θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια και τα καλοκαίρια. Δίπλα στο γήπεδο του ποδοσφαίρου, υπήρχε πάντα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ένα γήπεδο μπάσκετ, το οποίο μάλιστα φαινόταν κι από το δρόμο. Παρασκευή μεσημέρι ήταν όταν πέρασα στο δρόμο προς τη Γυμνού και για πρώτη φορά διαπίστωσα ότι οι δύο μπασκέτες που έστεκαν αριστερά καλωσορίζοντας τους ταξιδιώτες, δεν υπήρχαν πια... Τα κεφάλια που φαίνονταν στον υπερυψωμένο αθλητικό χώρο ήταν καμπόσα... Μόνο που έτρεχαν δεξιά κι αριστερά, κυνηγώντας τη μάγισσα ασπρόμαυρη Θεά. Οι μπασκέτες είχαν δώσει τη θέση τους σε δύο σιδεράνια τέρματα κι ένας αυτοσχέδιος δημοτικός χώρος 5x5 είχε δημουργηθεί για να καλύψει τις ανάγκες των κατοίκων (αλλά και των επισκεπτών δεδομένου ότι το καλοκαίρι είναι οικογενειακός τουριστικός προορισμός) του χωριού. Απογοητεύτηκα, αλλά από την άλλη μεριά σκέφτηκα ότι ήταν απλά ακόμα μία επιβεβαίωση της αλήθειας που συναντώ σε κάθε μέτρο που περπατώ στην καρδιά της Αθήνας. Λίγες ώρες αργότερα, έμπαινα στο αυτοκίνητό μου για να κάνω στο χωριό την αγαπημένη βόλτα μου... Να ανέβω τηνανηφόρα, να περάσω από το κέντρο, να μυρίσω την ευωδιές από τις ταβέρνες που είναι πασίγνωστες σε όλη σχεδόν την Αθήνα, και να καταλήξω στο τελευταίο σύνορο της Γυμνού... Στο ποδοσφαρικό γήπεδο του χωριού. Σε αυτό το χώρο είχα φάει τα γόνατά μου... Ως πιτσρικάς, για 2-3 χρόνια με τον Ολυμπο, την ομάδα του τόπου μου, είχα γυρίσει όλη την Ευβοια τα σαββατοκύριακα... Τόσο που οι γονείς μου, κυριακή βράδυ, περίμεναν εμένα να γυρίσω με τον θείο Νίκο από τα χωριά που έπαιζε η ομάδα, για να μπούμε στο αυτοκίνητο να γυρίσουμε στην Αθήνα. Αυτό το γήπεδο ήταν η μεγάλη λατρεία μου. Εχουν περάσει περισσότερα από 10 χρόνια, από τότε που ο Δήμος, ξόδεψε χρήματα για να φτιάξει κάτω από το γήπεδο ποδοσφαίρου, δύο γήπεδα μπάσκετ υψηλότατης (τηρουμένων των αναλογιών) επιπέδου. Τα καλοκαίρια μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις διοργάνωνε η κοινότητα τουρνουά, καλώντας και τα διπλανά χωριά, να πάρουν μέρος. Τα γήπεδα του μπάσκετ είχαν γίνει σημεία αναφοράς για τον τόπο σε κοινωνικό επίπεδο.

Διαβάστε την υπόλοιπη αρθρογραφία στο gazzetta.gr