Ανήμερα των Φώτων, πρώτα πηγαίναμε να βουτήξουμε το σταυρό για να αγιάσουμε τα ύδατα και μετά βουτάγαμε οι ίδιοι στο αγιασμένο ύδωρ που πρόσφερε ο καφενές του Μπάφα. Παραδοσιακή ημέρα τσιπουροκατάνυξης στο χωριό, κατά την οποία ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις που περνούσαν γυναίκες το κατώφλι του καφενέ. Μόνο τη μέρα των Φώτων, στα πανηγύρια της περιοχής και σε κηδείες και μνημόσυνα έμπαιναν στα άδυτα του στεκιού των ανδρών οι συμβίες τους. Βέβαια, υπό όρους. Για παράδειγμα, στο καλύτερο τραπέζι του μαγαζιού, μπροστά στο τζάκι, πάντα καθόταν ο Μαστρομανέλος (και σε συγκεκριμένη θέση), ο Πέτρος της Κουφής, ο ίδιος ο Μπάφας όταν τέλειωνε με το σερβίρισμα, ο πατέρας του φίλου μου του Φώτη ο Σαυρογιώργης, ο ανεπίτρεπτος επίτροπος της εκκλησίας ο κυρ-Νίκος ο Κολλαμίας και κάποιες φορές κι ο δήμαρχος ο Γιωργομάκος, εφόσον εκείνη την περίοδο τα είχε καλά με τον Μαστρομανέλο. Εκείνη τη χρονιά δεν τα είχε...

Οι γυναίκες κάθονταν μαζεμένες σε άλλο τραπέζι, παράμερα, αλλά όχι και μακριά από τους άντρες τους. Εκείνοι νόμιζαν πως έτσι τις έλεγχαν με τα μάτια, ωστόσο στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο, καθώς σύντομα οι άντρες γίνονταν δαυλιά και δεν μπορούσαν να ελέγξουν ούτε τον εαυτό τους. Εκείνη τη χρονιά στο τραπέζι αυτό κάθισαν η Πολυξένη του Μαστρομανέλου, η Δωροθέα η Ζαβή, η Νίτσα του Μήτρου του Μαμούα και οι μανάδες μας, εμένα, του Φώτη, του Πέτρου και του Δεμπασκαλά. Ήμασταν όλοι υπό έλεγχο και σε ασφυκτικό κλοιό, έστω κι αν ρίχναμε συνέχεια λοξές ματιές προς τη Νίτσα του Μήτσου του Μαμούα, που ήταν η πιο όμορφη και η πιο πεταχτή σε όλο τον μαχαλά και που πρώτα την κανόνιζε ο Τερζόφ ο οδοντογιατρός και μετά ο πιο καπάτσος ανάμεσά μας, ο Δεμπασκαλάς.

Ο Μαστρομανέλος παραδοσιακά φρόντιζε το τζάκι. Να είναι πάντα φουντωμένο και να υπάρχουν μεγάλα κούτσουρα καβάτζα, για να μην χρειαστεί να βγει κανένας μεθυσμένος έξω, να πάει στην αποθήκη να φέρει ξύλα και τον βρίσκαμε μετά από μέρες ξυλιασμένο στη διαδρομή. Εννοείται, πως όλα αυτά ο Μαστρομανέλος τα φρόντιζε ...από μακριά. Έδινε οδηγίες. Έζευε από τα πριν τον Δεμπασκαλά σαν βόιδι και παρότι εκείνος αρχικά του ξεκαθάριζε «δεν πας καλά», τελικά κουβάλαγε ίσαμε ένα κάρο ξύλα μπροστά στο τζάκι, τόσα που θα έφταναν να ψήσουν ένα κοπάδι αρνιά. Κάποια στιγμή, μετά από τόσα τσίπουρα και με το τζάκι «στη διαπασών» όπως έλεγε ο ίδιος, ο Μαστρομανέλος πύρωσε. Κι άρχισε το στριπτίζ.

Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο στο gazzetta.gr