Οι αρχαίοι Έλληνες ξεκινούσαν τη μέρα τους παίρνοντας πάντοτε ένα πρωινό γεύμα. Αυτό λεγόταν «ακράτισμα», ήταν ψωμί βρεγμένο μέσα σε κρασί, ήταν κάτι σαν τον σημερινό μας καφέ. Το μεσημεριανό ήταν το «άριστον» και το έτρωγαν μετά από την επιστροφή τους από την αγορά και αφού είχαν τελειώσει όλες οι δικαστικές συνεδριάσεις. Το τελευταίο γεύμα το «δείπνο» ήταν το κυριότερο. Τα δυο πρώτα ήταν οικογενειακά, ενώ το δείπνο είχε προσκεκλημένους και συνδυαζόταν πολλές φορές με κάθε είδους διασκεδάσεις. Μετά το δείπνο ακολουθούσε το «συμπόσιο» με πνευματικές και φιλοσοφικές συζητήσεις.

Στα δείπνα συμμετείχαν οι «κλητοί», δηλαδή οι καλεσμένοι. Οι προσκλήσεις γίνονταν στην αγορά την ίδια μέρα ή μέρες πριν. Οι καλεσμένοι είχαν το δικαίωμα να καλέσουν και αυτοί τους φίλους τους, αυτοί ήταν οι «άκλητοι», οι μη προσκεκλημένοι. Κοντά σε αυτούς στα συμπόσια συμμετείχαν και οι «παράσιτοι», κυρίως γελωτοποιοί και βωμολόχοι, οι οποίοι διασκέδαζαν τους συμποσιαστές και έτσι δικαιολογούσαν την εκεί παρουσία τους.

Στο δείπνο προσέρχονταν λουσμένοι και αρωματισμένοι, ντυμένοι όμορφα. Όλοι έφταναν την καθορισμένη ώρα και το δείπνο άρχιζε χωρίς να περιμένουν τους αργοπορημένους. Οι δούλοι έβγαζαν τα σαντάλια των καλεσμένων και τους αρωμάτιζαν. Κατόπιν έπλεναν τα χέρια τους και άρχιζε το δείπνο. Ένας δούλος είχε την γενική επιστασία, ήταν ο «τραπεζοκόμος», ο οποίος ήταν υπεύθυνος των τραπεζιών και της γενικής ευταξίας. Αυτός καθόριζε τη θέση κάθε καλεσμένου στο δείπνο. Η πιο τιμητική θέση ήταν δεξιά του οικοδεσπότη και λεγόταν «προνομή» και η πιο απομακρυσμένη λεγόταν εσχάτη χώρα, άτιμος κλισία.

Τα κρέατα τα έκοβαν οι δούλοι που ονομάζονταν «δαιτροί», τα έκοβαν έξω από την αίθουσα του συμποσίου και τα έφερναν σε μερίδες. Όταν κατέφθανε ο προσκεκλημένος ο μάγειρας του έδινε ένα είδος καταλόγου το «γραμματείδιον». Εδώ υπήρχαν τα φαγητά, πώς παρασκευάστηκαν και άλλες πληροφορίες, ήταν δηλαδή το μενού της εποχής εκείνης.

Οι σύνδειπνοι έτρωγαν ελαφρώς ξαπλωμένοι πάνω σε ανάκλιντρα, στηριγμένοι πάνω στον αγκώνα. Τα ανάκλιντρα είχαν επάνω χαλιά και στρώματα και ήταν πολύ αναπαυτικά. Στη συνέχεια τοποθετούσαν τραπέζια, συνήθως ένα για κάθε καλεσμένο, καμιά φορά ένα τραπέζι ανά δυο, τότε αυτοί λέγονταν ομοτράπεζοι ή ομόκλινοι.

Στην αρχή έφερναν τα τραπέζια με τα ορεκτικά, τα λεγόμενα «λιχνεύματα», ένα από αυτά ήταν η μίμαρκυς (ξενικό έδεσμα από κοιλιά και έντερα λαγού ή χοίρου). Άλλα ορεκτικά ήταν τα όστρακα, ωμά λάχανα, ρεπάνια κ.α. Τα ορεκτικά αυτά τα σερβίριζαν μέσα σε δοχεία που λέγονταν «οξύβαφα», «εμβάφια» και «οξίδες» όσα είχαν μέσα ξίδι. Αντί νερού έπιναν το «πρόπομα», ένα γλυκό ποτό, κάτι σαν απεριτίφ, όπως θα λέγαμε σήμερα.

Μετά έφερναν τα κρέατα, ίση μερίδα για όλους. Εκτός από κρέατα σέρβιραν ψάρια, πουλιά, θηράματα. Στη διάρκεια του φαγητού έπιναν λίγο. Πάνω στα τραπέζια τοποθετούσαν και διάφορα αγγεία, αργυρά ή χρυσά, πινάκια (πιάτα), λεκάνες για τα κρέατα. Πιρούνια δεν υπήρχαν, έτρωγαν με τα δάχτυλα. Είχαν όμως τα «δακτυλήθρα», αυτά ήταν για τους λαίμαργους, οι οποίοι δεν περίμεναν να κρυώσουν τα κρέατα. Τα έβαζαν στα δάχτυλα και έπιαναν με αυτά τα ζεστά κρέατα και τα έτρωγαν έτσι καυτά. Για τον ζωμό είχαν το «μύστρον», ένα είδος κουταλιού με το οποίο έτρωγαν τον ζωμό. Αν δεν είχαν τέτοια, έκαναν μια λακκούβα στο ψωμί όπου έβαζαν τον ζωμό και τον έπιναν. Μαχαίρια δεν χρησιμοποιούσαν συνήθως, τη δουλειά την έκαναν τα δόντια. Στο τέλος του δείπνου σκουπίζονταν με ψίχα ψωμιού ή με ζύμη παρασκευασμένη για αυτό τον σκοπό και μετά τα πετούσαν κάτω στο τραπέζι, όπου περίμεναν τα σκυλιά έτοιμα να τα φάνε.

Μετά το δείπνο ακολουθούσε το συμπόσιο. Πριν ξεκινήσει αυτό γινόταν στεναφορία των συμποσιαζόμενων. Πολλές φορές τα στεφάνια ήταν τρία για τον καθένα. Υπήρχε πρακτικός λόγος, τα άνθη (κυρίως μυρσίνη, κισσός, υάκινθοι, ανεμώνες, ρόδα, νάρκισσοι και ία) αποσοβούσαν τους πονοκεφάλους από το ποτό. Το συμπόσιο λεγόταν και «επίδειπνο» και είχε τους δικούς του κανόνες. Καταρχήν εκλεγόταν ο άρχων του συμποσίου, ο συμποσίαρχος στον οποίο υπακούνε οι συμποσιαζόμενοι. Αυτός καθόριζε την αναλογία οίνου και νερού δηλαδή το κράμα, καθόριζε τις πόσεις και τις προπόσεις και τον αριθμό των ποτηριών που θα έπιναν. Υπό τις διαταγές του τελούσαν οι «οινοχόοι» ή κερασταί.

Τελευταία ακολουθούσαν τα τραπέζια με τα επιδόρπια ή τραγήματα. Ήταν γεμάτα με τυριά, αμύγδαλα, σταφύλια, απίδια, καρύδια και γενικά ό,τι θεωρούσαν καλό να συνοδεύει την οινοποσία. Η αγάπη για το κρασί ήταν πολύ μεγάλη από την ομηρική ακόμα εποχή. Πάντα όμως ανακάτευαν τον οίνο με νερό, αυτό σημαίνει και η λέξη κρασί. Αυτό είχε επιβληθεί με νόμο στην εποχή του Σόλωνα. Τον άκρατο οίνο τον θεωρούσαν βαρβαρικό έθιμο, το συνήθιζαν οι Σκύθες, γι αυτό υπήρχε και το ρήμα «επισκυθίζω», δηλαδή πίνω άκρατο οίνο σαν τους Σκύθες. Η αναλογία ήταν τρία μέρη νερό, ένα οίνος ή 2:1 ή 3:2 ή 1:1. Όποιοι παραβίαζαν αυτές τις αναλογίες εθεωρούντο οινόφλυγες και ήταν αξιοκατάκριτοι. Η μέθη προκαλούσε την περιφρόνηση. Η κράση γινόταν μέσα σε ειδικά αγγεία τους κρατήρες, καμιά φορά πρόσθεταν και αρώματα, οπότε λεγόταν τρίμμα. Από τους κρατήρες το έβαζαν στις οινοχόες και από εκεί στα ποτήρια.

Το ποτό συνοδευόταν από συζητήσεις, θεάματα, ακροάματα και διάφορα παιχνίδια. Το συμπόσιο τελείωνε αργά τη νύχτα και επέστεφαν στα σπίτια τους με τη συνοδεία δούλων που κρατούσαν αναμμένους δαυλούς να φωτίζουν τον δρόμο.

ΠΗΓΗ: schooltime.gr