Για τον περιβόητο Κολομβιανό «βασιλιά της κοκαΐνης», ένας από τους μισθοφόρους εκτελεστές του, ο Τζον Ζαϊρο Βελάσκεζ «Ποπάι» αποκάλυψε κάποτε στο Espn ότι ο Εσκομπάρ, μπορεί να μην έγινε ποτέ επισήμως ο πρόεδρός της, αλλά ήταν τόσο φανατισμένος με την Ντεπορτίβο Ιντεπεντιέντε του Μεντεγίν που πριν από κάθε παιχνίδι της ακολουθούσε, για προληπτικούς λόγους μία συγκεκριμένη «ιεροτελεστία».

 Εμφανιζόταν έξω από το γήπεδο, μοίραζε δεσμίδες χαρτονομισμάτων σε εκατοντάδες φιλάθλους και μετά επαναλάμβανε το ίδιο, στ’ αποδυτήρια και με τους ποδοσφαιριστές του. Γενικώς ήταν τρελαμένος με το ποδόσφαιρο, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που όταν αυτό- φυλακίστηκε, στις υπέρ λούξ εγκαταστάσεις της «La Catedral», που ο ίδιος είχε χτίσει με πισίνα, μπαρ, bbq, γήπεδα, τραπέζια μπιλιάρδου, αλλά κι ένα σύγχρονο καζίνο πλήρωσε τον Ντιέγκο Μαραντόνα ένα σκασμό λεφτά για μία αποκλειστική του εμφάνιση.

 «Θυμάμαι, έλεγε ο μεγάλος Αργεντινός ότι το ’91 κάποιοι Κολομβιανοί επιχειρηματίες είχαν έρθει σε επαφή με τον μάνατζέρ μου, Γκιγιέρμο Κόπολα για να παίξω ένα ημίχρονο κάπου στο Μεντεγίν, μαζί με άλλους παίκτες, όπως τον Ρενέ Ιγκίτα χωρίς όμως να μου που το που ακριβώς. Ήρθαν και με πήραν από το αεροδρόμιο και με πήγαν σε μία φυλακή περικυκλωμένη από στρατιώτες,. Προς στιγμήν είπα, τι στο καλό (!), θα με φυλακίσουν (;), μετά όμως μπαίνοντας αισθάνθηκα ότι βρισκόμουν σε υπερπολυτελές ξενοδοχείο του Ντουμπάι. Με πλησίασε ένας ευγενέστατος, αλλά παγερός τύπος, με ρώτησε ξέρεις ποιος είμαι εγώ (;), του απάντησα, συγγνώμη, αλλά όχι. Μου απάντησε, δεν πειράζει είμαι ο «jefe», ο αρχηγός, έπαιξα, πληρώθηκα και μετά έμαθα…».

 Στη δεκαετία του ’80 στο συντηρητικό και μη μου άπτου, τότε Λονδίνο ο Τύπος της εποχής ασχολείτο κυρίως με δύο πρόσωπα: τον Ντέιβιντ Σάλιβαν, που μόλις είχε αγοράσει το 50% της Ουεστ Χαμ και το διάσημο μουσικό αστέρα Έλτον Τζον, που επίσης μόλις είχε αποκτήσει το πλειοψηφικό πακέτο της Ουότφορντ.

 Τον Σάλιβαν, δεκαετίες πριν ανακαλύψει ο κόσμος τον πλανήτη «Only Fans» τον κατηγορούσαν για «αμοραλισμό» γιατί είχε χτίσει την περιουσία του, από το πουθενά πουλώντας στην εφημερίδα του, τη «Sunday Sport» πορνογραφικές, κυρίως φωτογραφίες που εκτόξευαν, αναπόφευκτα το τιράζ της. Εκείνος σφύριζε αδιάφορα και κάθε φορά που τον ρωτούσαν, μα καλά, δεν ντρέπεστε (;) απαντούσε, και δικαίως, πως «θα ντρεπόμουν μόνο εάν πουλούσα όπλα ή τσιγάρα και τα προϊόντα μου σκότωναν καθημερινά χιλιάδες ανθρώπους». Για να μην πολυλογούμε,  εκείνη η «ανήθικη», αλλά άκρως πρωτοποριακή εφημερίδα πουλήθηκε τελικά το 2007 έναντι 45εκ. λιρών.

 Τον Έλτον Τζον τον κατηγορούσαν για άλλους λόγους, κυρίως γιατί πίστευαν ότι μία παγκόσμιας εμβέλειας ποπ σταρ είχε χρησιμοποιήσει τη Ουότφορντ μόνο ως «πλυντήριο» και όχι για να την μεταμορφώσει σε ποδοσφαιρική δύναμη. Είχαν υποτιμήσει όμως το πείσμα του και το συναισθηματικό δέσιμο του Έλτον Τζον με την ομάδα του πατέρα του, τα αμέτρητα Σάββατα που τον έπαιρνε μαζί του, πιτσιρικά ακόμη στο «Βίκαρετς Ρόουντ».

 Κατά κάποιο τρόπο, πρώτα αγοράζοντας (το μακρινό ’73) ένα μικρό ποσοστό και ύστερα όλο το πλειοψηφικό πακέτο ο μεγάλος μουσικός αισθανόταν ένα είδους χρέους προς τον πατέρα του, όχι μόνο επενδύοντας πολλά, αλλά και καταφέρνοντας ν’ ανεβάσει την ομάδα από την 4η κατηγορία στην τότε First Division φτάνοντας, το ’83 και στον ιστορικό τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας άσχετα εάν χαμένου, από την Έβερτον με 2-0.

 Αντιθέτως, υπήρξαν και τρεις από τους χειρότερους προέδρους που πέρασαν ποτέ από τα αγγλικά γήπεδα. Ο πρώτος ήταν ο Κεν Μπέιτς της Τσέλσι, πριν τη μοσχοπουλήσει στον Ρομάν Αμπράμοβιτς. Πρώτον, για να διατηρήσει την τάξη μεταξύ των οπαδών είχε γεμίσει τα κιγκλιδώματα του «Στάμφορντ Μπριντζ» με ηλεκτροφόρα καλώδια υψηλής τάσης. Δεύτερον, απαγόρευε και στα μικρά παιδάκια να μπαίνουν δωρεάν στο γήπεδο. Τρίτον, μία μέρα τον πλησίασε μία Κυρία και τον παρακάλεσε να μειώσει την τιμή του εισιτήριου για τους φοιτητές γιατί ο γιός της δεν είχε την πολυτέλεια να δει από κοντά την αγαπημένη του ομάδα. «Ας βρει τότε μία δουλειά!», ήταν η κυνική απάντησή του.

 Στην πλευρά της (κακής) Ιστορίας πέρασε το ’95 και κάποιος Κεν Ρίτσαρντσον, ιδιοκτήτης της Ντονκάστερ. Ευελπιστώντας πως επωφεληθεί από τα λεφτά της ασφαλιστικής κάλυψης, πλήρωσε έναν στρατιώτη για να βάλει φωτιά στο γήπεδο, αλλά οι μετέπειτα έρευνες, περί ξεκάθαρου εμπρησμού τον ξεμπρόστιασαν πλήρως. Συνελήφθη και φυλακίστηκε 4 χρόνια, ενώ την ώρα της ετυμηγορίας ο δικαστής τον αποκάλεσε «τον κλασικό απατεώνα που θα ποδοπατούσε μέχρι κι ένα παιδάκι δύο ετών για να μαζέψει ένα κέρμα ενός πένι».

 Ο τρίτος υπήρξε ο Λιβανέζος ιδιοκτήτης της Ουίμπλεντον, Σαμ Χάμαμ που ύστερα από κάθε ήττα, με περισσότερα από τέσσερα γκολ διαφοράς υποχρέωνε προπονητή και παίκτες να τρώνε, με το ζόρι αρνίσια αμελέτητα. Ενώ, εάν κάποιος παίκτης αρνιόταν να υπογράψει την ανανέωση του συμβολαίου του, τον κλείδωνε σ’ ένα δωμάτιο, έβαζε το κλειδί στο σώβρακό του και του έλεγε «εάν δεν θέλεις, μην υπογράψεις, αλλά για να βρεις το κλειδί θα πρέπει πρώτα να έρθεις να με ψάξεις»…