Οταν ολοκλήρωνε ένα κείμενο για το οποίο αισθανόταν υπερήφανος, φώναζε το πλησιέστερο «θύμα» στο γραφείο του, τον κάθιζε στην καρέκλα του ακροατή και του το διάβαζε, με τη γνώριμη, αυστηρή τηλεοπτική φωνή του, από την αρχή μέχρι το τέλος. «Ε; Πώς σου φάνηκε; Τον σκίζω; Καλό;».
Ηταν φανερό ότι καμάρωνε για την αιχμηρή του γραφή, για τα ωραία του ελληνικά και για το μαχητικό του πνεύμα. Δικαίως. Κι εγώ θα καμάρωνα αν ήμουν στη θέση του, σαν το γύφτικο σκεπάρνι. Οχι, όχι για το μπάσκετ. Για τον ανελέητο πόλεμο ενάντια στη λαίλαπα της ντόπας θα καμάρωνα. Για την αδιαπραγμάτευτα επικριτική στάση απέναντι στο κούφιο Ολυμπιακό όνειρο του νεοέλληνα. Για τις αποκαλύψεις σχετικά με το κυβερνητικό σκάνδαλο του σταδίου «Κοκκαλισκάκη». Για το ξεβράκωμα του Κεντέρη, της Θάνου και του Τζέκου. Για την τρικολοποδιά στην Octagon και στο αγγελοπουλέικο.
Θα καμάρωνα για τα επιχειρήματα που συνόδευαν αυτόν τον θησαυρό της δημοσιογραφικής έρευνας. Ο Συρίγος ήταν κυρίως σχολιαστής, αλλά όποτε παθιαζόταν φορούσε το καπέλο του ρεπόρτερ και χρησιμοποιούσε επιδέξια τις αμέτρητες -και πανίσχυρες- πηγές του.
Θα καμάρωνα, τέλος, για το καρτέρι θανάτου. Ηταν τίτλος τιμής και γαλόνι για τον Φίλιππο το ανεξίτηλο σημάδι από τις μαχαιριές των φονιάδων. Οι εχθροί του κατάλαβαν νωρίς, ότι μόνο ο θάνατος θα μπορούσε να του κλείσει στόμα του Συρίγου. Και αυτός, ακόμη, νικήθηκε την πρώτη φορά.
Αλλά επέστρεψε δριμύτερος και δεν σήκωνε πια αντιρρήσεις. «Ελα π**στη Χάρε, να με πάρεις», έλεγε τις τελευταίες του ώρες ο αποκαμωμένος Φίλιππος, από το κρεβάτι του νοσοκομείου. Την επόμενη φράση του, τη φαντάζεστε και μόνοι σας: «Ελα, και θα πάρεις τα αρχ**ια μου».
Συγχωρήστε μου την αθυροστομία, αλλά ήταν και αυτή αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας του Συρίγου. Σε έβριζε, μόνο εάν σε εκτιμούσε. Ειδάλλως, απλώς σε αγνοούσε.
Είχα την τύχη και την τιμή να συνεργαστώ μαζί του, ανελλιπώς, χωρίς διακοπή, 26 συνεχόμενα χρόνια, από την πρώτη μέρα της ταπεινής καριέρας μου μέχρι την τελευταία νύχτα της ζωής του. Τον γνώρισα από την καλή κι από την ανάποδη. Ηταν άνθρωπος τραχύς, δύσκολος, απότομος, αψύς, αλλά με κώδικες σαφείς και αυστηρούς που δεν επιδέχονταν δεύτερες και τρίτες ερμηνείες. Χρειάζονταν, απλώς, αποκρυπτογράφηση.
Το γραφείο, χθες στη Νova, μου φάνηκε παράξενα άδειο. Σαν να έλειπε η πιο σημαντική από τις κολόνες του. Για πρώτη φορά ένιωσα να έχει απόλυτη εφαρμογή το κλισέ «δυσαναπλήρωτο κενό».
«Δεν θα ήθελα ποτέ να γίνω εχθρός σου», του απαντούσα όποτε με καλούσε στο γραφείο του και μου χρέωνε τον ρόλο του ακροατή. Δεν τους φτιάχνουν πια έτσι τους δημοσιογράφους, ούτε τους άνδρες. Ο Συρίγος ήταν μία κατηγορία μόνος του, sui generis, μεγαλύτερος από την ίδια τη ζωή όσο έμεινε όρθιος, δεύτερος πατέρας για όλα (εμάς) τα μειράκια που διδαχθήκαμε στο πλευρό του, μέντορας, δάσκαλος και φίλος.
Το δε μπάσκετ, εκτός από γκαλόσημο, θα πρέπει να πληρώνει και συριγόσημο. Το ίδιο και η δημοσιογραφία. Κι όχι μόνο η αθλητική.
Πηγή: SportDay